Η μεγάλη αντίφαση

3' 53" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καθώς η πραγματικότητα μεταμορφώνεται αργά αλλά σταθερά, έχει πλέον αρχίσει να γίνεται ευρύτερα αντιληπτό το πόσο κοντά πέρασε η χώρα από την άβυσσο πριν από δύο χρόνια. Αν το αποτέλεσμα των εκλογών του Ιουνίου 2012 ήταν διαφορετικό, οι εξελίξεις θα ήταν καταιγιστικές: οι τράπεζες θα παρέμεναν κλειστές, δίχως πρόσβαση στις οικονομίες τους οι καταθέτες θα προκαλούσαν εκτεταμένα επεισόδια όπως στην Αργεντινή τον Δεκέμβριο του 2001, η οικονομία θα κατέρρεε και η συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη θα αποδεικνυόταν αδύνατη. Η οικονομική και πολιτική κατάρρευση που θα ακολουθούσε θα μας οδηγούσε γραμμή στον Τρίτο Κόσμο – και όλα αυτά σε μια περιοχή του κόσμου με τεράστια γεωπολιτική αστάθεια. Οταν λοιπόν αποτιμηθούν μελλοντικά τα γεγονότα αυτά, η 17η Ιουνίου 2012 θα ξεχωρίσει ως ένας ιστορικός σταθμός αντίστοιχης εμβέλειας με την 24η Ιουλίου 1974.

Για να αντιληφθεί κανείς πλήρως το γεγονός ότι η χώρα διασώθηκε τον Ιούνιο του 2012, είναι απαραίτητη η χρονική και γεωγραφική απόσταση. Βλέποντας τα πράγματα από το εξωτερικό, δεν χωράει αμφιβολία πως η απόσταση που χωρίζει το 2012 από το 2014 είναι τεράστια. Τότε, ομόφωνα σχεδόν αναλυτές και αγορές ανέμεναν την καταστροφή και την κατάρρευση της χώρας, που άκουγε στο όνομα Grexit. Τώρα σχεδόν κανείς πια δεν θυμάται αυτήν τη λέξη και η Ελλάδα, παρά τα προβλήματά της, θεωρείται πως ξεπέρασε τον κίνδυνο. Είναι επίσης εφικτό να διαχωρίσει κανείς τις βαθύτερες οικονομικές μετατοπίσεις από τη δυσανεξία της καθημερινότητας και να διαπιστώσει πως η πτώση σταμάτησε και η αβεβαιότητα έχει υποχωρήσει. Και είναι απαραίτητο να πιστωθεί η εξέλιξη αυτή στην κυβέρνηση, καθώς δικαιώνει τη γραμμή τόσο του πρωθυπουργού όσο και του υπουργού Οικονομικών. Ταυτόχρονα, αξίζει να επισημανθούν (και να μην ξεχαστούν) οι τεράστιες ευθύνες όσων επέλεξαν να ποντάρουν στην καταστροφή, ωθώντας τη χώρα στις χείριστες επιλογές, όπως ακριβώς το πλήθος καλεί τον απελπισμένο αυτόχειρα να πηδήξει στο κενό. Το μεγάλο παράδοξο είναι πως αυτοί ακριβώς που ευθύνονται για τη χρεοκοπία κατάφεραν τελικά να μας γλιτώσουν από τις χειρότερες συνέπειές της. Και το παράδοξο αυτό αντιστοιχεί σε μιαν εξίσου κραυγαλέα αντίφαση: το χάσμα ανάμεσα στην επιτυχία και την αναγνώρισή της.

Η αντίφαση αυτή έχει δύο πτυχές. Από τη μία, η οικονομική αναδιάταξη δεν αναιρεί το γεγονός πως η καθημερινότητα θα παραμείνει εξαιρετικά δύσκολη για τους περισσότερους για σημαντικό ακόμη διάστημα. Είναι γνωστό πως η ανεργία είναι εξαιρετικά ανθεκτική, πως η ρευστότητα αργεί να αποκατασταθεί και πως η ανάπτυξη δεν είναι κάτι που έρχεται όταν «πέσουν λεφτά στην αγορά», αλλά απαιτεί βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές. Η αλλαγή του μακροοικονομικού κλίματος, με άλλα λόγια, θα αργήσει να φανεί στην καθημερινότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως η αλλαγή της ψυχολογίας μέσω της αίσθησης πως τα πράγματα βελτιώνονται δεν θα λειτουργήσει ως αντίβαρο. Από την άλλη, η αναμφίβολη πολιτική επιτυχία που συνιστά η διάσωση της χώρας καθόλου δεν συνεπάγεται αυτόματα τον προσπορισμό αντίστοιχου πολιτικού οφέλους. Το αντίθετο. Αρκετές μελέτες πολιτικής συμπεριφοράς έχουν δείξει πως οι ίδιοι ψηφοφόροι που είναι συχνά διατεθειμένοι να στηρίξουν μια κυβέρνηση που παίρνει αντιδημοφιλή μέτρα όταν η κατάσταση εμπνέει κίνδυνο, δεν διστάζουν να την τιμωρήσουν όταν θεωρούν πως η μπόρα έχει περάσει. Ας μην ξεχνάμε πως οι Αγγλοι έδιωξαν τον Τσώρτσιλ από την εξουσία μετά τη νικηφόρα έκβαση του πολέμου. Αυτή η τάση επιτείνεται από το γεγονός πως η Νέα Δημοκρατία δεν έχει καταφέρει να αρθρώσει ένα πειστικό όραμα για το μέλλον, κυβερνά με προχειρότητα και ερασιτεχνισμό και αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από φθαρμένους πολιτικούς που λειτουργούν με τον ίδιο, παλαιοκομματικό τρόπο.

Οι αντιφάσεις είναι εξόφθαλμες ανισορροπίες που αποζητούν λύση. Δύο λύσεις διαφαίνονται. Η πρώτη, να κατορθώσει η κυβέρνηση με κάποιον τρόπο να εξαργυρώσει πολιτικά τη βελτίωση του κλίματος. Ακόμη όμως και σε αυτή την περίπτωση, το πολιτικό κέρδος είναι πιθανό να αποδειχθεί βραχύβιο. Η δεύτερη, να αποτύχει να προσποριστεί το πολιτικό όφελος. Τι θα συμβεί στην περίπτωση αυτή; Η απάντηση προϋποθέτει την αναγνώριση πως η αλλαγή του κλίματος έχει σημαντικό αντίκτυπο και στην αντιπολίτευση. Τα σημάδια είναι σαφή: από την τυφλή αγανάκτηση περνάμε σταδιακά στην αναζήτηση μιας εποικοδομητικής πολιτικής πρότασης που θα στέκεται κριτικά τόσο απέναντι στο πολιτικό παρελθόν της χώρας όσο και στις άναρθρες κραυγές της αντιμνημονιακής φάσης. Επιστροφή σε κανονικότητα σημαίνει περιθωριοποίηση της πολιτικής ακρότητας καθώς δεν νοείται «κανονική» πολιτική ούτε με ισχυρή παρουσία νεοναζί στην πολιτική σκηνή, αλλά ούτε και με αντίστοιχη παρουσία νεοκομμουνιστικών στοιχείων στην καρδιά της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η ταχύτατη φθορά ΑΝΕΛ και Χ.Α. είναι ενδεικτική, όπως είναι άλλωστε και η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να μετατρέψει μιαν ευρύτατη δυσαρέσκεια σε πολιτική στήριξη. Φαίνεται, μάλιστα, πως έχασε οριστικά πλέον τη μεγάλη πολιτική ευκαιρία να μετατραπεί στον πόλο της Κεντροαριστεράς. Με το ΠΑΣΟΚ ουσιαστικά νεκρό, έχει δημιουργηθεί ένα τεράστιο πολιτικό κενό που αναζητεί εκπροσώπηση. Πολιτικά, επιστρέφουμε στα τέλη του 2011, αρκετά σοφότεροι όμως.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή