Μετά το Καστελλόριζο, τι;

3' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​Το κυρίαρχο ίσως χαρακτηριστικό της περιόδου που ζούμε μετά τις εκλογές είναι πως ερωτήματα που είχαν τεθεί εδώ και χρόνια, και μάλιστα με βασανιστικό συνήθως τρόπο, ξαφνικά λαμβάνουν άμεσες απαντήσεις. Τι σημαίνει ακριβώς μια αριστερή κυβέρνηση; Πόσο καιρό θα έπαιρνε η πρόσκρουση της επιθυμίας με την πραγματικότητα; Είναι σαν ξαφνικά να σηκώθηκε ένα πέπλο και να περάσαμε μεμιάς από ένα θέατρο δυσδιάκριτων και συγκεχυμένων σκιών σε ένα ολόφωτο και λαμπερό σκηνικό. Και τι σκηνικό!

Την εβδομάδα που πέρασε, λοιπόν, λάβαμε απαντήσεις σε τουλάχιστον δύο σημαντικά και χρονίζοντα ερωτήματα. Ερώτημα πρώτο: πόσο καιρό θα έπαιρνε στον Αλέξη Τσίπρα να φθάσει στο Καστελλόριζο; Απάντηση: χρειάστηκε μόλις τρεις εβδομάδες για να καταλήξει στο σημείο στο οποίο ο Γεώργιος Παπανδρέου έκανε εφτά ολόκληρους μήνες. Ερώτημα δεύτερο: θα κάνει ο Τσίπρας την κωλοτούμπα; Απάντηση: ναι. Οσο και να προσπαθεί να μεταμφιέσει μια δυσάρεστη γι’ αυτόν πραγματικότητα, δύσκολα θα τα καταφέρει. Η θετική πλευρά είναι πως αφενός οι περισσότεροι ψηφοφόροι του τον ψήφισαν ακριβώς για να την κάνει και αφετέρου πως όταν βρέθηκε μπροστά στο ενδεχόμενο μιας τραπεζικής κατάρρευσης, δεν επέλεξε τον δρόμο της καταστροφής που θα ήταν δίχως επιστροφή.

Βέβαια, κάθε ερώτημα που απαντιέται οδηγεί σε νέα αναπάντητα ερωτήματα. Το πιο σημαντικό αυτήν τη στιγμή είναι το πώς θα διαχειριστεί η κυβέρνηση την καινούργια πραγματικότητα. Μπορώ να φανταστώ τρεις πιθανούς δρόμους.

Ο πρώτος και καλύτερος είναι αυτός που θα μπορούσε να περιγραφεί ως «ο Νίξον στην Κίνα». Πρόκειται για ένα χαρακτηρισμό που περιγράφει την επιτυχή υιοθέτηση πολιτικών αντίθετων με αυτές που πρεσβεύει ο φορέας που τις υλοποιεί. Οπως ο σκληρός Ρεπουμπλικανός Ρίτσαρντ Νίξον ήταν ουσιαστικώς ο μόνος πολιτικός που θα μπορούσε να έχει εφαρμόσει μια πολιτική τόσο αντίθετη προς τα πιστεύω του κόμματός του όπως η συμφιλίωση με την Κίνα του Μάο, έτσι και ο Τσίπρας θα μπορούσε, στη λογική αυτή, να αποτελέσει τον φορέα υλοποίησης ενός απαραίτητου φιλελεύθερου μετασχηματισμού της χώρας, εισάγοντας παράλληλα το μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που διαπαιδαγωγήθηκε με τις ιδέες του λαϊκισμού στη λογική της αγοράς και της παραγωγικότητας. Κάτι τέτοιο ακούγεται τρελό, αλλά δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο, ούτε καν στην Ελλάδα.

Ο Ελευθέριος Βενιζέλος προσέγγισε την Τουρκία ύστερα από χρόνια αιματηρών πολέμων, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επανέφερε το ΚΚΕ στο πολιτικό προσκήνιο και ο Ανδρέας Παπανδρέου νομιμοποίησε στη συνείδηση ενός σημαντικού κομματιού του λαού την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας. Οπως δείχνουν και τα τρία αυτά παραδείγματα, ο επαναπροσδιορισμός αυτός λαμβάνει συνήθως χώρα μετά μια μεγάλη κρίση. Η σημερινή συγκυρία είναι αντίστοιχη. Ο κατάλογος των μεταρρυθμίσεων που συντάχθηκε για να επιτευχθεί η παράταση της συμφωνίας με τους δανειστές μας είναι ένα βήμα προς τη σωστή θα κατεύθυνση. Θα εφαρμοστεί όμως; Για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρέπει ο Τσίπρας να εξουδετερώσει τις αντιστάσεις μέσα στο κόμμα του, να λύσει το πρόβλημα της έλλειψης ικανών κυβερνητικών στελεχών και, το κυριότερο, να μπορέσει να δει πολύ μπροστά. Δεν μου φαίνεται όμως πως έχει την παιδεία που χρειάζεται για να αντιληφθεί την ευκαιρία αυτή και να την αδράξει – και εύχομαι να κάνω λάθος.

Ο δεύτερος, και μάλλον ο πιθανότερος, δρόμος είναι να ξαναδούμε το έργο που εν πολλοίς μάς σέρβιραν ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Αντώνης Σαμαράς, την κουτοπόνηρη δηλαδή και κοντόφθαλμη προσπάθεια κοροϊδίας των εταίρων (τι άλλο δείχνουν οι πρόσφατες δηλώσεις Βαρουφάκη;) με την παράλληλη προσπάθεια διάσωσης του πελατειακού κράτους. Στην κατεύθυνση αυτή συνηγορούν, ανάμεσα σε πολλά άλλα, και οι πρόσφατες ενέργειες του υπουργείου Παιδείας, που αποτελούν επιστροφή στο χειρότερο παρελθόν. Το πρόβλημα είναι πως μια τέτοια στάση θα οδηγήσει σε μια νέα σύγκρουση με την πραγματικότητα, και μάλιστα πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι οι αντίστοιχες των προηγούμενων κυβερνήσεων, αφού τα δημοσιονομικά περιθώρια είναι αποπνικτικά. Η επιθυμία όμως των δανειστών μας να αποφύγουν μια νέα μεγάλη κρίση ίσως οδηγήσει στη συντήρηση της άρρωστης αυτής πραγματικότητας για περισσότερο χρόνο απ’ ό,τι θα άντεχε από μόνη της. Η πραγματικότητα αυτή θα χαρακτηρίζεται από ένα μείγμα αριστερής ρητορικής και οικονομικού τέλματος δίχως καμία προοπτική. Και κάποια στιγμή θα βρεθούμε ξανά μπροστά στις μεγάλες αποφάσεις· και με πολύ λιγότερες επιλογές.

Τέλος, ο τρίτος δρόμος είναι, όπως μπορεί να φανταστεί κανείς, η κατάρρευση. Θα φθάσει ο Ιούνιος με τις τεράστιες χρηματοδοτικές ανάγκες του, η κυβέρνηση δεν θα έχει πραγματοποιήσει τίποτε απ’ όσα υποσχέθηκε, η Ευρωζώνη θα αποφασίσει πως αρκετά μας ανέχτηκε και θα τραβήξει την πρίζα, μια απόφαση που θα χειροκροτούν οι πρώην (και πλέον ξανά) «αγανακτισμένοι» σκαρφαλωμένοι πάνω στα κάγκελα. Πραγματικά δεν θέλω καν να φανταστώ πώς θα μπορούσαν να εξελιχθούν τα πράγματα σε ένα τέτοιο σενάριο.

Εκείνο που είναι σίγουρο, πάντως, είναι πως αντίθετα με ό,τι είχαμε συνηθίσει στο παρελθόν, την απάντηση στο νέο αυτό ερώτημα θα τη λάβουμε και αυτή πολύ πιο σύντομα απ’ ό,τι νομίζουμε.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή