Ο πρώτος «πυλώνας» στο χτίσιμο ενός μύθου

Ο πρώτος «πυλώνας» στο χτίσιμο ενός μύθου

5' 15" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Εχει αγωνιστεί με τρεις διαφορετικές εθνικές ομάδες. Εχει ψηφιστεί ως ο κορυφαίος παίκτης που φόρεσε ποτέ τη φανέλα της Μπαρτσελόνα. Το άγαλμά του στέκει περήφανο έξω από το «Καμπ Νου». Και πώς θα μπορούσε να λείπει, από τη στιγμή που ο ίδιος αποτέλεσε βασικό λόγο για να δημιουργηθεί το καινούργιο σπίτι των Καταλανών, τη δεκαετία του ’50. Η ιστορία του Λάσλο Κουμπάλα ενισχύει με κάθε τρόπο τον μύθο της ίδιας της Μπάρτσα, η οποία χάρη σε τέτοιους ποδοσφαιριστές, έχει καταφέρει να υπερηφανεύεται πως έχει γίνει «Més que un club» (Περισσότερο από ένας σύλλογος).

Ο Κουμπάλα γεννήθηκε στις 10 Ιουνίου 1927 στη Βουδαπέστη. Η εργάτρια μητέρα του είχε σλοβάκικες, πολωνικές και ουγγρικές ρίζες και ο οικοδόμος πατέρας του ήταν Σλοβάκος. Ο «Κούκσι» όπως τον αποκαλούσαν λάτρευε το ποδόσφαιρο και αγαπημένο του παιχνίδι ήταν να κλωτσά τις μπάλες από χαρτόνι που του έφτιαχνε η μητέρα του. Κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου ο Κουμπάλα έψαχνε τη δική του διέξοδο μέσω του ποδοσφαίρου.

Σε ηλικία μόλις 12 ετών αγωνίζεται στην Γκανζ ΤΕ, ομάδα τρίτης κατηγορίας. Από εκεί έρχεται το μεγάλο βήμα, το 1945, για τη Φερεντσβάρος στην οποία θα μείνει για μόλις έναν χρόνο. Η Ουγγαρία του ζητούσε να προσφέρει τις στρατιωτικές του υπηρεσίες, αλλά εκείνος επέλεξε να υπηρετήσει το ποδόσφαιρο. Φεύγει για την Τσεχοσλοβακία, όπου θα αγωνιστεί στη Σλόβαν Μπρατισλάβας με μεγάλη επιτυχία. Λόγω της σλοβάκικης καταγωγής του, καλείται και στην εθνική ομάδα της χώρας. Μάλιστα, το 1947 θα παντρευτεί την κόρη του ομοσπονδιακού τεχνικού, Φέρντιναντ Ντάουτσικ. Η παρουσία του στη Σλόβαν θα αποδειχθεί, επίσης, σύντομη αφού ο στρατός τον… μαρκάρει στενά για δεύτερη φορά. Το 1948 επιστρέφει στην Ουγγαρία, αγωνίζεται στη Βάσας και φοράει τη φανέλα της Εθνικής των «Μαγυάρων». Ομως, το κομμουνιστικό καθεστώς και ο πρότερος βίος του Κουμπάλα στην Ουγγαρία τον αναγκάζουν να ξενιτευτεί ξανά. Ως ένας «τσιγγάνος» του ποδοσφαίρου, επιβιβάζεται κρυφά στην καρότσα ενός φορτηγού κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας που έκανε, δίνοντας φιλικούς αγώνες, με άλλους Ούγγρους ποδοσφαιριστές στην Αυστρία.

Ο άγνωστος προορισμός είναι η Ιταλία, όπου πείθει μια μικρομεσαία ομάδα, την Προ Πάτρια, να τον εντάξει στο δυναμικό της προκειμένου να παραμείνει σε φόρμα. Κατά τη διάρκεια μιας προπόνησης, ο πρόεδρος της ομάδας εντυπωσιάζεται από τις ικανότητες του Κουμπάλα και του ζητά να κάνει 400 χτυπήματα με την μπάλα, χωρίς εκείνη να πέσει κάτω. Αν τα κατάφερνε θα έπαιρνε ως βραβείο το ρολόι του. Ο Κουμπάλα στο 400ό χτύπημα αποφάσισε να κάνει κι έναν γύρο του σταδίου με την μπάλα πότε στα πόδια του και πότε στο κεφάλι. «Ηταν ένα πολύ ωραίο ρολόι», παραδέχθηκε σε μεταγενέστερη συνέντευξή του.

Η φήμη του έφθασε ώς την κορυφαία ομάδα της Ευρώπης εκείνη την περίοδο, τη Μεγάλη Τορίνο (Grande Torino). Του πρότειναν να τον δοκιμάσουν σε μερικούς φιλικούς αγώνες και εκείνος δέχθηκε την πρόσκληση. Ενας από αυτούς ήταν ο τελευταίος εκείνης της σπουδαίας ομάδας. Η Τορίνο ταξίδεψε στη Λισσαβώνα για να αντιμετωπίσει την Μπενφίκα αλλά στον γυρισμό, στις 4 Μαΐου 1949, το αεροπλάνο έπεσε σε κακοκαιρία, με συνέπεια να συντριβεί στον λόφο Σουπέργκα. Ολη η ομάδα είναι νεκρή. Ο Κουμπάλα ανέβαλε το ταξίδι του στη Λισσαβώνα κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή γιατί ήθελε να παραμείνει δίπλα στον γιο του που είχε αρρωστήσει…

Αρπαγή μέσω… Μαδρίτης

Τα κακόγουστα παιχνίδια της μοίρας τον έφεραν στην Ισπανία, μαζί με τον πεθερό του, Φέρντιναντ Ντάουτσικ, και άλλους Ούγγρους ποδοσφαιριστές που έδιναν φιλικούς αγώνες. Ρεάλ και Μπαρτσελόνα τον εντοπίζουν άμεσα και προσπαθούν να τον αποκτήσουν. Η Ρεάλ τον προσεγγίζει πρώτη, αλλά η Μπαρτσελόνα αποσπά την υπογραφή του, χρησιμοποιώντας τεχνάσματα που αγγίζουν τα όρια της φαντασίας. Σύμφωνα με τον μύθο, ο τεχνικός διευθυντής των Καταλανών και πρώην αστέρας της ομάδας, Πέπε Σαμιτιέρ, παρουσιάζεται στον Κουμπάλα ως εκπρόσωπος της Ρεάλ και τον επιβιβάζει σε ένα τρένο με υποτιθέμενο προορισμό τη Μαδρίτη. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Σαμιτιέρ «εκμεταλλεύεται» την αγάπη του 23χρονου Ούγγρου για το ποτό και δίνοντάς του ένα – δυο ποτηράκια παραπάνω τον ξεγελά ακόμη κι όταν ο Κουμπάλα μισοζαλισμένος απορεί γιατί οι πινακίδες αναγράφουν «Βαρκελώνη».

Οταν, πια, φθάνουν στην πρωτεύουσα της Καταλονίας το παιχνίδι της διαπραγμάτευσης είναι σκληρό. Ο Κουμπάλα εκτός από υπέρογκα χρηματικά ποσά απαιτεί και την πρόσληψη του πεθερού του στη θέση του προπονητή της ομάδας! Η Μπαρτσελόνα υποκύπτει σε όλες τις απαιτήσεις του Ούγγρου, αλλά θα έπρεπε να περιμένει κάποιο χρονικό διάστημα για να αποκομίσει τα οφέλη της από τη μεταγραφή, αφού ενδιάμεσα η FIFA είχε επιβάλει τιμωρία ενός έτους στον αυτομολήσαντα παίκτη. Οταν ξεπεράστηκε και αυτό το εμπόδιο, με την ανακήρυξή του ως πολιτικού πρόσφυγα, ο «Κούκσι» ξεκίνησε τις «παραστάσεις» του τόσο στην Μπαρτσελόνα, όσο και στην Εθνική Ισπανίας στην οποία αγωνίστηκε με τις ευχές του Φράνκο.

Στους «μπλαουγκράνα» έμεινε για 11 χρόνια και ηγήθηκε μιας ομάδας που μόλις είχε αρχίσει να γιγαντώνεται.

Από το μικρό Λες Κορτς στο θρυλικό Καμπ Νου

Μαζί με παίκτες όπως οι Αντονι Ραμαλίετς, Μαριά Γκονσάλβο, Εστανισλάο Μπασόρα, Σέζαρ Ροντρίγκες, Τζοάν Σεγκάρα ο Κουμπάλα έφθασε στο απόγειο της δόξας του. Κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα Ισπανίας, πέντε Κύπελλα και δύο Εκθέσεων (πρώην Κύπελλο UEFA), καθώς και ένα Κόπα Λατίνα, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ως ένα «μικρό» Κύπελλο Πρωταθλητριών.

Αρχισε να χτίζει έναν μύθο γύρω από την Μπαρτσελόνα, η οποία μέχρι το 1957 αγωνιζόταν στο «Λες Κορτς» το οποίο αρχικά είχε χωρητικότητα 20.000 θεατών και στη συνέχεια έφθασε μέχρι και τις 60 χιλιάδες. Οταν δεν υπήρχε άλλος χώρος για την επέκταση του γηπέδου και βλέποντας τη ραγδαία εξέλιξη του συλλόγου και την αυξανόμενη ζήτηση των εισιτηρίων, η διοίκηση της Μπαρτσελόνα, το 1954, πήρε την απόφαση να χτίσει ένα νέο γήπεδο αντάξιο της ομάδας που είχε. Κάπως έτσι, ξεκίνησε η δημιουργία του θρυλικού Καμπ Νου, στο οποίο θα μπορούσαν, πλέον, να παρακολουθήσουν περισσότεροι από 90.000 θεατές τον Κουμπάλα και την παρέα του. Η αρχή του τέλους ήρθε με την ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας από τον «σκληρό» υποστηρικτή του κατενάτσιο, Ελένιο Χερέρα, το 1958. Ο Αργεντινός τεχνικός απαιτούσε απόλυτη πειθαρχία από τους παίκτες του, με αποτέλεσμα να έρθει αρκετές φορές σε σύγκρουση με τον Κουμπάλα, ο οποίος λάτρευε έναν πιο «ελεύθερο» τρόπο ζωής.

Ο κύκλος του στην Μπαρτσελόνα έκλεισε το 1961, όταν σε ηλικία 34 ετών θέλησε να ανοίξει νέους ορίζοντες. Απεδέχθη έναν ρόλο παίκτη – προπονητή αρχικά στην Εσπανιόλ, μετά στη Ζυρίχη και τέλος στους Τορόντο Φάλκονς, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε αποκλειστικά με την προπονητική χωρίς, όμως, ανάλογη επιτυχία.

Πέθανε στις 17 Μαΐου 2002 στη Βαρκελώνη και από το 2009 το άγαλμά του κοσμεί τον περιβάλλοντα χώρο του Καμπ Νου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή