Από το Α έως το Ω: Αγγελος Παπαδημητρίου

Από το Α έως το Ω: Αγγελος Παπαδημητρίου

8' 32" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εικαστικός, ηθοποιός, τραγουδιστής, περφόρμερ ή καλλιτέχνης της ζωής; Ο πολυπράγμων και πολυπρισματικός Αγγελος Παπαδημητρίου ξανασυναντιέται με τον Νίκο Καραθάνο στο «Δεκαήμερο» του Βοκάκιου, στο Εθνικό Θέατρο, και αυτοσυστήνεται μέσα από ένα παιχνίδι αυθόρμητων συνειρμών.

Αθήνα: «… διαμαντόπετρα, στης γης το δαχτυλίδι. Με την Αθήνα δεν είχα καμία σχέση. Αθηναίος πολίτης έγινα, δεν γεννήθηκα. Σε ηλικία 15 ετών, λόγω της δουλειάς του πατέρα μου, που είχε εργοστάσιο σταφίδας και λεμονιών, ήρθαμε από το Κιάτο στην Αθήνα, στην πλατεία Αμερικής, στον τόπο καταγωγής της μητέρας μου. Αλλά και πριν μετακομίσουμε μόνιμα στην Αθήνα, μας συνέδεε ένας ομφάλιος λώρος με την πόλη, το σπίτι που είχε η οικογένεια εδώ. Κάθε βδομάδα ανεβαίναμε και βλέπαμε τα έργα στο Σινεάκ, θέατρα, μουσικές. Κι όταν πια ήρθαμε μόνιμα εδώ, έμαθα την Αθήνα μέσα από τους κινηματογράφους και τα θέατρα. Αυτή ήταν η δική μου χαρτογράφηση της πόλης».

Αλητείες: «Ως μαθητής, πήγαινα στο 8ο Γυμνάσιο. Στην περιοχή, υπήρχαν δύο “ύποπτοι” κινηματογράφοι, η “Αλάσκα” και το “Ροζικλέρ”. Ε, στα 17 μου, αυτή ήταν η πρώτη αλητεία μου. Να πάω με τους φίλους μου στην “Αλάσκα” και το “Ροζικλέρ”, να δούμε πορνό. Σοφτ πράγματα, βέβαια, μη φανταστείς. Άλλες εποχές τότε».

Βαριέμαι: «Ποτέ. Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτή η λέξη. Είμαι σαν τις γάτες. Εχεις δει γάτα να βαριέται ποτέ; Πάντα κάτι θα βρει να κάνει. Θα μετατρέψει το σκουπιδάκι σε παιχνίδι».

Γεννήθηκα: «Στο Κιάτο, στις 23 Σεπτεμβρίου το 1952, σε νοσοκομείο -εκείνη την εποχή, τα παιδιά γεννιόντουσαν στα σπίτια, χωρίς να κουράσω καθόλου τη μανούλα μου. Όταν με πρωτοαντίκρισε ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν καλλονός, όπως και η μητέρα μου, είπε: “Μην ανησυχείς, καλή μου, θα κάνουμε και άλλο!”. Ήμουν αδύνατο, τριχωτό πολύ, ακόμα και στην πλάτη, και έκλαιγα ασταμάτητα. Αφού γεννήθηκα, λοιπόν, κάποια στιγμή ο γιατρός σκύβει κάτω από το κρεβάτι και βλέπει ένα αδράχτι, δίχτυα, πράγματα. “Τι είναι αυτά; Πετάξτε τα έξω”, λέει ο γιατρός. Η γιαγιά μου η Ολγα, αρχόντισσα της εποχής, με ιταλική ρίζα, τον πιάνει από το γιακά και του λέει, “Μην τολμήσεις!”. Ήταν μάγια για να είναι καλότυχο το παιδί. Δεν ξέρω κατά πόσο αυτά τα πράγματα αληθεύουν, πάντως εγώ αισθάνομαι ευλογημένος από τη ζωή, σα να μου έχουν χαριστεί άπειρα δώρα».

Γελάω: «Πολύ εύκολα και με τα πάντα. Στα πάντα βάζω μέσα το στοιχείο του χιούμορ και τα ανατρέπω. Με δύο πράγματα δεν μπορώ να γελάσω: με την παιδεραστία και τον αντισημιτισμό».

Γήρας: «Δεν με αφορά. Σαν μια αρρώστια που συμβαίνει στους άλλους κι εγώ δεν θα κολλήσω ποτέ».

Δώρο: «Χαρά μου μεγάλη να κάνω δώρα. Αλλά, νιώθω άσχημα όταν μου κάνουν. Είμαι δύσκολος. Αισθάνομαι ότι δεν μου λείπει τίποτα».

Ενηλικίωση: «Ήμουν ενήλικας από μικρός. Δεν πέρασα καν εφηβεία. Δεν έβγαλα σπυράκια, εξάρσεις, κορώνες. Ελεγχος και κομψότητα σε κάθε ηλικία».

Ερωτας: «Τρέφομαι από τους έρωτες του παρελθόντος. Κι όταν αυτοί οι έρωτες είναι στο παρόν, ανακουφίζομαι όταν γίνονται παρελθόν».

Ζηλεύω: «Δεν ζήλεψα καν, ως πρωτότοκος, τον κατά τέσσερα χρόνια μικρότερο αδερφό μου. Τον πρόσεχα σαν τα μάτια μου. Δεν έχω ζηλέψει ποτέ. Μου αρέσει ο ανταγωνισμός αλλά όχι η ζήλεια».

Ζορίζομαι: «Μόνο όταν έχω να μάθω πολύ μεγάλα κείμενα σε μικρό χρονικό διάστημα. Και τότε, αρχίζουν οι εφιάλτες, με μένα να βγαίνω στη σκηνή και να μην θυμάμαι τα λόγια μου. Κατά τα άλλα, με τίποτα δεν ζορίζομαι. Όλα βολεύονται με κάποιο τρόπο».

Ήρωες: «Οι άνθρωποι που είναι αγωνιστές και νικητές στη ζωή, παρά τις όποιες αντιξοότητες».

Ηθοποιός: «Δεν είμαι. Δεν δέχομαι κανέναν τέτοιο στενό επαγγελματικό χαρακτηρισμό. Καλλιτέχνης είμαι. Αυτό συμπεριλαμβάνει τα πάντα».

Θεός: «Δεν είχα ποτέ καμία αμφιβολία ότι υπάρχει. Χωρίς να το έχω αναλύσει, είμαι σίγουρος ότι είναι εκεί, όπως η μέρα και η νύχτα».

Θάνατος: «Τον περιμένω με ανυπομονησία. Ποτέ δεν τον φοβήθηκα. Δεν μπορεί να τελειώνουν τα πάντα με τον θάνατο. Δεν μπορεί να είναι η απόληξη αλλά η συνέχεια αυτού του σπουδαίου πράγματος που λέγεται ύπαρξη. Βέβαια, ζούμε και στον δυτικό κόσμο, όπου δεν δίνεται η πρέπουσα σημασία στο θάνατο. Όπως υπάρχει η μαμή, έτσι θα έπρεπε να υπάρχει και η ξεψυχίστρα. Σε πολλά χωριά, υπήρχε κάποτε. Το έχω δει. Όπως η μαμή βοηθούσε να γεννηθούν τα παιδιά, έτσι η ξεψυχίστρα βοηθούσε τους ανθρώπους να “φύγουν”. Όπως υπάρχει φροντίδα για τη γέννηση, έτσι πρέπει να υπάρχει και για τον θάνατο. Στον δυτικό κόσμο, μας φοβίζει, μας καθηλώνει ο θάνατος».

Ιστορία: «Όταν ήμουν μικρός, πέντε-έξι ετών, “έκανα πλάτες” τις υπηρετριούλες μας που είχαν αγαπητικούς. Μια φορά λοιπόν, μία από αυτές, η Γιώτα, ήταν να συναντήσει τον φίλο της και με δασκάλεψε να πω σε όποιον με ρωτούσε γιατί καθυστερήσαμε, πως “αργήσαμε στον Χολέβα γιατί είχε ουρά”. Όντως αργήσαμε και στον γυρισμό με ρωτά ο αυστηρός θείος μου και εγώ του απαντώ κατά το δασκάλεμα. Ο θείος μου, πολύ έξυπνος, με ρωτά τότε: “Και πως ήταν η ουρά;”. Εγώ ιδέα δεν είχα για το τι σήμαινε αυτή η φράση. Οπότε του απαντώ θαρρετά, έχοντας κατά νου δύο ουρές, της αλεπούς και του γαϊδάρου: “ήταν λεπτή με λίγες τρίχες στο τέλος”. Γυρίζει, τότε, ο θείος μου και ρίχνει ένα χαστούκι στη Γιώτα. Και τότε σκέφτηκα: “Τα έκανες μαντάρα! Έπρεπε να πεις την ουρά της αλεπούς!”. Νόμιζα ότι το λάθος ήταν στην περιγραφή της ουράς. Τόσο αθώο ήμουν».

Καθρέφτης: «Κάθε φορά, βλέπω στον καθρέφτη έναν άγνωστο, έναν άνθρωπο που δεν αναγνωρίζω. Οι καθρέφτες και οι φωτογραφίες δεν λένε την αλήθεια. Τον εαυτό μου τον έχω αναγνωρίσει μόνο στο πορτρέτο που μου έχει κάνει ο Γιώργος Μαυροΐδης».

Κοινό: «Το μυστικό της χαράς μου είναι πως ποτέ δεν αποκολλήθηκα από το κοινό. Είμαι πάντα μισός με το κοινό, μισός με το έργο μου, τον ρόλο μου ή το τραγούδι μου».

Λάθη: «Όλα μου τα λάθη, τα χιλιάδες λάθη, μου έχουν βγει σε καλό».

Μάσκες: «Πάντα αντιπαθούσα τις μάσκες. Ακόμα και τα μεγάλα γυαλιά ηλίου, τις μάσκες, τις θεωρώ χυδαίες. Ό,τι εμποδίζει το πρόσωπο να φαίνεται, με απωθεί. Ακόμα και το μακιγιάζ κρύβει το πρόσωπο. Είναι μπανάλ και γκροτέσκο».

Μαγειρεύω: «Για τους φίλους μου, για μία κατάληψη στη γειτονιά μου, για τα παιδιά του θιάσου, πάντα με κέφι και σοβαρότητα και εντελώς ελληνικά. Δεν καταδέχομαι να μαγειρέψω με κρέμες γάλακτος και άλλα τέτοια αηδή υλικά. Η κουζίνα μου σερβίρει στιφάδο, σουπιές σπανάκι, ντομάτες γεμιστές, κατσίκι στη γάστρα, μουσακά, που προετοιμάζω δύο μέρες, και τα καλύτερα κόλλυβα των Βαλκανίων».

Μοιράζομαι: «Τα πάντα εκτός από τον εαυτό μου».

Νύχτα: «Ένα άνετο κρεβάτι, με καθαρά σεντόνια και ένας υπέροχος ύπνος. Εχω ανάγκη καθημερινά από δώδεκα ώρες ύπνου. Και φυσικά, είμαι παιδί της ημέρας».

Νεοέλληνες: «Εντόπισα πρώτος εικαστικά το κιτς των Νεοελλήνων, την τρυφερή τους υπόσταση, την τάση τους να κρύβονται συνεχώς από τους εαυτούς τους και τους άλλους, τον αφόρητο μελοδραματισμό τους. Ολη μου η δουλειά είναι πάνω στους Νεοέλληνες».

Ξύλο: «Δεν άπλωσαν ποτέ χέρι πάνω μου οι γονείς μου. Ηταν τόσο πολύ απορροφημένοι στον έρωτά τους, που παρεμπιπτόντως ασχολούνταν και με μας εκεί τριγύρω. Και ευτυχώς, γιατί δεν είχαν πέσει πάνω μας να καλύψουν την ελλειμματική τους ζωή. Ήταν ερωτευμένοι μέχρι τα τελευταία τους».

Ομορφιά: «Γεννήθηκα μέσα σε μια πολύ φωτεινή οικογένεια, μέσα στα νιάτα, την υγεία, τη χαρά και την ομορφιά. Αυτό είναι ο πλούτος μου. Το φως της παιδικής μου ηλικίας με έχει σώσει από τα σκοτάδια της ζωής και της καλλιτεχνικής μου έρευνας. Κι επειδή έχω ζήσει και έχω χορτάσει την ομορφιά, μπόρεσα να βυθιστώ με τρυφερότητα και χιούμορ στο κιτς».

Πόνος: «Όπως λέει ο Οσκαρ Ουάιλντ: “Θεέ μου, απάλλαξέ με από τους σωματικούς πόνους και τους ψυχολογικούς, τους αναλαμβάνω όλους εγώ”. Αν δεν φοβόμουν τα τατουάζ, θα το χάραζα στο στήθος μου. Ναι, δεν τον αντέχω τον σωματικό πόνο».

Πολιτικοί: «Ολο αυτό το πολιτικό σύστημα το βλέπω σαν έναν Φεϊντό πορνό. Ένα νευρωτικό, ερωτικό σύμπλεγμα και τίποτα παραπάνω».

Ρεζιλίκι: «”Στο βάθος το ζηλεύουμε, αυτό που ρεζιλεύουμε”, γράφει η Λίνα Νικολακοπούλου σε έναν στίχο της. Πάντα είχα την εντύπωση πως το ρεζιλίκι είναι το τίμημα μιας ευτυχίας».

Ρίζες: «Νιώθω ταυτόχρονα απόγονος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και των τσιγγάνων. Με το ένα πόδι στο τσαντίρι και το άλλο στο ανάκτορο».

Σημείο Μηδέν: «Κάθε πρωί, που ξυπνάω και κάνω το καυτό μου μπάνιο, μηδενίζω. Δεν θέλω να είμαι κάτι πάγιο, συγκεκριμένο, παγιωμένο. Θέλω να είμαι ρευστός».

Τοίχος: «Έπεσαν τα τείχη μέσα μου όταν είχα ακούσει ένα παιδί από την Παλαιστίνη, εδώ στην Αθήνα, να λέει στους γονείς του, “μα, πως μπορούν να κοιμούνται αυτοί οι άνθρωποι σε σπίτια που ο τοίχος δεν κουνιέται;”. Κι αν με ρωτήσεις, ναι, θέλω τον τοίχο του σπιτιού μου να μην μπορεί να τον ρίξει ο κακός ο λύκος. Είμαι το τρίτο γουρουνάκι».

Τηλεόραση: «Η καθολική επιρροή της εικόνας. Πεθαίνει ο Μπουλάς και τον κλαίει όλη η Ελλάδα σαν δικό της άνθρωπο. Η τηλεόραση δημιουργεί ταύτιση χωρίς αίμα. Και αυτά τα λέω ως παιδί της τηλεόρασης. Για μένα, η τηλεόραση λειτουργεί ως υπνωτικό, χαλαρωτικό, ενημερωτικό μέσο».

Υποσημείωση: «Η υποσημείωση καθορίζει τη σημείωση. Και η ζωή χρειάζεται πολλές υποσημειώσεις, πολλές διευκρινίσεις».

ΥΠΠΟ: «Το Υπουργείο Πολιτισμού πρέπει να κλείσει. Όπως πρέπει να κλείσει και η Καλών Τεχνών. Ό,τι έχει σχέση με κράτος και τέχνη πρέπει να κλείσει. Όπως και ό,τι έχει σχέση με κράτος και θρησκεία. Αυτοί οι συνδυασμοί οδηγούν σε στρεβλότητες, σε κακοφορμισμένα και κακόγουστα μοντέλα. Το κράτος μπορεί να βοηθά και να συνεισφέρει στην Τέχνη μέσα από ομάδες καλλιεργημένων ανθρώπων, ένα κονκλάβιο σοφών, μια ακαδημία».

Φόβοι: «Οσο ζούσαν οι γονείς μου, μόνιμος φόβος μου ήταν μήπως πάθω κάτι και δεν μπορέσω να τους φροντίσω. Από τη στιγμή που έφυγαν, ξεμπέρδεψα με τους φόβους. Μόνο ο φόβος του σεισμού μου έχει μείνει».

Χρήματα: «Ερχονται ώστε να ζω καλά, χωρίς να ασχολούμαι ιδιαίτερα. Και μέχρι σήμερα, δεν έχω νιώσει ότι μου έχει λείψει κάτι. Ισως συντονίζω τις ανάγκες μου ανάλογα με τα χρήματα που έχω».

Ψέματα: «Οσες φορές έχω πει ψέματα, με πιάνουν αμέσως. Δεν διαθέτω τη συγκρότηση του ψεύτη».

Ψηφίζω: «Είμαι πολύ κακός ψηφοφόρος. Αν έχω καιρό ή διάθεση, ψηφίζω, αλλά πάντα αποφασίζω εκείνη τη στιγμή, μπροστά στην κάλπη».

Ωρα να…: «… τα μαζεύω και να μαζευτώ για να κάνω κι άλλα πράγματα».

* «Το δεκαήμερο»: Εθνικό Θέατρο, Αγίου Κωνσταντίνου 22-24, τηλ. 2105288170,-171,-173, www.n-t.gr. Πρεμιέρα: 28/3.

Διαβάστε τη συνέντευξη, ακούγοντας έξι αγαπημένα τραγούδια του Αγγελου Παπαδημητρίου:

– «Γιατί να ζούμε χωρισμένοι», Γιάννης Νικολαΐδης

http://www.youtube.com/watch?v=xFRCVPA4upY

– «Τίποτα», Κάκια Μένδρη

http://www.youtube.com/watch?v=d4V60zmD-ME

– «O Πασατέμπος», Ιωάννα Γεωργακοπούλου

http://www.youtube.com/watch?v=Cfpq03bU9LY

– «Το ‘ξερα μια μέρα πως θα ‘ρθεις», Βασίλης Τσιτσάνης, Σωτηρία Μπέλλου

http://www.youtube.com/watch?v=br9m1LAY9-s

– «Φτώχεια που με κουρέλιασες», Βασίλης Τσιτσάνης, Στέλλα Χασκίλ

http://www.youtube.com/watch?v=PKL1eibSRkY

– «Η αγάπη που σκοτώνει», Γιώργος Μητσάκης, Καίτη Γκρέυ

http://www.youtube.com/watch?v=oIjAKDEbbVU

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή