Το επερχόμενο αδιέξοδο

3' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Προσπαθώντας να χαρακτηρίσει κανείς το ύφος και το περιεχόμενο της διακυβέρνησης της χώρας στο μικρό αλλά πυκνό διάστημα από τις εκλογές του Ιανουαρίου έως σήμερα, μπορεί να διακρίνει τέσσερα βασικά στοιχεία. Το πρώτο είναι η ένδεια έργου, αποτέλεσμα ανεπαρκούς προετοιμασίας και ερασιτεχνισμού. Αυτή συνυπάρχει με μια ασυγκράτητη και συχνά αντιφατική και αυτοαναιρούμενη δημόσια φλυαρία. Το δεύτερο στοιχείο είναι η συνολική υποχώρηση σε όλα τα βασικά αιτήματα που είχε εγείρει ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση σε σχέση με το θέμα του δανεισμού της χώρας, από την κατάργηση του Μνημονίου και της τρόικας ώς το «κούρεμα» του χρέους. Οχι μόνο δεν πέτυχε κάτι θετικό έως τώρα, αλλά έθεσε τη χώρα σε μια επικίνδυνη τροχιά, τόσο σε σχέση με την κατάσταση της πραγματικής οικονομίας που εμφανίζει συμπτώματα κατάρρευσης όσο και ως προς το διαπραγματευτικό κεφάλαιο της Ελλάδας που έχει υποστεί τεράστια φθορά. Το τρίτο στοιχείο είναι η εκφορά ενός επιθετικού και συναισθηματικού εθνικιστικού λόγου με έντονο πολωτικό χαρακτήρα, που χρησιμοποιείται για να καλύψει τις διάφορες υποχωρήσεις και άστοχες ενέργειες της κυβέρνησης. Το τέταρτο, τέλος, στοιχείο είναι η ανησυχητική ροπή προς διακηρύξεις (και ενδεχομένως πράξεις) σε τομείς δίχως δημοσιονομικό περιεχόμενο που χαρακτηρίζονται από μια λογική έντονου και ισοπεδωτικού λαϊκισμού (π.χ. πρότυπα σχολεία, αριστεία κ.λπ.).

Ολα αυτά είναι γνωστά. Εδώ προκύπτει όμως ένα διπλό ερώτημα. Πώς συνδυάζονται μεταξύ τους αυτά τα τέσσερα στοιχεία και πού μπορούν να οδηγήσουν στο άμεσο μέλλον;

Το κεντρικό χαρακτηριστικό αυτού του τετραπλού πακέτου είναι η κυριαρχία της επικοινωνίας πάνω στην ουσία. Ισως δεν πρέπει να εκπλήσσει κάτι τέτοιο, αφού εκεί βρισκόταν πάντοτε η ισχύς της ελληνικής Αριστεράς, αλλά και των ανθρώπων που κυριαρχούν στο εσωτερικό της, δηλαδή των πανεπιστημιακών: πολλή κουβέντα, ελάχιστη ουσία. Οσοι είχαν έστω και ελάχιστη επαφή στη ζωή τους με τον λεγόμενο φοιτητικό συνδικαλισμό εύκολα αναγνωρίζουν στη σημερινή κυβέρνηση το ύφος και τα χαρακτηριστικά του φαινομένου αυτού.

Μέχρι τώρα, η επικοινωνιακή αυτή τακτική ωφέλησε την κυβέρνηση. Η προσπάθεια να επιτευχθεί μια καλύτερη συμφωνία με τους δανειστές ήταν ορθή (άσχετα με το πώς υλοποιήθηκε) και ως τέτοια είχε θετική αποδοχή, ενώ η εθνική υπερηφάνεια είναι ένα στοιχείο της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας που κινητοποιείται με ιδιαίτερη ευκολία. Επιπλέον, δεν πρέπει να παραβλέπουμε πως τα ποσοστά αποδοχής μιας καινούργιας και άφθαρτης κυβέρνησης είναι πάντοτε υψηλά. Τέλος, τα αποτελέσματα της διάλυσης της οικονομίας δεν έχουν φανεί ακόμη για τους περισσότερους, ενώ αρκετοί είναι εκείνοι που βλέπουν μόνο τη θετική πλευρά της άτυπης στάσης πληρωμών φόρων και δανειακών δόσεων, χωρίς να αντιλαμβάνονται τις καταστροφικές τους συνέπειες που θα έρθουν σε λίγο.

Το πρόβλημα όμως με την επικοινωνιακή πολιτική είναι πως πολύ σύντομα φθάνει στα όριά της καθώς η κυβέρνηση δεν δείχνει ικανή να αντιμετωπίσει το πρόβλημα ρευστότητας που έχει, ούτε εσωτερικά αλλά ούτε και εξωτερικά (προχωρώντας δηλαδή σε κάποιες μεταρρυθμίσεις που θα αποδέσμευαν ένα κομμάτι της περίφημης τελευταίας δόσης του Μνημονίου). Εκείνο που είναι εντελώς τραγικό είναι πως για το αδιέξοδο αυτό ευθυνόμαστε αποκλειστικά εμείς. Βυθιζόμαστε, την ίδια στιγμή που μια μοναδική συγκυρία (το χαμηλό ευρώ, τα χαμηλά επιτόκια, το φτηνό πετρέλαιο, η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ και το πακέτο Γιουνκέρ) δημιουργεί μια μοναδική προοπτική ανάκαμψης των ευρωπαϊκών οικονομιών. Είναι ήδη εξόφθαλμη η απόσταση ανάμεσα στην Ελλάδα από τη μια και την Πορτογαλία και την Κύπρο από την άλλη, και κάθε μέρα που περνάει αυξάνεται. Για να χρησιμοποιήσω έναν τεχνικό όρο, το «κόστος ευκαιρίας» των πρόωρων εκλογών και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε τεράστιο, ενδεχομένως ιστορικής σημασίας, για τη χώρα.

Με δεδομένη την κατάρρευση των οικονομικών δεικτών και αυξημένο το ενδεχόμενο η κυβέρνηση να μην μπορέσει να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, είναι πολύ πιθανό πως βαδίζουμε προς κάποιου είδους «ατύχημα». Το τι ακριβώς μορφή θα πάρει αυτό παραμένει ακόμη άγνωστο. Μπορώ πάντως να υποθέσω τέσσερις πιθανές εξελίξεις ως προς τις πολιτικές συνέπειες του επερχόμενου οικονομικού αδιεξόδου.

Η πρώτη είναι μια άμεση και ριζική στροφή του Αλέξη Τσίπρα προς την Ευρώπη και την αγορά. Δύσκολο να γίνει και εξίσου δύσκολο να υλοποιηθεί. Η δεύτερη πιθανότητα είναι πως η κυβέρνηση θα κατορθώσει να επιβιώσει όπως όπως ώς τον Ιούνιο, με τη βοήθεια κυρίως των δυνάμεων εκείνων της Ευρώπης που θέλουν να σώσουν τα πράγματα και να μας κρατήσουν μέσα στο ευρώ. Με τη μείωση των εξωτερικών μας οικονομικών υποχρεώσεων και τη σχετική άρση της δηλητηριώδους αβεβαιότητας που θα ακολουθήσουν, το οικονομικό τέλμα που θα επέλθει θα μοιάζει, αρχικά τουλάχιστον, με σωτηρία. Και αυτή η εξέλιξη είναι μάλλον απίθανη αν αληθεύουν τα όσα λέγονται για την υπάρχουσα ρευστότητα. Η τρίτη εκδοχή είναι η πτώση της κυβέρνησης και η αντικατάστασή της από ένα ευρύτερο πολυκομματικό σχήμα που θα κληθεί να σώσει τη χώρα κυριολεκτικά στο παρά πέντε. Η τελευταία εκδοχή είναι βέβαια η κατάρρευση και όλα όσα θα την ακολουθήσουν, με πραγματικό κίνδυνο τότε και για τη δημοκρατική νομιμότητα.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή