Η κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής και η διέξοδος στο αδιέξοδο

Η κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής και η διέξοδος στο αδιέξοδο

4' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​Η πολιτική αβεβαιότητα είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει σήμερα το πολιτικό μας σύστημα. Μια αβεβαιότητα που οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στην καταρράκωση του ιδίου από τα ατέλειωτα σκάνδαλα πολιτικής διαφθοράς, καθώς και από την κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής και των πολιτικών κομμάτων. Η έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους πολιτικούς θεσμούς και τους φορείς τους έχει διαβρώσει μέχρι τις ρίζες του το πολιτικό μας σύστημα και υπονομεύει τον θεσμό της πολιτικής αντιπροσώπευσης. Υποσκάπτει τα θεμέλιά του και απειλεί τη σταθερότητά του.

Οι ανησυχητικές αυτές διαπιστώσεις προκύπτουν και από τις δημοσκοπήσεις. Μια προσεκτική ανάγνωσή τους καταλήγει και αυτή σε προαναγγελία κυβερνητικής αστάθειας.

Οι παράγοντες που τροφοδοτούν το αβέβαιο και ασταθές αυτό πολιτικό περιβάλλον είναι βασικά δύο.

Παράγων πρώτος, το διογκούμενο αντιπολιτικό ρεύμα: ένα μεγάλο μέρος των πολιτών παραμένει μακράν της πολιτικής, την αντιμετωπίζει απαξιωτικά, με καχυποψία ή και με αποστροφή. Της αποδίδει όλα τα δεινά που υφίσταται ο τόπος. Τα οργισμένα αισθήματα απόρριψης του πολιτικού συστήματος, που όλοι γνωρίζουμε, τροφοδοτούν ένα ισχυρό «αντιπολιτικό, αντικοινοβουλευτικό ρεύμα», που βρίσκει απήχηση στην κοινή γνώμη και στηρίζει συγκεκριμένες πολιτικές δυνάμεις. Το ρεύμα αυτό δεν φουντώνει μόνο από τους μόνιμα «πολιτικά αδιάφορους», αλλά και από όλους τους πολιτικά «αγανακτισμένους». Οδεύει, μάλιστα, προς δύο κατευθύνσεις. Η μία τάση διοχετεύεται στον εθνικο-λαϊκισμό ή στον σκέτο λαϊκισμό και η άλλη προσχωρεί σε συνειδητοποιημένες αντισυστημικές πολιτικές δυνάμεις, όπως είναι η Χρυσή Αυγή, με τη φασιστική και ρατσιστική ιδεολογία της.

Ο δεύτερος παράγοντας πολιτικής αβεβαιότητας προκύπτει από τον εγκλωβισμό του πολιτικού και κομματικού συστήματος σε μια κατάσταση πολιτικού τέλματος. Το πλέον εντυπωσιακό εύρημα όλων των δημοσκοπήσεων είναι η καθήλωση του συσχετισμού των υπαρχουσών κομματικών δυνάμεων.

Τα ποσοστά των κομμάτων παραμένουν, κατά βάσιν, σταθερά, με μικρές αυξομειώσεις, εδώ και δύο χρόνια,  τουλάχιστον.  Η Ν.Δ. και η αξιωματική αντιπολίτευση μοιράζονται ουσιαστικά ισόποσες προτιμήσεις,  παρά την κυβερνητική φθορά που υφίσταται η πρώτη και παρά τον αχαλίνωτο λαϊκισμό της δεύτερης.  Μεταξύ τους αποτυπώνεται δημοσκοπικά κατά βάσιν ισοπαλία, μια ισορροπία τρόμου,  θα έλεγα, η οποία,  εφόσον συνεχιστεί, δημιουργεί  μια επικίνδυνη ακινησία, που οδηγεί σε πολιτικό τέλμα και τελικά σε αδιέξοδο.

Σε όλες τις δημοσκοπήσεις, πάντως, ένα σοβαρό ποσοστό, που υπερβαίνει το ένα τρίτο αυτών που ερωτώνται, δηλώνει σταθερά ότι δεν προτιμά κανένα κόμμα και αρνείται να διευκρινίσει τις πολιτικές προθέσεις του. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό κρατάει στα χέρια του τις πολιτικές εξελίξεις.

Η πολιτική καθήλωση των κομματικών δυνάμεων είναι, προφανώς, αποτέλεσμα της πολιτικής απογοήτευσης και του αρνητικού πολιτικού κλίματος που επικρατεί. Οσο συντηρείται και μάλιστα όσο φουντώνει από τα Μέσα και τα κέντρα παραγωγής πολιτικής επικοινωνίας, η αγοραία, μιντιακή σκανδαλολογία, τόσο η κρίση αξιοπιστίας και ανυποληψίας της πολιτικής θα συνεχίζεται. Και όσο οι πολιτικές δυνάμεις δεν τολμούν να δώσουν απτά δείγματα απάρνησης του λαϊκίστικου, πελατειακού και κυρίως εγω-κεντροκομματικού εαυτού τους, τόσο θα συντηρείται η «αντιπολιτική» διάθεση της κοινής γνώμης και θα δυναμώνει ο αντισυστημικός λόγος της Χρυσής Αυγής.

Το πολιτικό κλίμα στο οποίο ζούμε μόνο με ακήρυχτο εμφύλιο σπαραγμό μπορεί να παρομοιαστεί, αφού κανείς δεν συνεννοείται με κανένα και κανείς δεν εμπιστεύεται κανένα. Η σύγκριση με τη μεταπολίτευση του 1975 είναι αποκαλυπτική.

Η μεταμνημονιακή εποχή, σε αντίθεση με τη μεταπολίτευση, έχει να αντιμετωπίσει ένα ισχυρό αντιπολιτικό-αντικοινοβουλευτικό ρεύμα και βρίσκεται να διαθέτει ένα καχεκτικό και αναιμικό δικομματισμό, κακέκτυπο του παρελθόντος, ανίκανο να παίξει, πάντως, τον σταθεροποιητικό ρόλο του κοινοβουλευτικού συστήματος και κυρίως να εξασφαλίσει την ομαλή εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, όπως συνέβη στη μεταπολίτευση, το 1981. Κανένα από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν δείχνει να διαθέτει τη δυναμική ούτε την ικανότητα να κινητοποιήσει μάζες ή ψηφοφόρους τόσους ώστε να μπορεί να σχηματίσει αυτοδύναμη, μονοκομματική, κυβέρνηση για να κυβερνήσει μόνο του. Ακόμη και αν κατακτήσει την αυτοδυναμία με το εξωφρενικό πριμ των 50 εδρών, θα του είναι εξαιρετικά δύσκολο να κυβερνήσει χωρίς ευρύτερη συναίνεση ή κάποια ανοχή από τους αντιπάλους του.

Με βάση τα προηγούμενα αρνητικά πολιτικά δεδομένα, το φάσμα της ακυβερνησίας, ακόμη και μετά τις εκλογές, είναι ορατό στον ορίζοντα.

Παρ’ όλα αυτά, όσο και αν φαίνεται παράδοξο, μόνον η προοπτική του αδιεξόδου ή, ακόμη χειρότερα, μόνο το δραματικό βίωμα της ακυβερνησίας μπορεί να συνετίσει και να εξαναγκάσει τις πολιτικές δυνάμεις να αναζητήσουν απεγνωσμένα διέξοδο στο πολιτικό αδιέξοδο. Να καταλάβουν ότι δεν υπάρχει άλλη οδός υπέρβασης του αδιεξόδου από την εθνική συνεννόηση και από την προετοιμασία τους για τον σχηματισμό κυβέρνησης της ευρύτερης δυνατής συνεργασίας. Οσο πιο γρήγορα το συνειδητοποιήσουμε, τόσο το καλύτερο για τον τόπο. Οι διορατικές πολιτικές δυνάμεις χρειάζεται από τώρα να προετοιμάζονται για δύσκολες και επίπονες προσπάθειες συνεννόησης και προεργασίας.

Το παλιό και σαθρό δεν καταρρέει εύκολα, αντιστέκεται, κραυγάζει, και το καινούργιο χρειάζεται υπομονή, κοπιαστικές συνεννοήσεις και συναινέσεις και κυρίως χρόνο πολύ για να επιβληθεί.

Η χώρα μας έχει ανάγκη για να ορθοποδήσει, στη μεταμνημονιακή εποχή, από την καλλιέργεια της ανύπαρκτης στην πολιτική μας παράδοση «κουλτούρας» της συνεννόησης και του διαλόγου. Ο μονολιθικός και αλαζονικός λόγος των αυτοδύναμων μονοκομματικών κυβερνήσεων έχει οριστικά χρεοκοπήσει. Ο τόπος χρειάζεται ένα λόγο πλουραλιστικό, ήπιο αλλά ρεαλιστικό, τεκμηριωμένο και πάντως ένα λόγο της πικρής αληθείας, που να απευθύνεται στην κοινή λογική. Χωρίς περιττούς εξωραϊσμούς και φρούδες ελπίδες. Ενα λόγο αντάξιο χώρας ευρωπαϊκής, που έχει επιλέξει, καλώς ή κακώς, να παράγει αγαθά με τους όρους της Ευρωζώνης. Και σε αυτό διαφέρει ριζικά η μεταμνημονιακή εποχή από εκείνην της μεταπολίτευσης.

* Ο κ. Αντώνης Μανιτάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή