Η συστηματική εξόντωση άρχισε από τη Θεσσαλονίκη

Η συστηματική εξόντωση άρχισε από τη Θεσσαλονίκη

6' 10" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα γεγονότα της συστηματικής εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης κατά τη γερμανική κατοχή είναι λίγο-πολύ γνωστά: οι ρατσιστικοί «νόμοι της Νυρεμβέργης» και η εφαρμογή τους στις κατεχόμενες χώρες, με τα γκέτο, τις συλλήψεις, τον εκτοπισμό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εξόντωσης, τα κρεματόρια.

Παράλληλα, η απάθεια ή η πρόθυμη συμμετοχή των τοπικών πληθυσμών στη διαδικασία αυτή, αλλά και οι εξαιρετικά θαρραλέες προσπάθειες απόκρυψης, φυγάδευσης και διάσωσης των διωκομένων. Η διεθνής και η ελληνική ιστοριογραφία έχει αναλυτικότατα ασχοληθεί με το θέμα, βοηθώντας στην κατανόηση του ερωτήματος «πώς ήταν δυνατόν», με την ελπίδα πάντοτε της αποφυγής επανάληψης μιας τέτοιας γενοκτονίας.

Στην κατεχόμενη Ελλάδα ο πρώτος διωγμός άρχισε στη Θεσσαλονίκη: στις 11 Ιουλίου 1942, όλοι οι άρρενες Εβραίοι διατάχθηκαν να συγκεντρωθούν στην Πλατεία Ελευθερίας. Περίπου 10.000 άνδρες αναγκάστηκαν να εκτελούν ταπεινωτικές «γυμναστικές ασκήσεις» μέχρις εξαντλήσεως. Λίγο αργότερα, περίπου 7.000 από τους Εβραίους της πόλης στάλθηκαν για καταναγκαστικά έργα στα περίχωρα της Θεσσαλονίκης. Τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, με πρόσχημα τον «αστικό σχεδιασμό», οι Γερμανοί άρχισαν την καταστροφή του εβραϊκού νεκροταφείου.

Στις αρχές του 1943, όλοι οι Εβραίοι της πόλης είχαν υποχρεωθεί να μετοικήσουν στα δύο γκέτο που είχαν ορίσει οι Γερμανοί. Από τον Μάρτιο μέχρι τον Αύγουστο του 1943, εκτοπίστηκαν στην Πολωνία, σε 19 σιδηροδρομικές αποστολές, στοιβαγμένοι μέσα σε βαγόνια μεταφοράς ζώων, υπό αθλιότατες συνθήκες. Το 96% των 56.000 Εβραίων που ζούσαν στην πόλη πριν από τον πόλεμο δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά.

Τον Μάρτιο του 1943, οι Εβραίοι κάτοικοι της βουλγαρικής ζώνης κατοχής της ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης συγκεντρώθηκαν από τους Βούλγαρους και εκτοπίστηκαν. Από τους 4.200 Εβραίους της περιοχής, μόλις 200 επέζησαν.

Υπήρξαν αντιδράσεις από τον ορθόδοξο κλήρο. Για παράδειγμα, ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Γεννάδιος έδωσε προφορικές οδηγίες στους ιερείς της πόλης να συμβουλέψουν το ποίμνιό τους να μην προβεί σε καμία πράξη περιφρόνησης ή διάκρισης ενάντια σε Εβραίους, όταν αυτοί υποχρεώθηκαν να φορούν το κίτρινο άστρο. Ο μητροπολίτης Βόλου Ιωακείμ προέτρεψε τον εβραϊκό πληθυσμό να φύγει στο βουνό.

Οι διαμαρτυρίες κορυφώθηκαν με τα δύο μνημόνια του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνού, που ζητούσαν από την κατοχική κυβέρνηση και τους Γερμανούς να σταματήσουν οι διώξεις των Ελλήνων Εβραίων.

Με την προτροπή του ιδίου και τη συνεργασία του διευθυντή της Αστυνομίας Αθηνών, Αγγελου Εβερτ, δόθηκαν διαταγές στα αστυνομικά τμήματα να εκδίδουν ψεύτικες ταυτότητες σε όσους Εβραίους το επιθυμούσαν, ενώ σε ειδικό αρχείο του Δήμου Αθηναίων καταχωρίσθηκαν οι Εβραίοι που για να γλιτώσουν βαπτίσθηκαν χριστιανοί. Ετσι 560 Αθηναίοι Εβραίοι επέζησαν ώς το τέλος του πολέμου προσποιούμενοι τους ορθόδοξους χριστιανούς.

Περίπου 650 Εβραίοι κατάφεραν να βγουν στο βουνό και έλαβαν μέρος στην αντίσταση. Εχαιραν μεγάλης εκτίμησης λόγω των επαγγελματικών τους ιδιοτήτων και του υψηλού μορφωτικού τους επιπέδου. Δυστυχώς, λόγω της μεταπολεμικής πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα, οι περισσότεροι από αυτούς λησμονήθηκαν, χωρίς να λάβουν ποτέ την αναγνώριση που τους άξιζε.

Με την καίρια συνδρομή των ελληνικών αντιστασιακών οργανώσεων, πολλοί Εβραίοι διέφυγαν στη Μέση Ανατολή όπου είτε εγκαταστάθηκαν, αποφεύγοντας έτσι την τραγική μοίρα άλλων ομοθρήσκων τους, είτε πολέμησαν στις τάξεις του ελληνικού Βασιλικού Εκστρατευτικού Σώματος. Αλλοι πάλι, κυρίως παιδιά, αλλά πολλές φορές και ολόκληρες οικογένειες, κατάφεραν να κρυφτούν σε χριστιανούς φίλους ή γνωστούς. Οι άνθρωποι που ανέλαβαν να τους κρύψουν και να τους συντηρήσουν μοιράστηκαν μαζί τους τις πενιχρές τους προμήθειες, ενώ διέτρεχαν θανάσιμο κίνδυνο αν ανακαλύπτονταν από τις γερμανικές αρχές. Η αυτοθυσία τους αναγνωρίστηκε, ύστερα από τον πόλεμο, από το Γιαντ Βασέμ και τιμήθηκαν ως «Δίκαιοι των Εθνών».

Με την ιταλική συνθηκολόγηση τον Σεπτέμβριο του 1943, ο διωγμός συνεχίστηκε και στην πρώην ιταλική ζώνη κατοχής: οι κοινότητες των Ιωαννίνων, της Πρέβεζας, της Κέρκυρας, της Ρόδου και της Κρήτης έχασαν από 89% ώς 92% του προπολεμικού πληθυσμού τους. Συνολικά περίπου 65.000 Ελληνες Εβραίοι, το 87% των Εβραίων που ζούσαν προπολεμικά στην Ελλάδα, δολοφονήθηκαν στα στρατόπεδα εξόντωσης. Οι περιουσίες και οι επιχειρήσεις τους κατασχέθηκαν, ενώ λεηλατήθηκαν καλλιτεχνικοί θησαυροί και βιβλιοθήκες που ανήκαν στις κοινότητες και καταστράφηκαν τα νεκροταφεία και οι συναγωγές τους. Οταν τέλειωσε ο πόλεμος, μόνο 10.000 Εβραίοι, περίπου, ζούσαν πλέον στην Ελλάδα.

Η στάση των χριστιανών

Πέρα από την παρατήρηση ότι η τοπογραφική κατανομή των Εβραίων στις πόλεις και ο βαθμός αφομοίωσής τους, όπως στην Αθήνα, τη Χαλκίδα και τον Βόλο, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες για τη διάσωσή τους, και το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι πολλοί υπήρξαν εκείνοι που με αυτοθυσία βοήθησαν τους εν διωγμώ συμπολίτες τους, γεννάται η απορία πώς έγινε δυνατός ο σε τόσο μεγάλη έκταση εντοπισμός, σύλληψη και εκτοπισμός τους. Είναι φανερό, όπως υποδεικνύει και το εκ διαμέτρου αντίθετο παράδειγμα της Δανίας, ότι αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει παρά με την πρόθυμη συνεργασία του τοπικού πληθυσμού και των δωσίλογων αρχών.

Για παράδειγμα, στη Θεσσαλονίκη, με «παράδοση» στον αντιεβραϊσμό (εμπρησμός συνοικίας Campbell to 1931, ίδρυση της φασιστικής οργάνωσης ΕΕΕ – Εθνική Ενωσις Ελλάδος), λόγω κυρίως του μεγάλου αριθμού των Εβραίων στην πόλη και των εντάσεων που είχαν δημιουργηθεί με την έλευση των χριστιανών ανταλλαξίμων από το 1924, όπου το ποσοστό απωλειών της κοινότητας υπήρξε από τα υψηλότερα στην κατεχόμενη Ευρώπη, η συνεργασία των αρχών και των πολιτών καταγράφεται ξεκάθαρα στο σωζόμενο αρχειακό υλικό. Ο διωγμός αποτέλεσε μία πρώτης τάξεως ευκαιρία «εξελληνισμού» της πόλης, με τη δικαιολογία της ανωτέρας βίας από τον κατακτητή. Εργαλείο η «ανακατανομή» του πλούτου, η καταλήστευση δηλαδή περιουσιών με το πρόσχημα της ΥΔΙΠ – Υπηρεσία Διαχειρίσεως Ισραηλιτικών Περιουσιών (οικίες, οικοσκευές, επιχειρήσεις, εμπορεύματα), που δοθήκαν κυρίως σε συνεργάτες και ταγματασφαλίτες, ενώ ακόμα και ο μητροπολίτης Γεννάδιος εμφανιζόταν «προσωπικά ενδιαφερόμενος» για την απόδοση πρώην εβραϊκού καταστήματος σε άνθρωπό του! Η καταστροφή του νεκροταφείου και η εξάλειψη ιχνών, όπως οι συναγωγές και τα ευαγή ιδρύματα, αποτελείωσαν το έργο. Ανάλογα φαινόμενα βλέπουμε και αλλού, όπως στα Ιωάννινα, όπου υπήρξε εντελώς απροκάλυπτη η μοιρασιά των εβραϊκών εμπορευμάτων και επιχειρήσεων, ή στην Πρέβεζα, όπου ακόμα και η τοπική Αστυνομία φαίνεται να επωφελήθηκε… Η «διαδικασία» αυτή συνεχίστηκε και για αρκετό καιρό μετά την Απελευθέρωση.

Τα γεγονότα μόνο, λοιπόν, καταδεικνύουν τον σοβαρότατο βαθμό συνεργασίας του τοπικού πληθυσμού, αλλά και του τότε υφιστάμενου ελληνικού κρατικού μηχανισμού, ο οποίος άλλωστε από μέλη του τοπικού πληθυσμού αποτελείτο, αλλά και καθόλου σκιώδης και ελάχιστα «ξενοκίνητος» υπήρξε, ειδικά προς το τέλος της Κατοχής.

Παρ’ όλ’ αυτά, η εικόνα που συστηματικά αναπαράγεται σήμερα, είναι εκείνη της συνδρομής και της αλληλεγγύης των χριστιανών προς τους κινδυνεύοντες συμπολίτες τους. Δεν υπάρχει απολύτως καμία αμφιβολία ότι υπήρξαν τέτοιες περιπτώσεις, που άνθρωποι απλοί, με κίνδυνο της ζωής τους και των οικογενειών τους, συνέτρεξαν τους διωκώμενους, η αναγωγή τους όμως σε κανόνα που επισκιάζει τα τραγικά γεγονότα, δεν μπορεί παρά να αποτελεί τελικά διαστρέβλωσή τους.

Βολεύει ίσως και τις δύο πλευρές: για το μεν ελληνικό κράτος και τους χριστιανούς πολίτες του, ταιριάζει με την ηρωική εικόνα της παλλαϊκής αντίστασης στον κατακτητή και, ενδεχομένως, βοηθάει στη μείωση του αισθήματος ενοχής για κάτι που όλοι κατά βάθος γνωρίζουν ότι έγινε. Για τον ελληνικό εβραϊσμό πάλι, φαίνεται να εξυπηρετεί την πολιτική πραγματικής αλλά και ψυχολογικής αφομοίωσης, η οποία υποτίθεται ότι προσφέρει ασφάλεια από τυχόν επανάληψη τέτοιου είδους διωγμού.

Η παραδοχή των κακώς κειμένων και η ανάληψη της ευθύνης για τις συνέπειές τους, όπως για παράδειγμα άρχισε να γίνεται προ εικοσαετίας ακριβώς για το ίδιο θέμα στη Γαλλία, αποτελούν και τον καλύτερο τρόπο για να ξεπεραστούν οι ενοχές και, πιθανώς, να αποτελέσουν χρήσιμη παρακαταθήκη για το μέλλον.

Το ίδιο ισχύει εξίσου και για τον ελληνικό εβραϊσμό, που ηθελημένα, μειώνοντας τη σημασία των τότε γεγονότων, καταλήγει να αρνείται ουσιαστικά ένα κομμάτι της πρόσφατης ιστορίας του. Μόνο παραδεχόμενος κανείς τα δυσάρεστα γεγονότα μπορεί ίσως τελικά να τα ξεπεράσει, χωρίς να χρειάζεται να αρνηθεί ούτε ελάχιστο από την ταυτότητά του.

* Ο κ. Αλέξιος Μενεξιάδης είναι συνεργάτης του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή