Δεν αντέχεται η καθημερινή χωματίλα

Δεν αντέχεται η καθημερινή χωματίλα

6' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Για την ίδια, η ενασχόλησή της με τον κινηματογράφο υπήρξε δευτερεύουσα σε σχέση με το θέατρο. Ωστόσο, το σινεμά και οι θεατές του έχουν αγαπήσει το πρόσωπο της Ολιας Λαζαρίδου στη μεγάλη οθόνη και κάθε της επανεμφάνιση σ’ αυτή είναι σημαντική. Στον «Παράδεισο» του Παναγιώτη Φαφούτη υποδύεται τη Βίκυ, μια γυναίκα που έχει χωρίσει, αλλά ο άντρας της (στον ρόλο ο Ερρίκος Λίτσης) αρνείται να παραδεχτεί τον χωρισμό. Στο πατρινό καρναβάλι, που διαδραματίζονται τέσσερις παράλληλες ιστορίες, η έννοια του παραδείσου έχει μια ειρωνεία για τις αστοχίες που συναντούν στη ζωή τους οι ήρωες. Στην πραγματική ζωή ο παράδεισος μπορεί απλώς να μην υπάρχει ή να πρέπει να τον εφεύρουμε, όπως πρέπει να εφεύρουμε κάθε τι που να δίνει ώθηση στη ζωή μας, σύμφωνα με την Ολια Λαζαρίδου.

– Τι ελκυστικό είχε για εσάς η Βίκυ; Στην ταινία τραγουδάτε!

– Ηταν αλμοδοβαρικής προέλευσης. Ηταν κωμικός ρόλος, αλλά με τον τρόπο που είναι κωμικοί οι χαρακτήρες στις ταινίες του Αλμοδόβαρ, που είναι ταυτόχρονα και τραγικοί. Αυτό μου άρεσε. Πασχάλη τραγουδάω! Θέλω πάρα πολύ να τραγουδάω, μου αρέσει τρομερά. Οχι ότι έχω καμιά φοβερή φωνή. Σκέφτηκα όμως ότι θα το πω θεατρικά, σαν τη Ζαν Μορό στο «Jules et Jim», και το τραγούδι προσφέρεται για τέτοια ερμηνεία. Το διασκέδασα τρομερά. Τραγουδούσα συνέχεια, σε σημείο να μου πούνε, «φτάνει, σταμάτα!». Τραγουδάω εναντίον όλων!

– Εμπιστευτήκατε τον Παναγιώτη Φαφούτη, έναν νέο σκηνοθέτη.

– Αισθάνθηκα ότι επικοινωνήσαμε χωρίς πολλά λόγια. Η πραγματική επικοινωνία αυτό είναι. Κατάλαβα τι ήθελε. Ηθελε να υπάρχει αυτό που υπάρχει και στη ζωή. Οτι δηλαδή τα πράγματα είναι και κωμικά και τραγικά, ότι νομίζεις ότι πάνε κάπου και τελικά πηγαίνουν κάπου αλλού… να υπάρχει αυτή η γλυκιά σύγχυση που έχει και η ζωή. Συνήθως μού προτείνουν πιο δραματικούς ρόλους. Ομως, εγώ είμαι κλόουν. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Απλώς ο Παναγιώτης το κατάλαβε. Εγώ εμπιστεύομαι γενικότερα. Μέσα στη δουλειά μας ενυπάρχει αυτό το πράγμα. Δίνεσαι, σου δίνεται και ο σκηνοθέτης και μετά του δίνεις πίσω κάτι καλύτερο από εκείνο που είχε φανταστεί. Είναι μια ιστορία εμπιστοσύνης. Χωρίς αυτό δεν γίνεται, δεν υπάρχει συνεργασία. Ο ηθοποιός, όση πείρα και να έχει, είναι σαν παιδί. Είναι αυτό που λένε τα παιδιά «πες μου τι θέλεις να κάνω;». Στη δημιουργικότητα, κάτω από το κουλτουριάρικο επίστρωμα, πάντα υπάρχει ένα παιδί που παίζει.

– Τι πρέπει να έχει κάποιος για να τον εμπιστευτείτε;

– Οσο και να είμαι τεμπέλα και στην πορεία να μου βγαίνουν αντιστάσεις, πάντα στην αρχή έχω αυτό που λέω «πάρε με και κάνε με κάτι». Αυτό είναι ο ηθοποιός. Είναι μια στάση, όχι ένας απλός ενθουσιασμός. Είναι διαφορετικό πράγμα. Είναι πιο βαθύ πράγμα όταν είναι μια στάση. Αν δεν κερδίσω με κάποιο τρόπο αυτό το συναίσθημα μέσα στη μέρα μου, ειλικρινά, είμαι από τους τύπους που δεν έχω λόγο να σηκωθώ από την καρέκλα. Εχω ανάγκη το νόημα. Και αν δεν υπάρχει, ψάχνω και το εφευρίσκω. Το νόημα υπάρχει. Είμαστε όμως τεμπέληδες και δεν το ψάχνουμε.

– Πώς το ψάχνει ή πώς το εφευρίσκει κανείς;

– Για να το βλέπεις, χρειάζεται να αλλάζεις οπτική γωνία. Επειδή μεγαλώνοντας συχνά παγώνουμε σε μια οπτική, μικραίνει αυτό που βλέπουμε. Καμιά φορά χρειάζεται να τα αλλάξουμε όλα. Για παράδειγμα, τώρα που υπάρχει αυτή η κατάσταση, ακόμη κι έτσι, θα ευτυχήσω. Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει αλλιώς. Δεν γίνεται να εισπράξω την περιρρέουσα μιζέρια. Θα ζήσω καλά. Θα περιμένω να δω πού θα κάτσει η μπίλια, γιατί αυτή τη στιγμή κανείς μας δεν ξέρει πού θα κάτσει τελικά και όταν θα το δω, θα σκεφτώ και θα πω ότι έχω αυτές τις δυνατότητες, αυτές τις επιθυμίες, αυτές τις υποχρεώσεις και θα αναδιοργανώσω τη ζωή μου με βάση τα καινούργια δεδομένα, με έναν τρόπο που θα έχει ποιότητα και βάθος και ουσία. Δεν θα καθίσω να φάω τη χλαπάτσα που σου πετάνε οι άλλοι στη μούρη. Οχι.

– Είναι όμως εύκολο να εφευρίσκεις τις νέες οπτικές γωνίες;

– Το άλλο είναι εύκολο, να ζεις χωρίς νόημα; Εγώ θεωρώ ότι αυτό είναι το φρικτό. Πραγματικά, απορώ πώς αντέχεται η επανάληψη της καθημερινής χωματίλας. Αντέχεται; Πρέπει να είσαι δημιουργικός με τα πράγματα της ζωής. Πώς παίζει κανείς με μια πλαστελίνη; Ετσι πρέπει κανείς να παίζει με τη ζωή, γιατί διαφορετικά παγώνεις σε μια στάση, σε μια θέση, σε μια εικόνα και δεν βγαίνει η ζωή. Δεν χρειάζεται κάποιος να ψάχνει νέα πράγματα. Το μυστικό είναι να βλέπει τα ίδια με άλλη ματιά. Η ζωή δεν είναι αυτό που νομίζουμε, ότι είναι ποικίλη και με τρομερά ξαφνιάσματα. Η ζωή είναι επαναλαμβανόμενη και στερεότυπη. Τη δική μας ματιά περιμένει για να τη φρεσκάρουμε. Η ζωή είναι πολύ στενή. Αυτό που νομίζαμε μικροί, ότι η ζωή είναι κάτι πολύ χάι… δεν είναι! Εγώ το έχω καταλάβει! Αν δεν σπρώξεις λίγο, σε τρώει ο νόμος της βαρύτητας. Τα πράγματα περιμένουν από εμάς.

– Είναι πολύ θετική η στάση που κρατάτε.

– Δεν είναι για να πω ωραία λόγια. Απλώς αισθάνομαι τώρα περισσότερο από ποτέ επιτακτική την ανάγκη να κρατηθεί κανείς απ’ ό,τι μπορεί να τον κρατήσει. Εμένα μπορεί να με κρατήσει το νόημα, το πνεύμα, η ομορφιά, διάφοροι αόρατοι άνθρωποι που πέρασαν και είχαν έρωτα για τη χώρα μας, για τον τόπο, για τη ζωή… Είναι επιτακτική η ανάγκη γι’ αυτό, γιατί πώς αλλιώς μπορεί κανείς να αντιμετωπίσει αυτήν τη λαίλαπα; Και πώς αλλιώς θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε και κάποιον άλλο; Εξαναγκαστικά και έχοντας κατάθλιψη; Αυτά τα πράγματα γίνονται από το περίσσευμα. Το να βοηθήσεις δεν γίνεται από το υστέρημα. Οπότε πρέπει να έχουμε ψυχικό περίσσευμα. Αγωνιζόμαστε να το ανακαλύψουμε μέσα μας και γύρω μας.

Είναι θέμα οπτικής

– Ο τίτλος της ταινίας, ο «Παράδεισος», φαίνεται ειρωνικός.

– Ο Παναγιώτης έχει πολύ λεπτό χιούμορ και ο τίτλος είναι πραγματικά ειρωνικός. Ο παράδεισός του είναι σαν να σου κλείνει το μάτι. Είναι αυτό που λέμε παράδεισος στη θέση του παραδείσου, αλλά στην πραγματικότητα είναι και η κόλασή μας. Το βλέπει με μια τρυφερότητα.

– Πόσο εύκολο είναι να βρει κανείς τον δικό του;

– Ε δεν υπάρχει παράδεισος σ’ αυτή τη ζωή. Στην άλλη και βλέπουμε! Εδώ σίγουρα δεν υπάρχει (σκασμένη στα γέλια). Πόσων χρόνων είστε; (σ.σ.: απαντάω σαράντα). Καλά… σε πέντε – έξι χρόνια θα το καταλάβετε! Χάζευα στο Ιντερνετ και είδα έναν πίνακα του Βαν Γκογκ, τις «Αμυγδαλιές». Πολλοί έχουν δει τις αμυγδαλιές, όμως κάποιος τις είδε έτσι, μ’ αυτό το φως. Είναι θέμα οπτικής γωνίας.

Για μένα ο κύριος χώρος έκφρασης ήταν το θέατρο

– Στη δεκαετία του ’80 υπήρξατε το πιο χαρακτηριστικό πρόσωπο του ελληνικού κινηματογράφου.

– Ε, και τι να πούμε γι’ αυτό; Επαιξα σε μερικές ταινίες, κάποιες πολύ λίγες ήταν καλές, οι άλλες ήταν αυτό που έλεγε ο Σαββόπουλος ότι ρίξαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά. Δεν ήταν καλό το σινεμά τότε. Κάποιοι έκαναν πολύ ωραίες ταινίες, όμως η γενική κατάσταση ήταν άχαρη.

– Σήμερα είναι καλύτερο το ελληνικό σινεμά;

– Είναι πιο ώριμο. Ομως, τώρα που ωρίμασε χάσαμε τις οικονομικές συνθήκες για να γίνονται ταινίες. Το σινεμά έχει να κάνει και με την τεχνολογία. Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια μάθαμε και το know how. Ιδέες πάντα υπήρχαν, όμως παλιότερα ήταν σαν να μην ξέραμε πώς γράφεται ένα σενάριο, ποια είναι η οικονομία του μοντάζ. Αυτό το μάθαμε. Τι θα το κάνουμε είναι το πρόβλημα.

Δεν το αγάπησα

– Τον αφήσατε όμως τον κινηματογράφο.

– Εγώ δεν το αγάπησα το σινεμά. Μάλλον να το διατυπώσω διαφορετικά. Ποτέ δεν θεώρησα ότι ο κινηματογράφος ήταν η κύρια δουλειά μου. Η δουλειά μου ήταν το θέατρο και έκανα και κάποιες ταινίες. Για τον Αντώνη τον Καφετζόπουλο για παράδειγμα, που κάναμε μαζί τότε τις ταινίες, ο κινηματογράφος ήταν ο κύριός του χώρος. Για μένα ο κύριος χώρος, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια από την πορεία μου, ήταν το θέατρο.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή