Ο στρατηγικός σχεδιασμός του πολέμου στον αέρα

Ο στρατηγικός σχεδιασμός του πολέμου στον αέρα

7' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις απαρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Luftwaffe διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στην επιτυχή εφαρμογή του κεραυνοβόλου πολέμου που επέτρεψε στις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις να καταβάλλουν ισχυρότερους αντιπάλους, όπως το Βρετανικό Ναυτικό κατά τη γερμανική εισβολή στη Νορβηγία και τον Γαλλικό Στρατό και τις Συμμαχικές δυνάμεις που τον πλαισίωναν στην προάσπιση του γαλλικού εδάφους την άνοιξη του 1940. Μετά την πτώση της Γαλλίας στον Αξονα και τη συνειδητοποίηση της αδυναμίας της Βρετανίας να επανέλθει στρατιωτικά στη Γηραιά Ηπειρο μεσοπρόθεσμα, μορφοποιήθηκε μια νέα βρετανική στρατηγική η οποία προσέβλεπε στην οικονομική και ψυχολογική εξάντληση του Ράιχ μέσω του βρετανικού ναυτικού αποκλεισμού της Αξονικής Ευρώπης, αλλά και του συνεπούς στρατηγικού βομβαρδισμού των οικονομικών κέντρων της Γερμανίας. Αποφασίσθηκε ακόμα η ενίσχυση των αντιστασιακών οργανώσεων της κατεχόμενης Ευρώπης που θα προλείαιναν το έδαφος για τη στρατιωτική επάνοδο των Βρετανών στις περιοχές αυτές, όταν η συνδυασμένη αυτή στρατηγική θα είχε αποδώσει καρπούς.

Ο ανωτέρω επαναπροσδιορισμός της βρετανικής πολεμικής προσπάθειας το καλοκαίρι του 1940 υπήρξε στρατηγικά καινοτόμος, αν όχι και παρακινδυνευμένος, δεδομένου ότι ο στρατηγικός βομβαρδισμός και το αντάρτικο χρησιμοποιούνταν για πρώτη φορά σε ευρεία κλίμακα, ενώ η ευόδωση του ναυτικού αποκλεισμού απαιτούσε, ιστορικά, την παράλληλη δράση φίλιων χερσαίων δυνάμεων εναντίον του εκάστοτε κύριου ηπειρωτικού αντιπάλου της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Βασικές προϋποθέσεις ενός επιτυχούς στρατηγικού βομβαρδισμού, όπως η ασφαλής αεροπλοΐα και άμυνα των βομβαρδιστικών κατά των αντίπαλων καταδιωκτικών, η ακρίβεια στόχευσης των βομβών τους και γενικότερα η αποκρυστάλλωση του δόγματος του στρατηγικού βομβαρδισμού ήταν ακόμα ζητούμενα. Παρά, όμως, τις θεμελιώδεις αυτές επιφυλάξεις η νέα βρετανική στρατηγική τελικά εφαρμόσθηκε επειδή εξυπηρετούσε και ευρύτερες πολιτικές σκοπιμότητες. Η αναγκαιότητα της τόνωσης του ηθικού του βρετανικού λαού μέσω του κινηματογραφικού θεάματος των ισοπεδωμένων γερμανικών πόλεων από βρετανικούς βομβαρδισμούς, η σχετική επισήμανση του αξιόμαχου των βρετανικών ενόπλων δυνάμεων στην κυβέρνηση Ρούζβελτ, η οποία ήταν θιασώτης της αεροπορικής ισχύος, και η μικρή μα έμπρακτη στήριξη που παρείχαν αργότερα ανάλογες επιχειρήσεις στον αγωνιζόμενο Κόκκινο Στρατό, στήριξαν την εφαρμογή της νέας στρατηγικής.

Η πρακτική επιβεβαίωση της ορθότητας της βρετανικής στρατηγικής και της συνάρθρωσής της με τις στρατηγικές των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ από το 1942 και μετά, ιδιαίτερα όσον αφορά το αεροπορικό της σκέλος, εξαρτάτο σε μεγάλο βαθμό από την επίτευξη ποσοτικής και ποιοτικής υπεροχής των Συμμαχικών Αεροπορικών Δυνάμεων έναντι της Luftwaffe. Οι υπέρτεροι οικονομικοί πόροι των Συμμάχων δεν εξασφάλιζαν απαραίτητα την επιδιωκόμενη αεροπορική υπεροχή, τουλάχιστον σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα. Η αποτελεσματική και συντονισμένη κινητοποίηση των επιστημονικών πόρων των Αγγλοσαξόνων και η διασύνδεσή τους με την ευρύτερη διεθνή επιστημονική κοινότητα, καθώς και η επιτυχής σύνδεση της επιστημονικής έρευνας με την τεχνολογία, από την πολεμική βιομηχανία, οδήγησε στη Συμμαχική απόκτηση της αεροπορικής υπεροπλίας έναντι του Αξονα ήδη περί τα τέλη του 1942. Το επίτευγμα αυτό οφειλόταν στην ώριμη λειτουργία του πραγματιστικού και ευέλικτου καπιταλιστικού συστήματος των αγγλοσαξονικών δυνάμεων, διευκολύνθηκε όμως και από τις πολυποίκιλες αγκυλώσεις του ναζιστικού ολοκληρωτισμού. Παρά την προπολεμική επιστημονική ισχύ του γερμανικού κόσμου και την ερευνητική αρτιότητά του κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η έλλειψη συντονισμού του, τα αντιμαχόμενα ενδοκομματικά συμφέροντα που επηρέαζαν την εργασία του και η διάχυση των ερευνητικών του προσπαθειών σε έναν ανώφελα μεγάλο αριθμό προγραμμάτων, που μικρή σχέση είχαν με τις παραγωγικές δυνατότητες της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας, εξασφάλισαν ότι τόσο στον τομέα της αεροπορικής ισχύος, όσο και στους περισσότερους άλλους χώρους της οπλικής ισχύος, η Γερμανία έχασε γρήγορα το όποιο πλεονέκτημα είχε την πρώτη διετία του πολέμου από τον πρώιμο χρονικά επανεξοπλισμό της στη δεκαετία του 1930.

Η επίτευξη της αεροπορικής υπεροπλίας από τους Συμμάχους συνιστούσε σίγουρα μια πολύ θετική εξέλιξη στον αγώνα κατά του Αξονα, δεν εξασφάλιζε όμως την πολεμική τους κατίσχυση δεδομένης της τακτικής δεξιότητας του προσωπικού της Luftwaffe και του ευάλωτου των Συμμαχικών βομβαρδιστικών στα καταδιωκτικά της Γερμανικής Αεροπορίας. Με την κατασκευή όμως Συμμαχικών καταδιωκτικών μεγάλης ακτίνας δράσης από τα μέσα του 1943 και με την επιθετική τους χρήση το πρώτο εξάμηνο του 1944 συνοδεύοντας Συμμαχικά βομβαρδιστικά εναντίον Αξονικών στόχων, επιτεύχθηκαν δύο, εν πολλοίς, αλληλένδετοι στόχοι: η μεγέθυνση του καταστροφικού αποτελέσματος των Συμμαχικών βομβαρδισμών της Αξονικής Ευρώπης και η τεράστια τριβή του γερμανικού στόλου καταδιωκτικών. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι ευρωπαϊκοί αιθέρες ήταν ουσιαστικά ελεύθεροι για τη Συμμαχική Αεροπορία από την απόβαση στη Νορμανδία το καλοκαίρι του 1944 ώς την πτώση του Βερολίνου τον Μάιο του 1945.

Εκατοντάδες νεκροί στα ερείπια

Το δοκιμαστικό, εν πολλοίς, θέατρο εφαρμογής της εντατικοποίησης του καταστροφικού αποτελέσματος των Συμμαχικών βομβαρδισμών και του πολέμου τριβής εναντίον των γερμανικών καταδιωκτικών υπήρξε η Μεσόγειος λόγω των καλών καιρικών της συνθηκών και της μικρότερης σχετικά συγκέντρωσης Αξονικών αεροπορικών δυνάμεων. Μέσα στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και ο Συμμαχικός βομβαρδισμός του Πειραιά της 11ης Ιανουαρίου 1944. Οπως προκύπτει από τη μελέτη των φακέλων WO 252/1428-1431, των Βρετανικών Γενικών Αρχείων του Κράτους, οι Βρετανοί είχαν στην κατοχή τους λεπτομερείς και, κατά κανόνα, ακριβείς πληροφορίες για τις συγκοινωνιακές, βιομηχανικές και τηλεπικοινωνιακές υποδομές της ελληνικής επικράτειας και ειδικότερα του Πειραιά που αποτελούσε τη βιομηχανική καρδιά της κατεχόμενης Ελλάδας και τη λιμενική της πύλη. Η σημασία του πειραϊκού λιμένος για τη συντήρηση των κατοχικών δυνάμεων και του ελληνικού πληθυσμού είχε οπωσδήποτε αναβαθμιστεί δεδομένης της αλματώδους αύξησης του εισαγωγικού εμπορίου που διεξαγόταν από αυτόν τα χρόνια εκείνα. Ο Πειραιάς λοιπόν αποτελούσε προφανή στόχο για τη Συμμαχική Αεροπορία και είναι άλλωστε γεγονός ότι στην Κατοχή υπέστη 161 συνολικά Συμμαχικές αεροπορικές επιδρομές, με μικρές, ως επί το πλείστον, υλικές ζημιές και ανθρώπινες απώλειες. Η συνθηκολόγηση όμως της Ιταλίας τον Σεπτέμβριο του 1943 και η παρεπόμενη δυνατότητα Συμμαχικής χρήσης των εγγύτερα ευρισκόμενων νοτιο-ιταλικών αεροδρομίων για βομβαρδισμούς εναντίον της κατεχόμενης Ελλάδας προετοίμασε το έδαφος για την κλιμάκωση της αεροπορικής βίας επ’ αυτής.

Το πρωινό της 11ης Ιανουαρίου 1944 ένας μεγάλος σχηματισμός αμερικανικών βομβαρδιστικών B 17 Flying Fortress που προέρχονταν από την 5η πτέρυγα μάχης της 15ης Αεροπορικής Στρατιάς απογειώθηκε από την ιταλική βάση Φότζια με συνοδεία δικινητήριων μονοθέσιων καταδιωκτικών Lockheed P 38 «Lightning». Ο αμερικανικός σχηματισμός εκμεταλλεύτηκε την πυκνή νέφωση που συνάντησε στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής και προσέγγισε, όχι χωρίς απώλειες λόγω της μειωμένης ορατότητας, τον Πειραιά που χαιρόταν μια πρώιμη αλκυονίδα ημέρα. Μεταξύ 12.35 και 13.43 ο αμερικανικός σχηματισμός βομβάρδισε με σφοδρότητα την πόλη με τουλάχιστον 100 βόμβες, οι μισές εκ των οποίων ισοπέδωσαν το ιστορικό του κέντρο. Την πρωινή αυτή επιδρομή διαδέχτηκαν δύο ακόμα την ίδια μέρα, η πρώτη μεταξύ 19.22 και 21.40 και η δεύτερη μεταξύ 21.57 και 23.15. Οι δύο αυτές επιδρομές πραγματοποιήθηκαν από βρετανικά βομβαρδιστικά, έπληξαν περισσότερους στρατιωτικούς στόχους απ’ ό,τι ο αμερικανικός σχηματισμός το πρωί και ανέκοψαν τις προσπάθειες ανάσυρσης επιζώντων από τα ερείπια που είχε αφήσει ο πρωινός βομβαρδισμός. Το αποτέλεσμα ήταν ότι στον μεγάλο αριθμό των Πειραιωτών που είχαν πεθάνει ακαριαία από τις εμπρηστικές συνέπειες των βομβαρδισμών προστέθηκε κι ένας σημαντικός αριθμός πολιτών που πέθανε από ασφυξία εγκλωβισμένος στα ερείπια.

Οι συνολικές ανθρώπινες απώλειες του αμάχου πληθυσμού είναι δύσκολο να εκτιμηθούν επακριβώς, γιατί τα θύματα του βομβαρδισμού ετάφησαν σε διαφορετικές ημερομηνίες και σε διαφορετικά νεκροταφεία, και γιατί κάποια απ’ αυτά δεν κατέστη δυνατό να ταυτοποιηθούν. Η πλέον αξιόπιστη εκτίμηση ομιλεί για περίπου 700 νεκρούς, αριθμός μεγάλος, που ως ένα βαθμό εξηγείται από το γεγονός ότι ικανός αριθμός Πειραιωτών δεν έσπευσε σε αντιαεροπορικά καταφύγια με το που σύριξε η σχετική σειρήνα, νομίζοντας ότι επρόκειτο για άλλη μία δοκιμή της σαν κι αυτή που είχε προηγηθεί νωρίτερα το ίδιο πρωινό. Οι αρνητικές συνέπειες του Συμμαχικού βομβαρδισμού του Πειραιά δεν εξαντλούνται στα ανθρώπινα θύματα και στο ισοπεδωμένο ιστορικό του κέντρο. Η απορφάνιση της πόλης από το δυναμικότερο ποιοτικά και σημαντικό αριθμητικά τμήμα του πληθυσμού της, που κατέφυγε στην ασφάλεια της Αθήνας που είχε κηρυχθεί ανοχύρωτη πόλη, είχε ευρύτερες οικονομικές συνέπειες για την κατεχόμενη Ελλάδα και τους Γερμανούς κατακτητές. Η μετέπειτα και επί μακρόν υπολειτουργία της βιομηχανικής και λιμενικής καρδιάς της χώρας -παρά τα πλείστα σχετικά αποτρεπτικά διοικητικά μέτρα που έλαβαν οι κατοχικές αρχές- και η παρεπόμενη εκτίναξη του, ούτως ή άλλως, υψηλού πληθωρισμού επιβεβαίωσαν την αποτελεσματικότητα της Συμμαχικής επιδρομής. Το ότι ελάχιστες απώλειες υπέστησαν τα γερμανοϊταλικά στρατεύματα, αλλά και τα γερμανικά καταδιωκτικά, που άλλωστε δεν έδειξαν ιδιαίτερη μαχητικότητα εναντίον των Συμμαχικών σχηματισμών, πειθαρχώντας μάλλον στις γενικές οδηγίες του Goering, δεν αναιρεί την αποτελεσματικότητα της Συμμαχικής επιχείρησης κατά του Πειραιά.

Ο Συμμαχικός βομβαρδισμός του Πειραιά υπήρξε επίσης σημαντικός γιατί ενεργοποιήθηκε, για μία ακόμη φορά, η εθνική αλληλεγγύη μέσα από τις φιλανθρωπικές δραστηριότητες πλειάδας οργανώσεων υπέρ των βομβόπληκτων του Πειραιά και γιατί έπεσε και πάλι στο κενό η γερμανική προπαγάνδα εναντίον των Συμμάχων που επιχείρησε με πλείστους τρόπους να εκμεταλλευθεί πολιτικά την περίσταση. Θα ήταν όμως ιστορικά άσκοπο να μην επισημανθούν οι λεηλασίες που ακολούθησαν τον Συμμαχικό βομβαρδισμό στον Πειραιά, η απροθυμία αστικών αθηναϊκών οικογενειών να φιλοξενήσουν στις ευρύχωρες οικείες των βομβόπληκτους του Πειραιά, αλλά και η κερδοσκοπία που ανέπτυξαν ορισμένοι μεταφορείς της εποχής σε βάρος πανικόβλητων ή τραυματιών Πειραιωτών που επιδίωκαν την τάχιστη μεταφορά τους στην Αθήνα. Η Ελλάδα της Κατοχής, όπως και η Ελλάδα του σήμερα, είχε κι αυτή τη δική της, σκοτεινή πλευρά.

* Ο δρ Ζήσης Φωτάκης είναι λέκτορας Ναυτικής Ιστορίας στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή