Οι πιό αγαπημένες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών

Οι πιό αγαπημένες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών

19' 28" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Λίγο πριν αποχαιρετίσουμε το 2014, την επετειακή χρονιά του ελληνικού σινεμά που γιόρτασε φέτος τα εκατό του χρόνια, και ενώ το 55ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονικής έκανε αναδρομικό αφιέρωμα με ταινίες που ψήφισε το ίδιο το κοινό, κάνουμε το δικό μας μίνι γκάλοπ με πρόσωπα των γραμμάτων και των τεχνών ρωτώντας τους ποια είναι η αγαπημένη τους ελληνική ταινία όλων των εποχών. Οι απαντήσεις τους επιφύλαξαν μικρές και μεγάλες εκπλήξεις. Προλογίζει η κριτικός κινηματογράφου Μαρία Κατσουνάκη.

Από τον «Δράκο» στον «Κυνόδοντα»

Συμβαίνει κάτι περίεργο με την ηλικία του ελληνικού κινηματογράφου. Λειτουργεί αντίστροφα. Είναι σα να ξεκίνησε ηλικιωμένος, σε βαθύ γήρας, και σιγά σιγά να απελευθερώθηκε από βάρη και να προσπάθησε να ανακαλύψει τον κόσμο από την αρχή. Να άνοιξε διάπλατα τα μάτια με έκπληξη και όρεξη να ανατρέψει κανόνες, να αντιμετωπίσει την πραγματικότητα χωρίς προστατευτικά φίλτρα.

Μέσα σε αυτόν τον αιώνα που ξεκίνησε με την «Γκόλφω» (1914, πρώτη μεγάλου μήκους που γυρίστηκε στην Ελλάδα), οι διαδρομές ήταν ποικίλες. Κι αν η ενδοσκόπηση κερδίζει την άτυπη αυτή κούρσα, αφήνοντας πίσω, λαχανιασμένη, την κωμωδία, στην τελευταία σειρά τον σαρκασμό και κολλημένο στην αφετηρία τον αυτοσαρκασμό και τη λιτότητα, πάντα θα υπάρχουν τα πρόσωπα του Λογοθετίδη, του Αυλωνίτη, του Ηλιόπουλου, να μας κλείνουν το μάτι. Κοιτώντας από μια, τεχνητή, απόσταση αυτόν τον αιώνα, βλέπουμε ταινίες που χωρίς δισταγμό αποκαλεί κανείς αριστουργήματα και άλλες που υπερτιμήθηκαν και λησμονήθηκαν στο χρόνο. Βλέπει κυρίως όμως ηθοποιούς που άφησαν εποχή και μια νέα γενιά ερμηνευτών να καθιερώνεται παίρνοντας τη σκυτάλη. Το πρόσωπο του ελληνικού σινεμά είναι τα πρόσωπα των ηθοποιών του. Η Μάρω Βασιλείου («Ευδοκία»), η Αννα Βαγενά (το «Προξενιό της Αννας»), η Μελίνα Μερκούρη («Στέλλα»), ο Θανάσης Βέγγος … ο κατάλογος μεγαλύτερος από τις ταινίες.

Από τις αρχές του αιώνα, στη μεταπολεμική εποχή κι από εκεί στη δικτατορία, στη γέννηση του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου έως το πρόσφατο weird wave, η εικόνα της Ελλάδας άλλαζε παράλληλα με το ελληνικό σινεμά. Μπορεί το κοινό να μην ήταν πάντα θεατής των κινηματογραφικών αλλαγών και οι σκηνοθέτες να γύριζαν, για μεγάλα διαστήματα, την πλάτη τους στην κοινωνία. Ομως το παρόν, με τις διεθνείς διακρίσεις, δεν είναι αποκομμένο από το συνεχές – ασυνεχές του παρελθόντος. Από αυτό που κρατάμε και από αυτό που πετάμε. Μαζί πορεύονται. Σε αυτήν την τούρτα γενεθλίων ο «Δράκος» έχει δίπλα του τον «Κυνόδοντα». Είναι αταίριαστοι αλλά όχι άγνωστοι μεταξύ τους.

Ας περιμένουν οι γυναίκες (1998)

Σκηνοθεσία:  Σταύρος Τσιώλης

Το «Ας περιμένουν οι γυναίκες» είναι μια βαθιά πολιτική σάτιρα που σχολιάζει με εξαιρετικό τρόπο τον «Νεοέλληνα» της μεταπολίτευσης, την πολιτική διαφθορά, τις πελατειακές σχέσεις με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, το λάιφ στάιλ, όλα όσα έφεραν τα σημερινά αποτελέσματα. Το κάνει δε με έναν χιουμοριστικό τρόπο και αυτό την κάνει σπουδαία. Δυστυχώς στην Ελλάδα ο πολιτικός και ο καταγγελτικός λόγος εκφράζονται συνήθως «σοβαρά», ενώ η κωμωδία αφορά πάντα φωτομοντέλα, κακά τηλεοπτικά σενάρια και χαζό χιούμορ. Λίγοι καλλιτέχνες, όπως ο Τσιώλης ή ο Κεχαίδης στο θέατρο, καταφέρνουν να κάνουν σάτιρα χωρίς να χάσουν τον στόχο. Οι διάλογοι στην ταινία, με αποκορύφωμα την κλασική πια σκηνή με το «πέναλτι» είναι ταυτόχρονα λαϊκοί, σουρεαλιστικοί, καυστικοί αλλά και ανθρώπινοι. Ενας δεύτερος λόγος που μου αρέσει πολύ αυτή η ταινία είναι γιατί χρησιμοποιεί επαγγελματίες ηθοποιούς αλλά και ερασιτέχνες, και έχει κάτι… χύμα στον τρόπο που έχει γυριστεί. Δεν είναι αυτοαναφορική, δεν είναι ελιτίστικη και βρίσκεται σε άμεσο διάλογο με την κοινωνία. Και μόνο για τις 2 στρουμπουλές γιαγιάδες που βάζουν τα cd, της αξίζει ειδική μνεία…«Ε, Αρχοντούλα;» Αυτό το σινεμά μας λείπει σήμερα.

Κωνσταντίνα Βούλγαρη, σκηνοθέτις και υπεύθυνη του www.hitandrun.gr

Attenberg (2010)

Σκηνοθεσία: Αθηνά Ραχήλ Τσαγκάρη

Το Attenberg είναι ό τι καλύτερο έλαχε στον ελληνικό κινηματογράφο τον 21ο αιώνα. Μια ταινία – μετεωρίτης που ήρθε από το πουθενά. Μια ταινία που δεν επιβάλλεται με το έτσι θέλω, μια ταινία που πρέπει να της αξίζεις. Οπως κάποιο έργο μοντέρνας τέχνης το προσπερνάει κανείς χωρίς να του δώσει σημασία, φτάνει όμως ένα κλικ για να σταθεί, να το παρατηρήσει και να του αποκαλυφθεί άξαφνα το νοηματικό πλούτο που περιέχει, έτσι και η ταινία της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγκάρη μπορεί να σου ξεφύγει, να περάσει απαρατήρητη. Στην ουσία, το Attenberg αγκαλιάζει μια πολλαπλή θεματολογία γύρω από το θάνατο, το σεξ, την μύηση και τον νεωτερισμό. Αντισυμβατικά και αβίαστα, χωρίς ψυχολογικά βαρίδια αλλά με αλλοπρόσαλλο χιούμορ, καταφέρνει να ταιριάξει την κατάθλιψη με την χαρμοσύνη, να συνδέσει την εκζήτηση των αλλόκοτων συμπεριφορών με την τρυφερότητα των συναισθημάτων, να χορογραφήσει τα σώματα με παιχνιδιάρικο ύφος, να ελαφρύνει τον θάνατο και να απομυθοποιήσει το σεξ. Εκπληκτικό εγχείρημα που τοποθετεί τον κινηματογράφο ως σύνθετη εκφραστικότητα στην διασταύρωση άλλων τεχνών και μέσων, όπως ο χορός, το θέατρο και η video installation. Μεταμοντέρνα και αφοπλιστική χειρονομία που εμπνέει και την μουσική υπόκρουση της ταινίας από την πανκ στην τζαζ και μέχρι τα νοσταλγικά τραγούδια της Φρανσουάζ Αρντί. Με ανυπομονησία. ανάμικτη με  δέος, περιμένουμε την επόμενη ταινία της Τσαγκάρη…

Μισέλ Δημόπουλος, κριτικός κινηματογράφου, πρώην Διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Γλυκιά Συμμορία (1983)

Σκηνοθεσία: Νίκος Νικολαϊδης

Από όλες τις ελληνικές ταινίες, αυτή που μου έρχεται αβίαστα στο μυαλό σαν μια από τις καλύτερες είναι η «Γλυκιά Συμμορία» του Νίκου Νικολαϊδη. Δεν είναι μόνο το ζενίθ ενός εξαιρετικού σκηνοθέτη («Ευριδίκη ΒΑ», «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα», «Γλυκιά Συμμορία») αλλά εκφράζει πολύ καλά αυτή την εποχή του ελληνικού σινεμά, τη δεκαετία του '80, που συνδύασε την άνθιση και τον πλουραλισμό στην έκφραση των Ελλήνων κινηματογραφιστών με  μια περίεργη όρεξη από την πλευρά των θεατών για «διαφορετικό» σινεμά. Ετσι ο Νικολαΐδης με τη «Συμμορία» βρίσκει το κοινό του με μια ταινία που δεν μοιάζει να έχει γεννηθεί από καμία πρότερη κατάσταση, δεν υπακούει σε κανένα κανόνα, δεν ανήκει σε καμία εποχή.

Μιλάει μια γλώσσα άγνωστη. Σαν τα ξένα τραγούδια, που δεν ξέρεις τα λόγια, αλλά που το σύνολο σου μιλάει κατ΄ ευθείαν στην καρδιά. Η «Γλυκιά Συμμορία» είναι η πιο πλήρης έκφραση αυτού του στεγανού κόσμου, που είναι ανατρεπτικός και βίαιος αλλά και αθώος και ρομαντικός. Ο Νικολαϊδης κάπου έγραψε: «αν ζήσεις πάνω από τα τριάντα, σίγουρα κάτι έχεις προδώσει». Τώρα, στα πενήντα δύο μου, σαν κινηματογραφιστής ζηλεύω αυτές τις ταινίες οι οποίες χωρίς να ζητάνε τη γνώμη του, σέβονται απολύτως τον θεατή.

Γιώργος Αργυροηλιόπουλος, διευθυντής φωτογραφίας

Ευδοκία (1971)

Σκηνοθεσία: Αλέξης Δαμιανός

Μου αρέσει η αμεσότητα και η αδρή ποιητικότητά της. Σ' αντίθεση με πολλά έργα του νεοελληνικού κινηματογράφου είναι αυθεντικό και δεν μιμείται ξένα πρότυπα. Η φόρμα και το περιεχόμενό του συνδέονται με πολύ οργανικό τρόπο μεταξύ τους. Είναι μια πολύ μοντέρνα ταινία. Αν και την είδα πριν από πολύ καιρό, ακόμη ανακαλώ εικόνες από αυτήν. Προσπαθεί να διηγηθεί μια ιστορία με όσο καλύτερο τρόπο γίνεται χωρίς να θέλει να επιβάλλει ένα προσωπικό στυλ. Είναι ριζοσπαστική, καταλύει τους κανόνες όπου χρειάζεται χωρίς αυτό να γίνεται αυτοσκοπός.

Θωμάς Μοσχόπουλος, θεατρικός σκηνοθέτης

Zorba the Greek (1964)

Σκηνοθεσία: Μιχάλης Κακογιάννης

Ο «Ζορμπάς» του αείμνηστου Μιχάλη Κακογιάννη, είναι μία από τις ταινίες που πραγματικά ξεχωρίζω, καθώς ο Νίκος Καζαντζάκης είναι ένας από τους αγαπημένους μου Ελληνες συγγραφείς.

Το μεγαλείο της ελληνικής ψυχής όπως αυτό αναβλύζει σε κάθε πτυχή της πλούσιας, όσο και αυθεντικής ιδιοσυγκρασίας του ήρωα που σμίλεψε αριστοτεχνικά με τη πένα του ο Καζαντζάκης και αποτύπωσε με αριστουργηματικό τρόπο ο Μιχάλης Κακογιάννης στη διάσημη, βραβευμένη με Οσκαρ, ταινία του με τη συγκλονιστικά ζωντανή μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, είναι στοιχεία που με συγκινούν σε βάθος.

Κι αυτό, γιατί μέσα στην πηγαία λεβεντιά και στον ανυπέρβλητο θησαυρό της γνώσης του Αλέξη Ζορμπά, αρετές που αναβλύζουν ατόφιες από τη μεστωμένη εμπειρία της αληθινής ζωής, κρύβεται ένα αξιοζήλευτο, ελεύθερο πνεύμα. Ενας άνθρωπος-λυτρωτής με μεγάλη καρδιά, τόσο φωτεινή και διαπεραστική όσο ο ελληνικός ήλιος που συμπυκνώνει την παράδοση, τα αρώματα και τη μουσική της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Κρήτης. Ο Αντονι Κουίν σφράγισε όλα αυτά τα στοιχεία στη μεγάλη οθόνη με ένα επικών διαστάσεων συρτάκι και μια μεγάλη ερμηνεία που κατάκτησε τον κόσμο.

Σε μια εποχή όπου η καθημερινότητά μας διακατέχεται από την αγωνία, ο Αλέξης Ζορμπάς -είτε ως λογοτεχνικός ήρωας, είτε ως κινηματογραφικός χαρακτήρας- μας μαθαίνει το πιο ουσιαστικό. Αυτό που ενδεχομένως λείπει από τη ζωή μας, που το έχουμε παραγνωρίσει και αντικαταστήσει με πρόσθετα, ποικιλότροπα άγχη· τον τρόπο να αγαπάμε τη ζωή, κοιτάζοντάς την στα μάτια. Το βιβλίο και η ταινία είναι ακριβώς αυτό: ένα εγχειρίδιο αγάπης για τη ζωή.

Μύρων Μιχαηλίδης, Καλλιτεχνικός Διευθυντής Εθνικής Λυρικής Σκηνής

H δε γυνή να φοβήται τον άνδρα(1965)

Σκηνοθεσία: Γιώργος Τζαβέλλας

– Θεωρώ τον Τζαβέλλα έναν σπουδαίο μάστορα του κινηματογράφου. Στις ταινίες του, κι ειδικά σ' αυτήν, όλοι οι ηθοποιοί παίζουν εξαιρετικά. Συνήθως οι σκηνοθέτες του κινηματογράφου δίνουν έμφαση στην εικόνα και όχι στην ερμηνεία. Ενας ηθοποιός του θεάτρου, ακόμη κι αν δεν του έχουν δώσει τις σωστές οδηγίες, θα το βρει εάν έχει μεράκι για τη δουλειά του. Ο Γιώργος Τζαβέλλας καθοδηγούσε τους πρωταγωνιστές του με έναν εκπληκτικό τρόπο. Και το να διδάξεις έναν ηθοποιό τον ρόλο του, πόσω μάλλον έναν φτασμένο, χρειάζεται μαεστρία. Ο Κώστας Δούκας, για παράδειγμα, λέει μόνο τρεις γραμμές και ξεχωρίζει. Η ατάκα του «Καραβάγγο το φελέκι σου… » έχει εγγραφεί στο ελληνικό υποσυνείδητο. Ή το «Παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω!» του Αντωνάκη. «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» έχει ζωντάνια και ρυθμό, που ώρες ώρες θυμίζει ιταλικό νεο-ρεαλισμό. Κι επίσης έχει ένα από τα ωραιότερα σενάρια που έχω δει ποτέ. Λαμβάνοντας υπόψη την εποχή που γυρίστηκε (1965) και δεδομένου των συνθηκών, είναι ένα κινηματογραφικό αριστούργημα.

Σπύρος Παπαδόπουλος, ηθοποιός

H δε γυνή να φοβήται τον άνδρα(1965)

– Δυσκολεύομαι να διαλέξω ανάμεσα στο «Λατερνα, φτώχεια και φιλότιμο» και στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα». Την «Λατέρνα» την είδα μικρό παιδί και έκτοτε δεν χορταίνω να την βλέπω στην τηλεόραση. Υπάρχουν σκηνές εκεί μέσα, τόσο ωραίες, που μου φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Γιατί, όπως τα δυσάρεστα πράγματα από ένα σημείο και μετά δεν τα αντέχεις, έτσι και στα όμορφα πράγματα από ένα σημείο και μετά βάζεις τα κλάματα. Η «Λατέρνα» έχει την τέλεια μουσική, τους τέλειους ηθοποιούς, το τέλειο στόρι. Στο τέλος θριαμβεύει ο έρωτας -η ένωση του πλούτου με την φτώχεια- κι αυτήν την ένωση του παντός, την κατορθώνουν δύο απλοί και λίγο πονηροί καλλιτέχνες του δρόμου. Σπουδαίος ο Σακελλάριος!

Τελικά όμως κλίνω στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα». Βλέπεις εκεί την Αθήνα να γκρεμίζεται για να σηκώσει πολυκατοικίες κι όλοι μοιάζουν ενθουσιασμένοι μ΄ αυτό. «Πρόοδος» σου λέει. Αλλά ο υπέροχος Τζαβέλας δείχνει επιφυλακτικός έως αρνητικός. Ασε το άλλο: η ηρωίδα, η Μάρω Κοντού, υποφέρει τα πάνδεινα από τον κύριο Αντωνάκη, τον Κωνσταντίνου, και μόλις φέρνει την σχέση εκεί που θέλει εκείνη, όπως την ονειρευόταν, δίνει μια και τα καταστρέφει όλα διότι της βγαίνει φαίνεται όλος ο συσσωρευμένος θυμός. Είναι πολύ χαρακτηριστικό αυτό στις γυναίκες μας και πρώτη φορά το βλέπουμε στο σινεμά. Στο τέλος όμως η βαθύτερη αλήθεια και η αγάπη βγαίνουν στην επιφάνεια όταν βλέπουν ότι ο κόσμος τους γκρεμίζεται, όταν βλέπουν να γκρεμίζεται το σπιτάκι τους που συμβολίζει τον κόσμο τους. Μες στην καταστροφή θριαμβεύει η αγάπη και η σύμπνοια. Που να βρει πια κανείς τέτοιες ταινίες;

Διονύσης Σαββόπουλος, μουσικός

Ιωάννης ο βίαιος (1973)

Σκηνοθεσία: Τώνια Μαρκετάκη

Αμφιβάλλω αν η «λιστομανία» που είναι της μόδας αυτή την εποχή έχει κανένα νόημα. Απαντώ όμως γιατί θέλω να μιλήσω για μια ελληνική ταινία με την οποία μου συνέβη το εξής. Οταν την είδα είπα «αυτό είμαι εγώ». Το έργο είναι ο «Ιωάννης ο Βίαιος» της Τώνιας Μαρκετάκη.

Το είδα σε μία προβολή στο σχολείο, από αυτές που οργάνωνε για να μας μυήσει στον ελληνικό κινηματογράφο η Λουκία Ρικάκη, και ανέκραξα «αυτό είμαι εγώ». Δεν γνωρίζω αν εκείνο το «εγώ» ήταν ο διαταραγμένος ήρωας, οι ανοίκειοι αθηναϊκοί δρόμοι, τα κλειστά δωμάτια, ή η αίθουσα του δικαστηρίου. Σε όλους τους τόπους και τα πρόσωπα αναγνώριζα ένα είδος εκστατικής αλήθειας που μόνο όταν είσαι ερωτευμένος ή βαρύτατα άρρωστος συλλαμβάνεις.

Η ταινία αυτή έχει όλα αυτά που αγαπώ και είναι εντελώς αντιδημοφιλή σήμερα. Δεν έχει «θέμα» (βασίζεται σε μία πραγματική ιστορία δολοφονίας η οποία συνεχώς όμως υπονομεύεται, ώστε σε κάποια στιγμή το ίδιο το θέμα να είναι δυσδιάκριτο), δεν έχει «άλλα επίπεδα» ούτε και «μηνύματα», διαπνέεται από ένα παράδοξο χιούμορ.  Είναι ένα αίνιγμα· μοιάζει με την μορφή ενός γλυπτού.

Είναι ένα έργο που θέλω να βλέπω και να ξαναβλέπω χωρίς να καταλαβαίνω γρι, με τις αισθήσεις μου σε εγρήγορση.

Εύα Στεφανή είναι σκηνοθέτις και καθηγήτρια. Διδάσκει ιστορία και θεωρία του κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Καιρός των Ελλήνων (1981)

Σκηνοθεσία: Λάκης Παπαστάθης

Είδα τον «Καιρό των Ελλήνων» πρόσφατα με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου του Γιάννη Κιουρτσάκη «Ο Νεοελληνικός Διχασμός και το Μυστήριο της Τέχνης. Ξαναβλέποντας δύο ταινίες του Λάκη Παπαστάθη» (εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ) και με συγκίνησε πολύ, έτσι ξαφνικά, για τους εξής λόγους:

-Επαιζαν στην ταινία αυτή διάφοροι αγαπημένοι φίλοι που έχουν φύγει από την ζωή (ο Αλέξης Δαμιανός, ο Μίμης Χρυσομάλλης, ο Γιώργος Σαμπάνης).

– Εχει μια αγνότητα και μια αθωότητα που με γοητεύει. Η λιτή κινηματογράφησή του φαντάζει πολύ μοντέρνα.

– Ο Παπαστάθης, όπως και όλη εκείνη η γενιά, προσπαθεί να ενώσει την ελληνική λογοτεχνία με τον κινηματογράφο, κάνει σινεμά γιατί έχει να πει κάτι σημαντικό για την ελληνική ιστορία. To σινεμά του έρχεται σε αντίθεση με εκείνο της Φίνος Φιλμ που θέλει να διασκεδάσει. Ο Παπαστάθης κάνει σινεμά για να εκφράσει την αλήθεια της Ελλάδας. Τώρα το αν το πετυχαίνει ή όχι αυτό θα το κρίνει η ιστορία.

– Η ταινία αντιμετωπίζει το θέμα του νεοελληνικού διχασμού ανάμεσα στον Αστό και τον Ληστή. Την αντιμετωπίζει διαλεκτικά γιατί ο Αστός κάτι καταλαβαίνει από τη ζωή των Ληστών και αντίστοιχα ο Ληστής στο τέλος αφήνει τα βουνά, προδίνει τους συντρόφους του και ακολουθεί τον τακτικό στρατό. Η ταινία προσπαθεί να δείξει πώς ο ένας κόσμος γοητεύεται από τον άλλο, τελοσπάντων αν όχι γοητεύεται, τουλάχιστον θέλει να μάθει ο ένας για τον άλλο, και κατά κάποιο τρόπο συγκινείται από αυτό που εκφράζει.

– Είναι πολύ συγκινητικές οι ερμηνείες των ηθοποιών.

– Δεν ξέρω ίσως κι εγώ να έχω μεγαλώσει και να αναπτύσσω το σύνδρομο … της νοσταλγίας. Οταν είσαι νέος ζεις πάντα στο παρόν, δεν υπάρχει καμία νοσταλγία. Και οι ήρωες του «Καιρού» ζουν στο απόλυτο παρόν. Το θέμα είναι εμείς σαν θεατές, σαν Ελληνες πού βρισκόμαστε σήμερα; Ζούμε στο παρόν; Ή έχουμε μπει σε φάση νοσταλγίας …. με τις Καρυάτιδες της Αμφίπολης να τη τροφοδοτούν στο έπακρο;

Πάντως ο έρωτας και η δημιουργία μας φέρνουν πάντα στο παρόν. Αμα λύσουμε και τα οικονομικά της χώρας μας….

Γιάννης Δασκαλοθανάσης, διευθυντής φωτογραφίας.

Καταδρομή στο Αιγαίον (1946) 

Σκηνοθεσία: Μ. Καραγάτση

Ο γνωστός λογοτέχνης είχε σκηνοθετικές φιλοδοξίες, οι οποίες όμως σταμάτησαν στην πρώτη του ταινία. Την είχα δει στα μαθητικά μου χρόνια.  Θυμάμαι ελάχιστα πράγματα – όπως ότι πρωταγωνιστούσε ο Λάμπρος Κωνσταντάρας-, τα υπόλοιπα μπορώ να τα φανταστώ. Αυτή η αχλύ της μνήμης είναι ο βασικός λόγος της συγκίνησής μου.

Θανάσης Βαλτινός, συγγραφέας

Μαγική Πόλις (1954)

Σκηνοθεσία: Νίκος Κούνδουρος

Μια ταινία ρεαλιστική και ποιητική ταυτόχρονα, με την υπέροχη μουσική του Μάνου Χατζιδάκι.

Ο Κούνδουρος τη γύρισε το 1954, μετά από το «ταξίδι» του στη Μακρόνησο έχοντας ως συνεργείο τους Μακρονησιώτες φίλους του. Ο Κατράκης, ο Βέγγος, ο Στρατηγός και ο Φωτόπουλος, όλοι ήταν δίπλα του, με αγάπη και κοινό όραμα για έναν κόσμο δίκαιο.

Ο Κούνδουρος είπε για την ταινία του (στο βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου «Οδύσσειες σωμάτων»): «Η αθωότητα ήταν το κυρίαρχο στοιχείο της εποχής. Νομίζαμε πως κάποια στιγμή θα ερχόταν και η ώρα της δικαιοσύνης, αυτοδίκαια από μόνη της. Γέννημα φυσικό τόσων αγώνων τόσου αίματος…».

Από το στρατόπεδο της Μακρονήσου, ο Κούνδουρος βρίσκεται στη φτωχογειτονιά στο Δουργούτι, σε έναν άλλο χώρο εγκλεισμού, με όπλο τώρα πια την κινηματογραφική μηχανή ως φωνή. Για άλλη μια φορά ο Κούνδουρος τάσσεται υπέρ των αδυνάτων και τα βάζει με την εξουσία, με το εχθρικό κράτος και είναι μόλις 28 ετών!

Εικόνες από χαμόσπιτα, λαμαρίνες, απλωμένες μπουγάδες, αυλάκια με βρόμικα νερά, σκαλάκια και κατώφλια κυριαρχούν σε αυτή την παραγκούπολη με τους Ελληνες της Μικράς Ασίας. Αυτές τις εικόνες φτώχειας και πληγής ο Κούνδουρος τις κάνει τέχνη και πολιτική καθώς είναι «κρυμμένες» από το έξω κόσμο.

Η τελευταία σκηνή δηλώνει την αλληλεγγύη της κοινότητας ενάντια στην εκμετάλλευση και την αδικία. Είναι η σκηνή όπου όλοι οι γείτονες προσφέρουν ότι έχουν από το στέρημα τους για να σωθεί το φορτηγό του Φούντα από την κατάσχεση λόγω χρεών. Είναι παράδειγμα για την Ελλάδα του σήμερα, είναι η ανάγκη για μια συλλογική κοινωνία, είναι η μοναδική μορφή αντίστασης σε ένα κόσμο στον οποίο οι ζωές μας έχουν γίνει διακύβευμα αμείλικτης πολιτικής.

Αξίζει όλοι να τη δούμε ξανά με προσοχή.

Μαρία Παπαδημητρίου, εικαστικός.

Οι κυνηγοί (1977)

Σκηνοθεσία: Θεόδωρος Αγγελόπουλος

Είναι δύσκολο σε 100 χρόνια ελληνικού κινηματογράφου να σου ζητούν να ξεχωρίσεις μια και μόνο ταινία που σου άρεσε περισσότερο. Εκεί που κατασταλάζεις αυτομάτως την ανατρέπουν άλλες εξίσου αγαπημένες. Πολλές ταινίες σημαντικές (σημαντικών σκηνοθετών, δε θα αναφερθώ σε ονόματα) μ’ έχουν αρέσει για κοινούς ή και διαφορετικούς λόγους η κάθε μια ξεχωριστά. Από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο που η γοητεία του πατούσε γερά στις ερμηνείες των σπουδαίων κωμικών ή ταινίες νεότερων ταλαντούχων δημιουργών. Θα αναφερθώ στο σύνολο του έργου του σπουδαίου Θόδωρου Αγγελόπουλου που ο άδικος θάνατός του φτώχυνε τον ελληνικό και διεθνή κινηματογράφο. Μιας και πρέπει να μιλήσω για μια και μόνο θα μιλήσω για τους «Κυνηγούς».  Μια ταινία με βαθιά πολιτική ανάλυση της ιστορίας στη μετεμφυλιακή περίοδο, που ειρωνεύεται και σατιρίζει μέσα από δυνατή ποιητική και εικαστική γραφή, το φόβο της κυρίαρχης (μετά τον εμφύλιο) αστικής τάξης απέναντι στο μεγάλο δικαστήριο της ιστορίας που τους στοιχειώνει σαν μόνιμος εφιάλτης. Είναι η ταινία, η πρώτη, που συνεργάστηκα με τον Θόδωρο. Είναι η πρώτη μου επαφή με το ταλέντο και τη σύνθετη σκέψη του, την ικανότητα και ευχέρεια του να αυτοσχεδιάζει στη στιγμή, να αλλάζει τα πάντα στο στήσιμο των πλάνων δημιουργώντας ατμόσφαιρες υψηλής ποιότητας και φαντασίας. Είναι η ταινία της οποίας τα μαγικά γυρίσματα όποιος δεν μπόρεσε να ζήσει εκ των έσω δε μπορεί να καταλάβει τη γοητεία που άσκησε σε μένα. Οι «Κυνηγοί» σε τελικό μοντάζ είναι 144 λεπτά προβολής. Σαράντα τέσσερα πολυσύνθετα αυτοτελή μονοπλάνα.  Μαζί με τον «Θίασο» και τον «Μεγαλέξαντρο»  πιστεύω πως ορίζουν σαφές και άφθαρτο στον χρόνο της κινηματογραφικής ιστορίας το ανεξίτηλο ύφος της Αγγελοπουλικής γραφής.

Γιώργος Ζιάκας, σκηνογράφος

Σπιρτόκουτο (2003)

Σκηνοθεσία: Γιάννης Οικονομίδης

Χωρίς δεύτερη σκέψη το «Σπιρτόκουτο»  του Γιάννη Οικονομίδη. Αδυσώπητο σφυροκόπημα λεκτικής βίας, ωμός ρεαλισμός και μια ανελέητη αλλά συνάμα σπαρακτική ακτινογραφία της ελληνικής μικρομεσαίας οικογένειας, που για πρώτη φορά παρουσιάζεται δίχως επιπρόσθετα φίλτρα: κλεισμένη σε ένα ασφυκτικό διαμέρισμα, με τα νεύρα τσατάλια, με έναν πάτερα βαρβατίλα-τρίχα-λευκό φανελάκι, μια μάνα-μαινόμενη στα όρια της εκδικητικής μανίας, παιδιά σε χάσιμο και συγγενείς άλλοτε σε ρόλο συνέταιρου και άλλοτε σε ρόλο (ανεπιθύμητου) συγκάτοικου.

Μια ταινία «μετωπική σύγκρουση» που επαναπροσδιόρισε το ελληνικό σινεμά πολύ πριν την πρόσφατη ευφορία για την άνθηση του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.

Ξένια Καλπακτσόγλου, διευθύντρια Μπιενάλε Αθήνας.

Στέλλα (1955)

Σκηνοθεσία: Μιχάλης Κακογιάννης

Δυστυχώς από έφηβος γύρισα την πλάτη μου στο ελληνικό σινεμά. Θεωρούσα τις ελληνικές ταινίες «θεατρικές» ή υπερβολικά εγκεφαλικές για τα γούστα μου (sic). Αυτά τελικά δεν χαρακτηρίζουν τις ελληνικές ταινίες… αλλά πιο πολύ την τότε αλαζονεία μου!

Υπάρχει όμως ένα φιλμ που τη γλίτωσε: η «Στέλλα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Τι ήταν αυτό που με γοήτευσε τόσο; Η φλεγόμενη Μελίνα; Η στέρεη κινηματογράφηση που συνδύαζε την αφήγηση με την προσωπική γραφή; Το ίδιο το δράμα; Ο Αλεξανδράκης, που μου θύμιζε τον πατέρα μου; Το μόνο που γνώριζα για την ταινία πριν τη δω ήταν το «Στέλλα κρατώ μαχαίρι», μια φράση που κοροϊδεύαμε στο σχολείο. Ποτέ δεν περίμενα όμως πως όταν θα έβλεπα αυτή τη σκηνή, θα την παρακολουθούσα τόσο φορτισμένος από συγκίνηση και αγάπη για τη Στέλλα και το Μίλτο.

Βαρδής Μαρινάκης, σκηνοθέτης

Τοπίο στην Ομίχλη (1988)

Σκηνοθεσία: Θεόδωρος Αγγελόπουλος

Αγαπάμε μια ταινία, όπως αγαπάμε έναν άνθρωπο. Γιατί η αγάπη ανανεώνει κάθε σχέση ανακαλώντας την αφετηριακή στιγμή του πρώτου βλέμματος, όταν τα θολά προαισθήματα και οι απροσδιόριστες δυσφορίες συμπυκνώνονται σε ένα σώμα και μας δίνουν ενσυνείδητη ιστορικότητα.

Ετσι αισθάνθηκα όταν είδα για πρώτη φορά το «Τοπίο στην Ομίχλη» του Θόδωρου Αγγελόπουλου – ένα συναίσθημα που δεν εφθάρη από τον χρόνο και τις πολλές φορές που είδα την ταινία σε διαφορετικά μέρη.

Μερικές εβδομάδες μετά την πρώτη προβολή της στο καμένο σήμερα Αττικόν, έφυγα από την Ελλάδα και, ενώ έπαιρνα μαζί μου τόσες αναμνήσεις, το «Τοπίο στην Ομίχλη» έμεινε στο νου μου σαν ένας αποχαιρετισμός, μια ελεγεία σε μια χαμένη αθωότητα, την πτώση από έναν παράδεισο, όπου δεν είχαν θέση οι ανθρωποφάγοι  πατέρες και οι παιδοκτόνες μητέρες παρά σαν απειλητικές σκιές και ασώματες φωνές.

Ο Αγγελόπουλος παίρνοντας το παραμύθι του Χάνσελ και της Γκρέτελ, δημιούργησε μια σύγχρονη παραβολή για την επιθυμία του νόστου σε μια εποχή ανεστιότητας και κυνισμού. Οι εικόνες του απομνημειώνουν την αποτυχία μιας γενιάς της μεταπολίτευσης, με αξιοπρέπεια, αυτοειρωνία και ειλικρίνεια. Δεν έχω ξεχάσει μέχρι σήμερα την σκιά της μητέρας, το πέτρινο χέρι του απόντος σώματος και βέβαια το δέντρο μέσα στην ομίχλη, εμβληματικές εικόνες της έμφυτης ανικανότητάς μας να επικοινωνήσουμε.

Το «Τοπίο στην Ομίχλη» μου έδωσε μεταφορές για να ερευνήσω τα υπαρξιακά μου όρια,  και για να  συνθέσω στιγμές ενότητας σε ένα σύμπαν αποσπασμάτων. Αν θέλω να διασκεδάσω, κοιτάζω τους Ελληνες πολιτικούς.

Ο Βρασίδας Καραλής είναι καθηγητής νεοελληνικών και βυζαντινών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Σύδνεϋ. Έχει γράψει δύο βιβλία για τον ελληνικό κινηματογράφο στα αγγλικά.

Φόβος (1965)

Σκηνοθεσία: Κώστας Μανουσάκης

-Αυτή η ταινία υπήρξε για μένα κινηματογραφικό ξύπνημα. Την είδα ένα βράδυ τυχαία, πριν πολλά χρόνια στην ΕΡΤ, χωρίς να ξέρω τίποτα για αυτήν και από τότε την κουβαλάω μέσα μου. Η μοντέρνα της γραφή, η τόλμη του σεναρίου, το ασυμβίβαστο της σκηνοθετικής ματιάς, είναι πηγή έμπνευσης και δύναμης. Χάρη σ' αυτήν μπορούμε να κινηματογραφούμε σήμερα τις δικές μας προσωπικές ταινίες, με ειλικρίνεια και χωρίς αυτολογοκρισία. Ο «Φόβος» προκαλεί όλους μας να συνεχίσουμε να ζούμε γύρω από τον φόβο της αποκάλυψης ενός …υγρού καλυμμένου πτώματος. Και αρκεί να αναδυθεί το πτώμα από τον βυθό για να διαλύσει την γιορτή που στήσαμε για να καλύψουμε την σιωπηλή και βίαιη συνενοχή μας.

Γιώργος Ζώης, κινηματογραφιστής

Φόβος (1965)

Σκηνοθεσία: Κώστας Μανουσάκης

Η ιστορία ενός εγκλήματος στην ελληνική επαρχία, ένα από τα πιο ωραία σενάρια του ελληνικού κινηματογράφου – σαν να δόθηκε στον Μανουσάκη να γράψει ένα σενάριο με βάση τις λέξεις «οικογένεια, έγκλημα, λίμνη» και επέστρεψε με μια ταινία για την ελληνική παθογένεια, την κοινωνία του εγκλήματος και της συγκάλυψης, τους πολλαπλούς βαθμούς της ενοχής, τον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ της παλιάς και της νέας γενιάς, μεταξύ της φύσης και της ανθρώπινης παρέμβασης, μεταξύ του ενστίκτου και της άμβλυνσης που επιβάλλει ο πολιτισμός.

Αλέξης Δαμιανός και Ανέστης Βλάχος πατέρας και γιος, νταήδες και δειλοί μαζί, όπως και κάθε δολοφόνος τελικά. Η Μαίρη Χρονοπούλου σε μια από τις καλύτερες ερμηνείες της, κι η Ναθαναήλ και ο Φωκάς στην καλύτερη ταινία που έπαιξαν ποτέ. Πολλές ταινίες έχουμε δει που ο δολοφόνος ρίχνει το πτώμα σε κάποια λίμνη, αλλά μόνο στον «Φόβο» η λίμνη είναι από εκείνη τη στιγμή διαρκώς παρούσα, για ενόχους και αθώους. Οι σκηνές του μπάνιου των ερωτευμένων, του δείπνου με τα ψάρια και του γαμήλιου γλεντιού  ανήκουν δικαιωματικά στις κορυφαίες σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου.

Πηνελόπη Τσιλίκα, ηθοποιός.

…Και ιδού οι είκοσι ταινίες που ανέδειξε η ψηφοφορία του κοινού στο 55o Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Εμφανίζονται με χρονολογική σειρά:

«Κοινωνική σαπίλα», Στέλιος Τατασόπουλος, 1932

«Κάλπικη λίρα», Γιώργος Τζαβέλλας, 1955

«Στέλλα», Μιχάλης Κακογιάννης, 1955

«Ο δράκος», Νίκος Κούνδουρος, 1956

«Συνοικία το όνειρο», Αλέκος Αλεξανδράκης, 1961

«Ευδοκία», Αλέξης Δαμιανός, 1971

«Ο θίασος», Θόδωρος Αγγελόπουλος, 1975

«Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας», Νίκος Παναγιωτόπουλος, 1978

«Γλυκιά συμμορία», Νίκος Νικολαΐδης, 1983

«Η τιμή της αγάπης», Τώνια Μαρκετάκη, 1983

«Καλή πατρίδα σύντροφε-Beloiannisz», Λευτέρης Ξανθόπουλος, 1986

«Ολα είναι δρόμος», Παντελής Βούλγαρης, 1998

«Από την άκρη της πόλης», Κωνσταντίνος Γιάνναρης, 1998

«Πες στη μορφίνη, ακόμα την ψάχνω», Γιάννης Φάγκρας, 2001

«Σώσε με», Στράτος Τζίτζης, 2001

«Οι γενναίοι της Σαμοθράκης», Σταμάτης Τσαρουχάς, 2003

«Πολίτικη κουζίνα», Τάσος Μπουλμέτης, 2003

«Στρέλλα», Πάνος Χ. Κούτρας, 2009

«Κυνόδοντας», Γιώργος Λάνθιμος, 2009

«Μικρά Αγγλία», Παντελής Βούλγαρης, 2013

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή