Οταν η Εβραία Χάνα Αρεντ εξόργισε τους Εβραίους

Οταν η Εβραία Χάνα Αρεντ εξόργισε τους Εβραίους

4' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στις 29 Μαΐου του 1962, ο τότε πρόεδρος του Ισραήλ Γιτζάκ Μπεν Ζβι παρέλαβε την αίτηση απονομής χάριτος του αρχιναζί εγκληματία Αδόλφου Αϊχμαν. Ο τελευταίος δικαζόταν επί σειρά μηνών στην Ιερουσαλήμ και είχε βρεθεί ένοχος.

Οπως γράφει η Χάνα Αρεντ στο βιβλίο της «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ. Εκθεση για την κοινοτοπία του κακού» (εκδ. Νησίδες, μτφρ. Βασ. Τομανάς): «Ο πρόεδρος έλαβε και εκατοντάδες επιστολές και τηλεγραφήματα απ’ όλο τον κόσμο, που ζητούσαν επιείκεια· απ’ αυτά ξεχώριζαν οι εκκλήσεις της Κεντρικής Συνόδου Αμερικανών Ραββίνων, των εκπροσώπων του ανασυγκροτούμενου εβραϊσμού της χώρας, και μιας ομάδας καθηγητών του Εβραϊκού Πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ με επικεφαλής τον Μάρτιν Μπούμπερ, τον φιλόσοφο που είχε εξ αρχής εναντιωθεί στη δίκη και προσπαθούσε τώρα να πείσει τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Μπεν Γκουριόν, να μεσολαβήσει για επιείκεια.

»Ο κ. Μπεν Ζβι απέρριψε όλες τις αιτήσεις απονομής χάριτος στις 31 Μαΐου, δύο μέρες μετά την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και έπειτα από λίγες ώρες, την ίδια μέρα -Πέμπτη- λίγο πριν τα μεσάνυχτα, ο Αϊχμαν απαγχονίστηκε, η σορός του αποτεφρώθηκε και η στάχτη του σκορπίστηκε στη Μεσόγειο, έξω από τα χωρικά ύδατα του Ισραήλ. […] Η εκτέλεση έγινε σε λιγότερο από δύο ώρες από τη στιγμή που ο Αϊχμαν ενημερώθηκε για την απόρριψη της αίτησης απονομής χάριτος· δεν υπήρξε χρόνος ούτε καν για το τελευταίο γεύμα. […]

»Ο Αντολφ Αϊχμαν ανέβηκε στην αγχόνη αξιοπρεπέστατα. Είχε ζητήσει προηγουμένως ένα μπουκάλι κρασί και είχε πιει το μισό. […] Βάδισε τα τριάντα πέντε περίπου μέτρα από το κελί του ώς την αίθουσα των εκτελέσεων ήρεμος και στητός, με τα χέρια δεμένα πίσω του. […] Οταν του έδωσαν να φορέσει τη μαύρη κουκούλα, είπε: “Δεν τη χρειάζομαι”. Είχε πλήρη έλεγχο του εαυτού του και μάλιστα ήταν απόλυτα ο εαυτός του».

Θυελλώδεις αντιδράσεις

Το αποστασιοποιημένο, ψυχρό ύφος της Αρεντ, το 1963, εξόργισε τη διεθνή κοινή γνώμη. Δεκαοκτώ μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Ολοκαυτώματος, οι επιζώντες προσπαθούσαν ακόμα να επουλώσουν τις πληγές τους – στην ουσία, η μεγάλη συζήτηση γύρω από το Ολοκαύτωμα μόλις άρχιζε. Με την ανταπόκριση της Αρεντ, η συζήτηση αυτή φαίνεται πως ξεκινούσε με ένα βρόντο και με ένα λυγμό: τόσο σε πρώτη φάση, όταν οι ανταποκρίσεις της δημοσιεύθηκαν σε συνέχειες στο περιοδικό The New Yorker, αλλά και στη συνέχεια, όταν το υλικό αυτό κυκλοφόρησε σε βιβλίο, οι αντιδράσεις ήσαν θυελλώδεις και η αγέρωχη Αρεντ έφτασε στα πρόθυρα του νευρικού κλονισμού.

Στην κομβική αυτή στιγμή της ζωής της Αρεντ επικεντρώνεται η πλοκή της ταινίας «Χάνα Αρεντ», γερμανική παραγωγή, σε σκηνοθεσία της Μαργκαρέτε φον Τρότα, με πρωταγωνίστρια τη Γερμανίδα ηθοποιό Μπάρμπαρα Σούκοβα.

Η ταινία παρακολουθεί κατά πόδας την Αρεντ, διωγμένη Εβραία που κατέφυγε στις ΗΠΑ, καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο New School της Νέας Υόρκης, σταρ της φιλοσοφικής σκέψης του εικοστού αιώνα, από τη στιγμή που πληροφορείται τη σύλληψη του Αϊχμαν στην Αργεντινή, τη μετάβασή της στην Ιερουσαλήμ ως ανταποκρίτρια του New Yorker, τους προβληματισμούς που γεννιούνται μέσα της καθώς παρακολουθεί τη δίκη, έως τη δημοσίευση των ανταποκρίσεών της και τις θυελλώδεις αντιδράσεις που αυτές προκάλεσαν: φίλοι στενοί και αγαπημένοι τής γυρνούν την πλάτη για πάντα, η θέση της στο πανεπιστήμιο τίθεται σε αμφισβήτηση, άγνωστοι αποστέλλουν επιστολές μίσους. Μονάχα οι φοιτητές της φαίνονται να είναι έτοιμοι να υποδεχθούν τις απόψεις της. Μάταια η Αρεντ τονίζει ότι «το να προσπαθείς να κατανοήσεις δεν σημαίνει ότι συγχωρείς». Κάποια στιγμή, όταν νιώθει ότι σχεδόν όλοι την έχουν εγκαταλείψει, ξεσπάει σε λυγμούς.

Ξένισαν οι απόψεις της

Δεν ήταν όμως μόνο το ύφος της που ξένισε (όλοι περίμεναν μια πολεμική) αλλά κυρίως το ίδιο το περιεχόμενο των απόψεών της: ο τρόπος με τον οποίο επιρρίπτει ευθύνες σε εβραϊκά συμβούλια για τους χειρισμούς τους κατά τη διάρκεια των διώξεων και, πάνω απ’ όλα το ίδιο το πορτρέτο του Αϊχμαν που σκιαγραφεί. Η Αρεντ περίμενε να δει την ομολογία ενός θηρίου. Αντ’ αυτού είδε και άκουσε ένα ανθρωπάκι «σοκαριστικής μετριότητας», το οποίο αδυνατούσε να σκεφτεί αυτόνομα. «Τα ειδεχθέστερα εγκλήματα διαπράττονται από τιποτένιους ανθρώπους που αρνούνται την ίδια τους την ατομικότητα», ακούμε την Αρεντ να λέει στην ταινία, στο πλαίσιο του πασίγνωστου σήμερα σκεπτικού της γύρω από την «κοινοτοπία του κακού».

Μπορεί σήμερα όλα αυτά να μας φαίνονται δεδομένα, ακόμα και κοινότοπα (!), ωστόσο, η θεωρία της ακόμα προκαλεί αντιδράσεις. Οταν συναντήσαμε τον Απρίλιο του 2009 στην Ιερουσαλήμ τον Ισραηλινό συγγραφέα Ααρον Απελφελντ, επιζήσαντα του Ολοκαυτώματος, μας ξεκαθάρισε ότι διαφωνούσε με την Αρεντ και ότι το είχε πει και στην ίδια όταν γινόταν η δίκη. «Ζούμε σε έναν κόσμο όπου ισχύει η κοινοτοπία του καλού, όχι του κακού», μας είχε πει τότε ο Απελφελντ («Κ», 26.4.09). «Το κακό είναι που κάθε φορά εμφανίζεται με διαφορετικό πρόσωπο. Το καλό απλώς επαναλαμβάνεται σαν ένα κλισέ. Γι’ αυτό γοητευόμαστε απ’ το κακό και το μυστήριό του».

Παρά τη φροντισμένη παραγωγή και τις καλές ερμηνείες, η ταινία εξαντλείται σε έναν στείρο ακαδημαϊσμό, με τους σχοινοτενείς διαλόγους να αδυνατούν να μεταδώσουν στον θεατή την εξαιρετικά φορτισμένη ατμόσφαιρα της εποχής αλλά και το εσωτερικό δράμα της ίδιας της Αρεντ. Περισσότερο περνάει στον θεατή η πληροφορία, το γεγονός, παρά τα όσα κρύβονται πίσω και πέρα από αυτό. Απομένει έτσι το περιεχόμενο καθεαυτό για να κεντρίσει το ενδιαφέρον του θεατή, και φυσικά η ίδια η προσωπικότητα της Αρεντ.

Το κακό είναι μονάχα ακραίο

Προς το τέλος της ταινίας, ακούμε την Αρεντ να λέει: «Το μοναδικό μου σφάλμα είναι πως δεν τόνισα ότι το κακό δεν μπορεί να είναι ριζοσπαστικό. Το κακό ποτέ δεν είναι ριζοσπαστικό – μονάχα ακραίο. Ριζοσπαστικό και βαθύ μπορεί να είναι μόνο το καλό». Στις μέρες μας, με όλα όσα λέγονται περί άκρων, σκέφτεται κανείς ότι η συγκεκριμένη ταινία είναι μια χαμένη ευκαιρία, διότι κατά τα άλλα είναι αλλόκοτα επίκαιρη, θίγοντας αυτήν την ασημαντότητα του κακού: μπορεί ο Αϊχμαν να «ανέβηκε στην αγχόνη αξιοπρεπέστατα», ωστόσο, φωνάζοντας «Ζήτω η Γερμανία! Ζήτω η Αργεντινή! Ζήτω η Αυστρία! Δεν θα τις ξεχάσω!», «μπροστά στον θάνατο, βρήκε τη στερεότυπη έκφραση που χρησιμοποιείται στους επικήδειους. […] Θαρρείς και συνόψιζε, αυτά τα τελευταία λεπτά, το μάθημα που μας είχε διδάξει η μακρόχρονη μαθητεία στην ανθρώπινη μοχθηρία – το μάθημα της φοβερής κοινοτοπίας του κακού, που ξεπερνά τη γλώσσα και τη σκέψη».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή