Αντίο σε ένα μεγάλο Ελληνα

3' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εφυγε από τη ζωή τα ξημερώματα της τελευταίας Πέμπτης του Μαρτίου ο κατάσκοπος που πέρασε 30 χρόνια στις φυλακές του Ενβέρ Χότζα. Ο 87χρονος Βορειοηπειρώτης Λουκάς Χρηστίδης, ύστερα από τρεις δεκαετίες κακουχίας και θυσίας για την πατρίδα και δεκαπέντε χρόνια σε ένα μικρό δωμάτιο στο Θεραπευτήριο Χρόνιων Παθήσεων στην Ηγουμενίτσα, άφησε την τελευταία του πνοή χτυπημένος από τον καρκίνο, έχοντας ευτυχώς προλάβει να απολαύσει για μερικά χρόνια το μοναδικό πράγμα που σκέφτηκε ποτέ να ζητήσει από το ελληνικό κράτος: να του απονεμηθεί ελληνική υπηκοότητα και να ορκιστεί Ελληνας πολίτης.  

Το ραντεβού είχε κλειστεί για τις 31 Οκτωβρίου 2009 στις εννιά  το πρωί ακριβώς. Με είχε παρακαλέσει πολλές φορές να μην αργήσω. Οταν έφτασα μισή ώρα νωρίτερα, αυτός ήταν ήδη εκεί, στην πύλη του γηροκομείου και με περίμενε. Δεν είχε κοιμηθεί το προηγούμενο βράδυ, είχε άγχος μήπως κάτι πήγαινε στραβά. Και όχι άδικα, τα τελευταία 20 χρόνια, από τότε δηλαδή που έκανε την πρώτη αίτηση για την ελληνική ιθαγένεια, είχε συνηθίσει να ακούει ένα σωρό δικαιολογίες και να λαμβάνει συνεχώς αρνητικές απαντήσεις.

Περιμένοντας το αυτοκίνητο για την εκδήλωση, ήταν λιγομίλητος. «Ετσι είναι πάντα!» μου είπαν οι νοσοκόμες. «Του έχει μείνει από τις φυλακές! Είκοσι οκτώ ολόκληρα χρόνια για κατασκοπεία». Ο ίδιος σπάνια μιλούσε για τη ζωή του, πέρασαν μήνες μέχρι να μου πει τα πραγματικά περιστατικά που τον οδήγησαν στις αλβανικές φυλακές και λίγο έλειψαν να του κοστίσουν την ίδια του τη ζωή.

Σε αποστολή

Η ιστορία που τελικά μου διηγήθηκε, συμπτωματικά ξεκινάει στο γηροκομείο όπου ζούσε μόνος τα τελευταία χρόνια. Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60 ο Λουκάς, με καταγωγή από το ελληνόφωνο χωριό Δρυμάδες του αλβανικού νότου, δουλεύει εργάτης στην οικοδομή του ιδρύματος που τότε χτιζόταν στην Ηγουμενίτσα. Λίγα μέτρα πιο κάτω ήταν και το σπίτι που είχε φτιάξει με τη γυναίκα του τη Μαρία, εκεί έμεναν με τα τρία τους παιδιά. Χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, στην Κούβα, με τον Κόλπο των Χοίρων και κατόπιν με την απόπειρα εγκατάστασης ρωσικών πυραύλων στο νησί, η Αμερική φτάνει ένα βήμα πριν από τον πόλεμο με τη Ρωσία. Στο περιθώριο του Ψυχρού Πολέμου η Αλβανία του Χότζα παραμένει για τους Δυτικούς συμμάχους ένα απροσπέλαστο εμπόδιο στα σχέδιά τους.  

Τότε είναι που οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες στήνουν ολόκληρα δίκτυα κατασκόπων με έναν και μόνο σκοπό: τη διείσδυση στη γειτονική χώρα. Πίσω από κλειστές πόρτες, ο Λουκάς ακούει ολοένα και περισσότερους συμπατριώτες του να ψιθυρίζουν. Μέχρι που ένας από αυτούς, θα φτάσει και σ’ αυτόν: του προτείνει να πάει κατάσκοπος στην Αλβανία, αυτός δέχεται και σύντομα βρίσκεται μαζί με δύο ακόμη άνδρες, να περνάνε πεζοί και οπλισμένοι τα σύνορα. Εκεί συναντάνε τον πληροφοριοδότη τους, ολοκληρώνουν την αποστολή και παίρνουν τον δρόμο της επιστροφής.

Κάπου στη διαδρομή όμως ο Λουκάς γλιστράει, πέφτει σε μια χαράδρα και χάνει τις αισθήσεις του. Οι συνοδοιπόροι του, θεωρώντας πως έχει σκοτωθεί, τον εγκαταλείπουν. Επειτα από ώρες συνέρχεται, μαζεύει τις δυνάμεις του, και περιπλανιέται προσπαθώντας να βρει τον δρόμο για τα ελληνοαλβανικά σύνορα. Ο ήχος μια καμπάνας τον παραπλανά και θεωρώντας πως μπαίνει σε ελληνικό χωριό βρίσκεται στην πλατεία του αλβανικού χωριού Ντριάντασι.

Ο οπλισμός του τον προδίδει και ύστερα από μέρες ανάκρισης οδηγείται στις φυλακές για κατασκοπεία. Βασανιστήρια, ολόκληρες εβδομάδες στην απομόνωση, και άγριες συνθήκες σε στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας. Για 28 ολόκληρα χρόνια έκανε υπομονή, η μόνη σκέψη που τον κρατούσε ήταν πως κάποια ημέρα θα βρισκόταν και πάλι σπίτι του.

Η επιστροφή

Η επιστροφή όμως τον Σεπτέμβριο του 1990 δεν ήταν όπως την είχε φανταστεί. Η οικογένειά του, οι φίλοι του ακόμα και η πόλη του είχαν αλλάξει. Απομονώνεται και βρίσκει καταφύγιο στο γηροκομείο, μοναδική του ενασχόληση ένα μικρό μποστάνι αλλά βασικά ο απίστευτος γραφειοκρατικός αγώνας απέναντι σε ένα κράτος που για είκοσι χρόνια αρνιόταν πεισματικά να του αναγνωρίσει το αυτονόητο: ότι ήταν Ελληνας.  

Ευτυχώς, με τη βοήθεια του Συνηγόρου του Πολίτη, το πρωί του Σαββάτου 31 Οκτωβρίου του 2009,  ο Λουκάς Χρηστίδης έφτασε στο κτίριο της Περιφέρειας. Εκεί, σε μια άδεια αίθουσα, απήγγειλε συγκινημένος τον όρκο του Ελληνα πολίτη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή