Το «μυαλό» του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου

Το «μυαλό» του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου

7' 6" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

«Η μπάλα γλύφει τα παπούτσια του, σαν υπάκουο κουτάβι». Η φράση αυτή προέρχεται από τον σπουδαίο Βραζιλιάνο συγγραφέα, Νέλσον Ροντρίγκες, και αναφέρεται σε έναν από τους μεγαλύτερους ποδοσφαιριστές που γέννησε η πατρίδα του. Δεν πρόκειται ούτε για τον Πελέ ούτε για τον Βάβα ούτε για τον Σόκρατες ούτε για τον Ζίκο ούτε για τον Τοστάο ούτε για τον Γκαρίντσα ούτε για κάποιον από τους μεταγενέστερους, όπως ο Ρονάλντο ή ο Ριβάλντο. Ο θαυμασμός του Ροντρίγκες προήλθε από τις ικανότητες του Βαλντίρ Περέιρα, ή αλλιώς Ντίντι.

Το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο έχει δημιουργήσει δεκάδες γητευτές της μπάλας. Ο Ντίντι μπορεί να κρύφτηκε στη σκιά του σπουδαίου Πελέ, αλλά στη συνείδηση των οπαδών των «καριόκας» παραμένει ένας θρύλος. Η ζωή του, οι περιπέτειές του, οι επιλογές του και κυρίως το ατόφιο ποδοσφαιρικό του ταλέντο, τον τοποθετούν ανάμεσα στους κορυφαίους όλων των εποχών, έστω και αν η λάμψη του θαμπώνει από άλλους πολυδιαφημισμένους αστέρες του ποδοσφαίρου.

Ο Ντίντι χρωστάει μέρος του ταλέντου του σε ένα απρόβλεπτο καπρίτσιο της μοίρας. Στα 14 του ένας σοβαρότατος τραυματισμός στον αστράγαλο θα τον καθηλώσει σε αναπηρικό καροτσάκι για έξι μήνες, με τους γιατρούς να επιμένουν για τον ακρωτηριασμό του ποδιού του! Τόσο ο ίδιος, όσο και η οικογένειά του, όμως, αρνήθηκαν κατηγορηματικά αυτό το ενδεχόμενο. Αφού κατάφερε να σταθεί στα πόδια του, δεν θα μπορούσε να μην ξαναπατήσει στο ποδοσφαιρικό χορτάρι. Με μια διαφορά όμως. Το ελάττωμά του τον ανάγκαζε να διαφοροποιήσει τον τρόπο παιχνιδιού του και να βρει εναλλακτικές λύσεις για να σταθεί επάξια στα γήπεδα. Ο τρόπος δεν άργησε να βρεθεί. Ονομάστηκε «φόλια σέκα», δηλαδή «ξερό φύλλο» και είναι πλέον γνωστό ως… φαλτσαριστό σουτ. Ο Ντίντι τελειοποίησε τις στημένες φάσεις του, βρήκε τον τρόπο να βάζει το κατάλληλο φάλτσο και προκαλούσε τον τρόμο σε κάθε τερματοφύλακα της εποχής ο οποίος δεν μπορούσε να υπολογίσει την… αλλοπρόσαλλη πορεία της μπάλας.

Ο μύθος θέλει τον Ντίντι να «ανακαλύπτει» το φάλτσο, όντας στο αναπηρικό καροτσάκι και παίζοντας με μία μπάλα την οποία έστελνε από τα πόδια στο κεφάλι του.

Ηταν μέλος της εθνικής Βραζιλίας από το 1952, ωστόσο στο παγκόσμιο κύπελλο του 1958 στη Σουηδία έκανε περισσότερο αισθητή την παρουσία του. Ο 18χρονος Πελέ μπορεί να ήταν η «ατραξιόν» της ομάδας, αλλά το «μυαλό» της ήταν ο Ντίντι. Ηταν αυτός που είχε την ικανότητα να εκμεταλλεύεται στο έπακρο τους επίσης σπουδαίους συμπαίκτες του όπως ήταν και ο Γκαρίντσα με τον Βάβα. Το σκηνικό επαναλήφθηκε και τέσσερα χρόνια αργότερα στη Χιλή, με τον 34χρονο Ντίντι να στέκεται ξανά ως κορυφαίος μεταξύ κορυφαίων.

Το 1958 ήταν η χρονιά που η Βραζιλία ξόρκισε τα φαντάσματα του 1950, όταν είχε χάσει το τρόπαιο του παγκοσμίου κυπέλλου μέσα στο Μαρακανά από την Ουρουγουάη. Εκείνο το αποτέλεσμα είχε τραγικά επακόλουθα για τη χώρα, αφού σημειώθηκαν ακόμη και αυτοκτονίες απογοητευμένων Βραζιλιάνων φιλάθλων. Στον τελικό του Μουντιάλ της Σουηδίας, η Βραζιλία βρέθηκε να χάνει νωρίς με 1-0 από την οικοδέσποινα χώρα και προς στιγμή ξύπνησαν οι άσχημες μνήμες του παρελθόντος. Σύμφωνα με μαρτυρίες Βραζιλιάνων παικτών εκείνης της εποχής, ο άνθρωπος που ανέλαβε τον ρόλο του εμψυχωτή και τους εμπόδισε να καταρρεύσουν, ήταν ο Ντίντι.

Ο Βαλντίρ Περέιρα, μέχρι τα 20 του χρόνια ήταν ένας γυρολόγος μικρών βραζιλιάνικων ομάδων. Εκείνη την περίοδο, όμως, με τη φανέλα της Μαντουρέιρα αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος του Ρίο και προξένησε το ενδιαφέρον της μεγάλης Φλουμινένσε, η οποία δεν έχασε την ευκαιρία και τον ενέταξε άμεσα στο δυναμικό της.

Στην καριέρα του και στη ζωή του δεν γνώρισε και λίγες δυσκολίες. Εκτός από την περιπέτεια στα 14 του, η ζωή του στιγματίστηκε από προσωπικά σκάνδαλα και περίεργες ιστορίες συνωμοσίας…

Επιτυχημένος προπονητής

Ο Ντίντι, αφού εγκατέλειψε την ενεργό δράση, παρέμεινε στον χώρο του ποδοσφαίρου, αναλαμβάνοντας ρόλο προπονητή. Αρχικά ανέλαβε την ομάδα του Περού, Σπόρτινγκ Κριστάλ, και στη συνέχεια την εθνική ομάδα του Περού την οποία οδήγησε στο παγκόσμιο κύπελλο του 1970 στο Μεξικό.

Στους προημιτελικούς βρήκε μπροστά του την ασταμάτητη Βραζιλία με το εμπόδιο της πατρίδας του να αποδεικνύεται αξεπέραστο. Η ήττα με 4-2 δεν εξέπληξε κανέναν.

Το 1971 ανέλαβε τη Ρίβερ Πλέιτ στην Αργεντινή και έναν χρόνο αργότερα, βρέθηκε ξανά στην Ευρώπη. Αποδέχθηκε την πρόταση της τουρκικής Φενέρμπαχτσε με την οποία κατέκτησε δύο πρωταθλήματα, δημιουργώντας ένα πολύ δυνατό σύνολο.

Το 1975 αποφάσισε να τραβήξει μια μαύρη γραμμή στις έντονες διαμάχες του παρελθόντος και επέστρεψε στην ομάδα που τον ανέδειξε. Οι εποχές είχαν αλλάξει και η Φλουμινένσε τον καλωσόρισε στον πάγκο της. Στη συνέχεια κάθισε και σε αυτόν της Μποταφόγκο. Εξακολούθησε να εργάζεται ως προπονητής μέχρι το 1986 και συνέχισε τη ζωή του αθόρυβα ώς τα γεράματά του. Ο Ντίντι με την Γκιομάρ έμειναν μαζί για την υπόλοιπη ζωή τους, απέκτησαν μία κόρη, πέθαναν με διαφορά λίγων μηνών και θάφτηκαν στο ίδιο μέρος.

«Ηταν έξυπνος και σοφός όσο λίγοι. Ολοι ήξεραν τον Ντίντι ως ποδοσφαιριστή, εγώ τον ήξερα ως έναν υπέροχο άνθρωπο», αρκέστηκε να πει ο άλλοτε συμπαίκτης του στην Μποταφόγκο και την εθνική, Νίλτον Σάντος, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό του.

Το «διαζύγιο» με τη Φλουμινένσε και η νέα ζωή

Ο Ντίντι ήταν ένα «ατόφιο» δεκάρι. Ενας μπαλαδόρος που ομόρφυνε το ποδόσφαιρο. Από το 1949 έως το 1956 έκανε σπουδαία καριέρα στη Φλουμινένσε και η μεταγραφή του στην Μποταφόγκο προκάλεσε πολλά ερωτήματα. Τα προβλήματα με τον προπονητή του, Ζεζέ Μορέιρα, αλλά και μια προσωπική ιστορία ήταν οι λόγοι που οδήγησαν τον Ντίντι στην πόρτα της εξόδου από μία ομάδα στην οποία είχε γίνει σύμβολο.

Ο Μορέιρα είχε κατηγορηθεί πως δεν εκμεταλλευόταν σωστά τον Ντίντι, ο οποίος είχε εντολές να τρέχει ακατάπαυστα στο γήπεδο, να μαρκάρει, να επιστρέφει στην άμυνα. Το αποτέλεσμα ήταν να «αδειάζει» από δυνάμεις και να μην μπορεί να δημιουργήσει σωστά το επιθετικό παιχνίδι της ομάδας του. Οι σχέσεις του παίκτη με τον προπονητή δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές και η ρήξη δεν άργησε να έρθει εξαιτίας ενός ροζ… σκανδάλου.

Το 1950 ο Ντίντι, όντας παντρεμένος και πατέρας μιας κόρης, γνωρίζει την αρτίστα, Μπατίστα Γκιομάρ, η οποία ήταν η μούσα του μεγάλου Βραζιλιάνου μουσικού, Αρι Μπαρόσο. Οταν αποφασίζει να εγκαταλείψει τη σύζυγό του και να ζήσει με την Γκιομάρ, βρήκε απέναντί του την… ομάδα του. Οι άνθρωποι της Φλουμινένσε επιθυμούσαν απόλυτη πειθαρχία σε όλα τα επίπεδα από τους παίκτες και επέβαλαν πρόστιμο στον Ντίντι, κόβοντας ένα μέρος του μισθού του και δίνοντάς το στην πρώην γυναίκα του! Ο Ντίντι δεν μπορούσε να αποδεχθεί αυτή τη συμπεριφορά και εξέφρασε την επιθυμία να εγκαταλείψει άμεσα τον σύλλογο. Από την πλευρά τους οι άνθρωποι της Φλουμινένσε ήθελαν να… απαλλαγούν από το «κακό παράδειγμα» και τον πούλησαν το 1956 όσο – όσο στην Μποταφόγκο. Μία νέα σελίδα μόλις άνοιγε στη ζωή του.

Η μετακίνηση αυτή έγινε ακόμη και πρώτο θέμα στο αμερικανικό περιοδικό «Sports illustrated» (μετρούσε δύο χρόνια ζωής) το οποίο έκανε ιδιαίτερη μνεία στον τρόπο που η Φλουμινένσε επιβάλει «Πειθαρχία πάνω από τα αστέρια». Μακριά από αγωνιστικούς και εξωγηπεδικούς περιορισμούς και με μια νέα προσωπική ζωή, ο Ντίντι βρήκε και πάλι το απαιτούμενο κίνητρο να παίξει το καλό ποδόσφαιρο για το οποίο ήταν φτιαγμένος.

Τα αγωνιστικά του κατορθώματα στα βραζιλιάνικα γήπεδα αλλά και σε αυτά της Σουηδίας στο παγκόσμιο κύπελλο του 1958 προσέλκυσαν το ενδιαφέρον της Ρεάλ Μαδρίτης η οποία τον αγόρασε από την Μποταφόγκο και τον τοποθέτησε δίπλα στους Αλφρέδο Ντι Στέφανο και Φέρεντς Πούσκας. Η «Βασίλισσα της Ευρώπης» εκείνη την εποχή δημιουργούσε τον μύθο της και ο Ντίντι φάνταζε ως ένα ιδανικό κομμάτι του παζλ. Ωστόσο, ο Βραζιλιάνος, δεν «έδεσε» ποτέ σε αυτή την περίφημη τριάδα με τις φήμες να θέλουν τους Ντι Στέφανο και Πούσκας να σαμποτάρουν τον συμπαίκτη τους. Λέγεται, ότι ειδικά ο Ντι Στέφανο δεν έβλεπε με καλό μάτι την παρουσία ενός ακόμη Λατινοαμερικάνου αστέρα στην ομάδα ο οποίος μάλιστα έπαιζε στην ίδια θέση με εκείνον. Βέβαια, υπάρχει και η άλλη άποψη που θέλει τον Ντίντι να είναι υπερβολικά αδύναμος για το ισπανικό και κατ’ επέκταση το ευρωπαϊκό στυλ παιχνιδιού και χωρίς μεγάλες αντοχές.

Πάντως, σε 19 εμφανίσεις πρόλαβε να σκοράρει 6 φορές (εκμεταλλευόμενος κυρίως τα χτυπήματα φάουλ) και να κατακτήσει το Κύπελλο πρωταθλητριών το 1960. Ο Ντίντι στη Ρεάλ Μαδρίτης είχε και έναν άλλον ρόλο, αυτόν του διαμεσολαβητή στην προσπάθεια των Ισπανών να πάρουν στην ομάδα τους και τον Πελέ, ο οποίος τότε είχε εντυπωσιάσει με την απόδοσή του στα γήπεδα της Σουηδίας.

Εναν χρόνο μετά, και μετά πιέσεις της Γκιομάρ η οποία δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στην Ισπανία, επέστρεψε στη Βραζιλία. Στα 32 του βρήκε ξανά «λιμάνι» στην Μποταφόγκο στην οποία συνέχισε τη λαμπρή καριέρα του για ακόμη πέντε χρόνια. Οταν το 1965 έφυγε από την Μποταφόγκο, εξακολούθησε να παίζει σε υψηλό επίπεδο πρώτα στη Βερακρούζ στο Μεξικό και στη συνέχεια στην βραζιλιάνικη Σάο Πάολο, ακολουθώντας πιστά το ρητό του: «Η μπάλα πρέπει να τρέχει στο γήπεδο, όχι ο παίκτης».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή