Αλλάξαμε ή όχι;

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Κλείνουν τέσσερα χρόνια από την ουσιαστική πτώχευση της χώρας και την ένταξή της στον μηχανισμό στήριξης. Από μια πλευρά, φαίνεται πως άλλαξαν τα πάντα και πως η σημερινή Ελλάδα είναι άλλη χώρα από αυτήν που ήταν το 2009. Από την άλλη όμως, φαίνεται εξίσου πως δεν άλλαξαν και πολλά, αφού παρά τις τεράστιες πιέσεις, τόσο η ελληνική κοινωνία όσο και το πολιτικό σύστημα παραμένουν προσκολλημένα στις συνήθειες και νοοτροπίες του παρελθόντος. Τι ακριβώς ισχύει; Αλλάξαμε ή όχι; Η απάντηση δεν είναι προφανής και σίγουρα δεν βοηθούν οι γενικευτικοί αφορισμοί που συνηθίζονται. Αντί λοιπόν να θέτουμε το ερώτημα με γενικούς όρους, αξίζει να περιδιαβούμε στις επιμέρους διαστάσεις του θέματος.

Ξεκινώντας από την οικονομία, θα διαπιστώσουμε εύκολα πως στα δημοσιονομικά έχει γίνει μια πραγματική επανάσταση. Από την ευδαιμονία των ανεξέλεγκτων ελλειμμάτων και την εκτόξευση του χρέους περάσαμε στη σκληρή αλλά αναπόφευκτη πραγματικότητα των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Αυτό φυσικά έχει τεράστιο κόστος: δεν χρειάζεται ιδιαίτερη εξυπνάδα για να αντιληφθεί κανείς πως η αναγκαστική προσγείωση ενός αεροπλάνου που παθαίνει βλάβη στο μέσο μιας πτήσης είναι, παρά τις σημαντικές απώλειες, άθλος. Πόσο όμως άλλαξε η οικονομία πέρα από τα δημοσιονομικά; Η προσαρμογή διέλυσε τη φούσκα της ελληνικής οικονομίας, θέτοντας τέρμα στο μοντέλο της εσωτερικής κατανάλωσης με δανεικά. Ταυτόχρονα, όμως, η εξάλειψη της τραπεζικής χρηματοδότησης και η άνοδος της φορολογίας έκαψε μαζί με τα ξερά και κάμποσα χλωρά. Οι συνέπειες για την «πραγματική οικονομία» είναι γνωστές: κατάρρευση της οικονομικής δραστηριότητας, συρρίκνωση των εισοδημάτων, εκτόξευση της ανεργίας. Η οικονομική θεωρία επιτάσσει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (απελευθέρωση αγορών, μείωση του κράτους κ.λπ.) ως μέσο επανεκκίνησης με στόχο την εξωστρέφεια, την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και την παραγωγή πλούτου. Δεν είμαστε ακόμη εκεί, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως δεν έχει πραγματοποιηθεί κάποια μεταρρύθμιση. Πολλά έχουν αλλάξει σε αρκετούς τομείς (π.χ. εργασιακά), αρκετά σε πολλούς τομείς, και ελάχιστα σε άλλους. Δυστυχώς, δεν μπορούμε να αποτιμήσουμε με αυστηρά κριτήρια τις αλλαγές αυτές, γιατί αγνοούμε το ακριβές τους εύρος. Πόσοι από τους νέους νόμους άραγε εφαρμόζονται στην πράξη; Μία επιπλέον δυσκολία είναι πως ακόμη και στην περίπτωση πλήρους επιτυχίας των μεταρρυθμίσεων τα αποτελέσματα αργούν να φανούν.

Τα πράγματα δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει και πολύ σε σχέση με τη δημόσια διοίκηση. Σίγουρα δεν έχει συνέλθει από την καθίζηση που υπέστη και ενώ ο κρατικός μηχανισμός έχει συρρικνωθεί, η αποδοτικότητά του εξακολουθεί να είναι χαμηλή. Αν στρέψουμε την προσοχή μας σε δύο καίριους για τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη τομείς, τη Δικαιοσύνη και την Παιδεία, θα διαπιστώσουμε πόσο μικρές είναι οι ενδείξεις αλλαγής. Η μεγαλύτερη νομοθετική παρέμβαση στην ανώτατη παιδεία, ο νόμος Διαμαντοπούλου, είχε δυστυχώς περιορισμένα αποτελέσματα, ενώ η Δικαιοσύνη συνεχίζει να εμφανίζει τεράστιες δυσλειτουργίες. Προφανώς μιλάμε για τομείς που αλλάζουν αργά ακόμη και κάτω από ιδανικές συνθήκες.

Η πολιτική σφαίρα παρουσιάζει μιαν αντίστοιχα ασαφή εικόνα. Το μεταπολιτευτικό κομματικό σύστημα δεν υφίσταται πλέον: το κόμμα που σφράγισε την Ελλάδα της τελευταίας τεσσαρακονταετίας, το ΠΑΣΟΚ, κατέρρευσε. Αξιωματική αντιπολίτευση είναι ένα μέχρι πρόσφατα περιθωριακό κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, ενώ ένα νεοναζιστικό γκρουπούσκουλο με λογική εγκληματικής οργάνωσης έφθασε να διεκδικεί την τρίτη θέση στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων. Οι αλλαγές αυτές είναι τόσο αδιανόητες, που αν τις προέβλεπε κανείς το 2009 θα προκαλούσε γενική θυμηδία. Από την άλλη, όμως, κάποια πράγματα δεν φαίνεται να έχουν αλλάξει καθόλου. Παρά τη συρρίκνωση του πολιτικού χρήματος και των πόρων του κράτους, η κυβέρνηση πολιτεύεται με έντονα πελατειακά κριτήρια. Ο ρόλος των μεγάλων ΜΜΕ δεν έχει αλλάξει και ο λαϊκισμός κυριαρχεί μαζί με την πολιτική συναλλαγή. Η στελεχιακή ανανέωση των μεγάλων κομμάτων φαίνεται πως εξαντλείται σε άπειρους, στην καλύτερη περίπτωση, καλλιτέχνες και αθλητές. Παρά το γεγονός πως κάποιοι πρώην πανίσχυροι πολιτικοί τιμωρήθηκαν για τις καταχρήσεις τους, είναι διάχυτη η αίσθηση πως η κάθαρση δεν προχώρησε όσο έπρεπε. Χρεοκοπημένες αντιλήψεις και συμπεριφορές εξακολουθούν να παραμένουν στο προσκήνιο καθώς η κυβερνητική δεξιά πλειοδοτεί σε παλαιοκομματισμό, ενώ η αντιπολίτευση έχει κάνει σημαία της τον κουτσαβάκικο κουτσογιωργισμό του βαθέος ΠΑΣΟΚ.

Τα ίδια ισχύουν και ως προς την καθημερινότητα. Από τη μία, η κρίση μάς δίδαξε πως δεν μπορούμε να ξοδεύουμε αμέριμνα, πως η κακοδιοίκηση κοστίζει πολύ ακριβά και πως στο τέλος πάντοτε καταφθάνει ο λογαριασμός. Από την άλλη, πολλοί εξακολουθούν να πιστεύουν ότι την κρίση την προκάλεσε το Μνημόνιο που άδικα μας επέβαλαν οι ξένοι. Η αλήθεια είναι πως οι αλλαγές είναι συχνά υπόγειες και πως οι άναρθρες κραυγές ακούγονται δυνατότερα από τις μύχιες σκέψεις. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός πως η κρίση έχει αναπροσανατολίσει τη δράση των οικονομικών υποκειμένων και ότι από εκεί ξεκινά πάντοτε η επανεκκίνηση μιας οικονομίας. Ενα είναι το σίγουρο, τελικά: το ερώτημα εάν αλλάξαμε ή όχι είναι λάθος. Το σωστό ερώτημα είναι εάν αλλάζουμε όσο γρήγορα πρέπει.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή