Ταλέντο είναι η ικανότητα επιλογής

Ταλέντο είναι η ικανότητα επιλογής

7' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Συναντηθήκαμε κάτω από κόκκινα μπαλόνια. Μια εγκατάσταση που δεν σε προϊδεάζει γι’ αυτό που θα ακολουθήσει στο κτίριο του Ωδείου Αθηνών στη Ρηγίλλης. «Τι είναι αυτό κύριε Μπότσογλου;» «Α, είναι ωραίο έργο, αλλά προς Θεού, δεν είναι δικό μου, το έχει κάνει η Τζένη Μαρκέτου. Είναι σε εντελώς άλλο πνεύμα. Βέβαια, κατά κάποιο τρόπο συνομιλεί με την έκθεσή μου. Ποτέ το ένα είδος δεν αποκλείει το άλλο», απάντησε ο ζωγράφος. Το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης αυτή τη φορά μας εκπλήσσει ευχάριστα. Δεν επιλέγει να παρουσιάσει ερμητική αβάν γκαρντ τέχνη, αλλά το έργο ενός αφηγηματικού ζωγράφου. Ο Χρόνης Μπότσογλου, από τους σημαντικότερους εν ζωή Ελληνες ζωγράφους, μένει προσηλωμένος εδώ και χρόνια στην παράδοση μιας παραστατικής ανθρωποκεντρικής τέχνης, στα χνάρια του Μπουζιάνη, του Τζιακομέτι, του Βαν Γκογκ, του Μπέικον, του Χαλεπά (στους οποίους αποτίει φόρο τιμής στην έκθεσή του), γίνεται βαθιά υπαρξιακός, υμνεί το ανθρώπινο σώμα, κερδίζει τη λιτότητα με το πιο ώριμο έργο του, τη Νέκυια, και στα 70 του χρόνια συνεχίζει με το ίδιο πάθος να ζωγραφίζει.

Μέσα στο Ωδείο, σε ένα χώρο εξαιρετικά ενδιαφέροντα -τυπικό δείγμα μεταπολεμικού μοντερνισμού με την υπογραφή του Ιωάννη Δεσποτόπουλου- αλλά ψυχρό και ημιτελή, με τόνους γυμνό τσιμέντο και λευκό μάρμαρο, εκατόν εβδομήντα έργα ξετυλίγουν το νήμα του έργου και της ζωής του 70χρονου καλλιτέχνη. Μελαγχολία, πνεύμα, εσωτερικότητα, κριτική ειρωνεία, πολιτική στάση, μνήμη, μεσογειακό φως, αγάπη για το ανθρώπινο σώμα, όλα υπάρχουν στη δουλειά του Χρόνη Μπότσογλου, που όταν σε ξεναγεί στην έκθεση και σου μιλάει για τα έργα του, νιώθεις πως γεννήθηκε ζωγράφος.

Πράγματι. Ζωγράφισε τις πρώτες του ακουαρέλες όταν ήταν 13 χρόνων. Μία απ’ αυτές απεικονίζει έναν φυλακισμένο σε ένα μπουντρούμι και μια αχτίδα φωτός μπαίνει από το καγκελωτό παράθυρο. «Ημουν 13 χρόνων. Και έτυχε να διαβάσω τον Κατάδικο του Βίκτωρος Ουγκώ. Το περίεργο είναι ότι ήδη από αυτή την ηλικία γνώριζα πάρα πολλά πράγματα για τη ζωγραφική. Γύριζα σε βιβλιοθήκες και έψαχνα βιβλία με ζωγραφιές. Στη δευτέρα γυμνασίου είχα μάθει τον Σουτίν. Είχα αντιγράψει Θεόφραστο Τριανταφυλλίδη (1881-1955) όταν πέθανε και του έκανε αφιέρωμα ο Ζυγός. Εξαιρετικός ζωγράφος», θυμάται. «Βλέπετε αυτή τη σύνθεση;». Στη μέση της σύνθεσης ξεχωρίζει ένα μικρό έργο 30 εκ., με τίτλο «Η κουζίνα», ζωγραφισμένο το 1954. «Κι αυτό το έκανα 13 χρόνων και θεωρώ ότι είναι από τις καλύτερες ζωγραφιές μου. Το λέω και δεν το καταλαβαίνουν. Μα, δείτε το! Ημουν ανυποψίαστος και αδιάβαστος, είχα όμως καθαρή ματιά. Μακάρι πάντα να μπορούσα να ζωγραφίζω έτσι».

Παραδίπλα, σε ένα τραπέζι βρίσκονται κάποιες εικονογραφήσεις του. «Γι’ αυτήν εδώ είμαι πολύ περήφανος», σχολιάζει. «Είναι ο Μπομπόκ του Ντοστογιέφσκι, καταπληκτικό διήγημα. Αναφέρεται σε κάποιον που κάθεται σε έναν τάφο και ακούει τους πεθαμένους να μιλούν. Τελειώνει με τη λέξη Μπομπόκ, τη σημασία της οποίας δεν καταλαβαίνει κανείς».

Ο νιπτήρας του ’60, ο σύντροφος του ’70, τα λιοτρίβια του ’80

Δεκαετία ’60. Στα έργα της Σχολής. «Είχα επηρεαστεί από το σινεμά», εξηγεί ο Χρόνης Μπότσογλου. «Ηταν η χρυσή εποχή του ιταλικού κινηματογράφου με τον Φελίνι, τον Αντονιόνι, τον Ρόσι, τον Βισκόντι, τον Ντε Σίκα. Ζωγράφιζα λοιπόν βιομηχανικά αντικείμενα, θερμοσίφωνες, νιπτήρες, που φυσικά δεν τα είχαμε τότε στα σπίτια μας, αλλά εγώ τα έβλεπα στις ταινίες». Στην ίδια αίθουσα βλέπουμε πορτρέτα φαντάρων από τη θητεία του στον στρατό, έργα που έκανε για την έκθεση στο Χίλτον μέσα στη χούντα. «Τούτη η έκθεση είναι η μεγαλύτερη αναδρομική που έχω κάνει, αλλά αναγκάστηκα να αφήσω πολλά έργα απ’ έξω. Δεν θα δείτε τα Επαγγέλματα, το Αντίο Ατελιέ, τις Σπουδές στη Μοναξιά. Αν έχω κάνει 2.000 έργα, αυτά τα 170 είναι λίγα». Για τον επισκέπτη τα 170 έργα φτιάχνουν μια έκθεση χορταστική, για το βλέμμα και την καρδιά.

Δεκαετία ’70. «Κυριακή απόγευμα», ένας άντρας με λευκό φανελάκι καπνίζει. Το έργο ξεχειλίζει Μεσόγειο. Σε ένα άλλο έργο, σαν κόμικς, ξετυλίγονται όλες οι φάσεις χτισίματος ενός σπιτιού· το άνοιγμα των θεμελίων, το ίσιωμα των σιδήρων, τα μπετά που πέφτουν, το σοβάτισμα, το βάψιμο. Διαχρονική ζωγραφική, μοντέρνα. Πιο κει ο παππούς του. Σιδηροδρομικός που εκδιώχθηκε για τα πολιτικά του φρονήματα το 1949. Μετά γύριζε με τα πόδια τη Θεσσαλονίκη, δοσατζής, για να συμπληρώσει τη σύνταξη.

Παραδίπλα, σε φλογερό κόκκινο φόντο ξεχωρίζει ο «σύντροφος» Γιώργος Κοτανίδης με υψωμένη γροθιά – είναι η εποχή του EKKE. Δύο εργατικά ατυχήματα τραβούν την προσοχή: στην Πυρκάλ το ’78 και στη Μυτιλήνη σε λατομείο καολίνη. Ζωγραφίζει κανείς σήμερα τέτοια θέματα; «Οι εποχές επιβάλλουν τη θεματογραφία. Τα έργα δεν τα κάνουμε μόνοι μας… Βέβαια, κακά τα ψέματα από ένα σημείο και μετά, όταν γερνάς, ασχολείσαι μόνο με τον εαυτό σου. Πιο πολύ θυμάσαι, παρά βλέπεις. Πιο πολύ ζεις με τα παλιά, παρά με τα καινούργια. Γι’ αυτό δεν πρέπει να ζει κανείς 200 χρόνια. Πενήντα, εξήντα είναι αρκετά…», λέει μελαγχολικά.

Δεκαετία ’80. «Εδώ υπάρχουν τρεις ενότητες: τα λιοτρίβια, τα σώματα και τα ημερολόγια της μάνας μου. Κάθε φορά που έμπαινα σε μια θεματογραφία, όλη η προσπάθεια ήταν να καταλάβω πώς έπρεπε να ζωγραφιστεί αυτό που θέλω να κάνω. Εχω μετατοπίσεις στην πορεία μου, στο βάθος, όμως, παραμένω ο ίδιος άνθρωπος». Στεκόμαστε μπροστά σε έναν πίνακα. Σας ανήκει ή τον έχει αγοράσει κάποιος, ρωτάω τον Χρόνη Μπότσογλου. «Τον είχα κάνει δώρο στην Ελένη Δήμου που έραβε φουστάνια για την Ελένη, τη γυναίκα μου, και ποτέ δεν της έπαιρνε λεφτά. Κάποια στιγμή βρέθηκε σε δύσκολη οικονομική θέση και τον πούλησε στην γκαλερίστα Ελσα Αϊδίνη, που με τη σειρά της τον έδωσε στον Τζίμη Πανούση όταν αυτός παντρεύτηκε την κόρη της. Πολλά απ’ αυτά τα έργα θα ήθελα να τα κρατήσω. Δεν μπορούσα όμως. Είχα υποχρεώσεις, έπρεπε να ζήσω. Αυτό εκεί, το «Τρίπτυχο του κίτρινου κύκλου” το πούλησα στον συλλέκτη Φρισύρα με την προϋπόθεση να στέλνει κάθε μήνα ένα ποσό σε μία από τις τρεις κόρες μου στην Αγγλία για τις σπουδές της». Στεκόμαστε μπροστά στον «Αντρα με γκρι παντελόνι». Φαίνεται καθαρά μια επιμήκης πληγή στο σώμα του άντρα. Τι είναι αυτό; «Με παίδεψε αυτό το έργο. Είχα εκνευριστεί τόσο πολύ που το έσκισα και το κλώτσησα. Μετά το έραψα κι αμέσως μου φανερώθηκε η ζωγραφική του, ολοκληρώθηκε μεμιάς! Τώρα πια η ραφή είναι μέρος του έργου. Απλώς, έπρεπε να φάει ξύλο πρώτα! Πάμε τώρα να δούμε τη μάνα μου…».

Στα 70 μου αναρωτιέμαι ακόμη

«Θέλετε να πιούμε έναν καφέ», προτείνει, ενώ πηγαίνουμε προς την έξοδο. «Μπορείτε και να καπνίσετε, εγώ το έχω κόψει τρεις φορές». Θα υπάρξει και τέταρτη, ρωτάω. «Μπορεί. Αν αρχίσω να καπνίζω πάλι δεν θα έχω μέτρο. Δεν μπορώ το λίγο ούτε στο τσιγάρο ούτε στο ποτό». Στις γυναίκες; «Α, τώρα είμαι μεγάλος, όταν ερωτεύτηκα όμως, το έκανα με ένταση». Σας λείπει η διδασκαλία; «Οχι, έκλεισε ο κύκλος. Δεκαεννιά χρόνια ήταν αρκετά». Υπάρχουν σήμερα καλοί δάσκαλοι; «Υπάρχει η άποψη ότι ο καλός δάσκαλος είναι αυτός που βάζει καλούς βαθμούς. Γι’ αυτό όλα τα ξένα παιδιά κάνουν θρησκευτικά ακόμη κι αν είναι μωαμεθανοί. Υπάρχει ένας λαϊκισμός ως προς τους βαθμούς. Ο Μόραλης λ.χ. ήταν καλός δάσκαλος όχι γιατί μας έμαθε το ένα ή το άλλο. Το σπουδαίο που μας έμαθε ήταν πως οτιδήποτε θέλεις να κάνεις πρέπει να το σπουδάσεις. Στα 70 μου αναρωτιέμαι ακόμη, και το χρωστάω στον Μόραλη. Δεν σου έλεγε πώς να ζωγραφίσεις, σου έλεγε να ψάξεις. Γι’ αυτό και δεν έβγαλε «Μοραλάκια”. Ο καλός δάσκαλος είναι αυτός που ανέχεται όλες τις εκδοχές. Πολλές φορές που μου ζητούσαν να τους πω για νέες τεχνολογίες, τους έστελνα σε άλλα εργαστήρια. Το ταλέντο εντέλει δεν είναι η ικανότητα του χεριού. Είναι η ικανότητα επιλογής».

Ταλέντο υπάρχει σήμερα στους νέους; «Αφθονο. Ο χώρος είναι δύσκολος για να επιβιώσεις και να προχωρήσεις τη δουλειά σου. Ελάχιστα παιδιά συνεχίζουν, όπως συνέβαινε πάντα. Αν παλιά ήταν πέντε, πέντε είναι και σήμερα. Αυτή η χώρα τόσους ζωγράφους μπορεί να βγάλει».

Η Νέκυια με έκανε να πειθαρχήσω

Μόνη της σε ένα υποφωτισμένο δωμάτιο η Νέκυια (1993-2000), μια συγκλονιστική σειρά έργων, ένα ενιαίο αφήγημα. «Εδώ, πιο πολύ απ’ όλες τις δουλειές μου φαίνεται η αλλαγή. Αλλαξα υλικά, άλλαξα τρόπο, τα άλλαξα όλα. Κατ’ αρχήν δεν είναι χειρονομιακή, ίσα ίσα είναι δουλειά ακινησίας. Δεν μπορείς να τρέχεις και να θυμάσαι. Με παίδεψε αρκετά και με έκανε να πειθαρχήσω στη ζωγραφική και στη σκέψη. Εζησα μεγάλη περιπέτεια από την έντονη χειρονομία τότε που κλωτσούσα τα έργα μου και είχα ανάγκη από πειθαρχία η οποία βγήκε στη Νέκυια. Αυτό το έργο αν δεν το έπαιρνε ο Σωτήρης Φέλιος μπορεί να το είχα διαλύσει και να μην το έδειχνα ποτέ ολόκληρο».

Μέσω της ζωγραφικής κήδεψα τη μάνα μου

Τη δεκαετία του ’80 ο Χρόνης Μπότσογλου ολοκλήρωσε ένα έργο-σταθμό στην πορεία του. Μια ενότητα με 120 ακουαρέλες από τις οποίες οι 30 βρίσκονται στην έκθεση. Εργο βαθύ, υπαρξιακό. «Αυτή την έκθεση την έκανα στην Ιλεάνα Τούντα. Είναι η μητέρα μου, η οποία πέθανε σε ηλικία 92 ετών, αφού είχε ζήσει 25 φρικτά χρόνια βασανισμένη από τη νόσο Αλτσχάιμερ. Δεν μιλούσε, δεν καταλάβαινε, δεν μπορούσε να φάει. Ολα τα έργα έγιναν εκ του φυσικού. Πήγαινα και καθόμουν μαζί της. Ηταν ο μόνος τρόπος για ν’ αντέξω τελικά. Οταν τελείωσα και έδειξα τα έργα, έκανα δυο χρόνια να πάω να δω τη μητέρα μου. Μέσω της ζωγραφικής ήταν σαν να την είχα κηδέψει».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή