Σταυρώσεις δίχως ανάσταση

3' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΑΘΟΛ ΦΟΥΓΚΑΡΝΤ

Χαίρετε κι αντίο

σκηνοθ.: Αλέξης Ρίγλης

θέατρο: 104

ΛΟΥΙ ΦΕΡΝΤΙΝΑΝ ΣΕΛΙΝ

Ταξίδι στην άκρη της νύχτας

σκηνοθ.: Κωνσταντίνος Χατζής

θέατρο: Προσωρινός

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΧΑΤΖΗΣ

Julius

σκηνοθ.: Κωνσταντίνος Χατζής

θέατρο: Προσωρινός

Θέλω να φαντάζομαι πως το 1932, την ώρα που ο Λουί Φερντινάν Σελίν ολοκλήρωνε στη Γαλλία το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας» του, στη Νότια Αφρική γεννιόταν ο Αθολ Φούγκαρντ (11/6/1932).

Σε όμοια μαύρο σκηνικό, με τρεις μέρες απόσταση, είδα δύο έργα για τον αδιέξοδο ζόφο της ζωής των ανθρώπων.

Στη νέα στέγη του 104 στον Κεραμεικό, οι νέες ομάδες πάνε κι έρχονται. Δύο ηθοποιοί –της νέας γενιάς των ξεχωριστών–, η Σοφιάννα Θεοφάνους και ο Μιλτιάδης Φιορέντζης, δίνουν για λίγες εβδομάδες ακόμη μια πολύ δυνατή εκδοχή του «Χαίρετε και αντίο», γνέφοντάς μας με νόημα από τα σλαμς των λευκών του Πορτ Ελίζαμπεθ, 48 χρόνια πριν. Η σκηνοθεσία και η μετάφραση είναι του Αλέξη Ρίγλη.

Τα αδέλφια Εστερ και Τζόνι, απόκληροι λευκοί Νοτιοαφρικανοί, συναντιούνται στο εξαθλιωμένο πατρικό τους χρόνια μετά τη φυγή της Εστερ από αυτό. Ο μοναχικός και διαταραγμένος (;) Τζόνι κρύβει τον πρόσφατο θάνατο του ανάπηρου πατέρα τους, η φροντίδα του οποίου ήταν, για την αποτυχημένη και ανεπάγγελτη ζωή του, ένα υπαρξιακό άλλοθι. Η Εστερ, που η ανεργία και η φτώχεια την εξαναγκάζουν να εκδίδεται, έχει έρθει για να διεκδικήσει μερίδιο από την αποζημίωση για το εργατικό ατύχημα που σακάτεψε τον πατέρα της. Ο Τζόνι τής αποσπά την υπόσχεση να φύγει μόλις βρει τα χρήματα και γι’ αυτό της κουβαλάει κάθε χαρτόκουτο που υπάρχει στο σπίτι, να το ψάξει. Το θλιβερό τοπίο των άχρηστων ρούχων κι αντικειμένων του παρελθόντος, οι σαπισμένες μνήμες και μυρωδιές που γεμίζουν σιγά-σιγά τη σκηνή διώχνουν άπραγη την Εστερ και αφήνουν δίχως ανάσταση τον Τζόνι στη μακάβρια σχεδόν μοναξιά του.

Ο αδιέξοδος ζόφος ζητάει να πολλαπλασιαστεί από τα μαύρα σκηνικά – κοστούμια – αντικείμενα της Δήμητρας Λιάκουρα και από τον σκηνοθετικό υπερτονισμό της διαταραχής του Τζόνι. Αντιπαρέρχομαι το γεγονός ότι ο ζόφος συνταρακτικά συγκατοικεί με τη πολυχρωμία –αφρικανική ή λατινοαμερικανική– και μένω στην ερμηνεία των δύο ηθοποιών: Η Σοφιάννα Θεοφάνους, με σπάνιο σκηνικό φως κι εκτόπισμα, εμφανίζεται στην αρχή ως διάγουσα βίο φυσιολογικό. Καταρρέει και αποκαλύπτεται σταδιακά, περνώντας μέσα από μια δήθεν συναισθηματική αφασία σε έναν εξουθενωμένο σπαραγμό γεμάτο στερήσεις και ακυρωμένες ελπίδες. Η άκαρπη μετακίνησή της από τη μία στην άλλη εξαθλίωση αποτυπώνεται στους ρυθμούς, στις κινήσεις, στην έκφραση και τέλος στο κενό σώμα, που αποχωρεί. Ο Μιλτιάδης Φιορέτζης, ακολουθώντας τις σκηνοθετικές, φαντάζομαι, οδηγίες, έριξε το υποκριτικό του βάρος στη διασάλευση του ήρωα – έξοχα, είναι αλήθεια. Πιστεύω στο ίδιο, αν όχι συγκλονιστικότερο αποτέλεσμα, αν ο Τζόνι του δεν ήταν περίπου κλινική περίπτωση. Οι σωματικές κι εκφραστικές δυνατότητες του Φιορέντζη δεν χρειάζονται τη περιγραφή.

Θεατρική μήτρα

Σε μαύρο, ελάχιστο χώρο και σε μιαν εσοχή κοντά στη χαμηλή οροφή, βαμμένη λευκή, εγκιβωτισμένος ο ήρωας του Σελίν, Μπαρνταμού, διηγείται με τα μέσα του Γιάννη Χαρτοδιπλωμένου και με τη καθοδήγηση του Κωνσταντίνου Χατζή ένα απόσπασμα από το «Ταξίδι στην άκρη της νύχτας». Ενώπιόν μας, μια δραματοποίηση της σκοτεινής μα εκπάγλου μήτρας πολλών μετέπειτα έργων του βούρκου και της κόπρου, του 20ού και 21ου αιώνα. Εκείνων των έργων δηλαδή, που με πρόστυχο περιεχόμενο, ευτελή μέσα και βρώμικα σοκ επιχειρούν να δανειστούν λίγη από την ποίηση, τη γλωσσική μελωδία και τη ζοφερή φωτεινότητα του Σελίν. Πολλά στοιχεία του σκηνοθετικού χειρισμού θυμίζουν Θ. Τερζόπουλο, ο πρωταγωνιστής όμως ακολουθεί τον μίτο του ταλέντου του. Με τη γλώσσα του αγκυλωμένου, παραδομένου στη μνήμη, σώματος και μ’ έναν καταφατικό λαρυγγισμό ανάμεσα στις φράσεις, εξακοντίζει το μεγάλο κείμενο αυτού του έργου, ζωντανεύει τις φοβερές σκηνές και μας συνταράσσει υπό τους αλλοιωμένους ήχους γνωστού, γαλλικού, προπολεμικού άσματος.

Στον ίδιο χώρο, ο ίδιος ηθοποιός, ως ανάπηρος γιος, βρίσκεται αντιμέτωπος με τη μητέρα του, την αλληγορική μήτρα του ναζισμού (;), ενσαρκωμένη από την εξαιρετική Αγλαΐα Παππά, στο πολύ μέτριο έργο «Julius» του Κ. Χατζή, που το σκηνοθετεί ο ίδιος χωρίς το αναμενόμενο μήνυμα για τις μέρες μας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή