Για ένα βραβείο μετάφρασης χωρίς ψιθύρους

Για ένα βραβείο μετάφρασης χωρίς ψιθύρους

4' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ε​​ίναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής βιβλιοπαραγωγής –άνω του 40% κατά τα έτη 2006-2008, αρκετά χαμηλότερο στους σημερινούς χαλεπούς καιρούς– αφορά τη μεταφρασμένη παραγωγή, δίνοντας έτσι στη μετάφραση και τους συντελεστές της πρωτεύοντα ρόλο. Σημαντικό μέρος της συνιστά η μεταφρασμένη λογοτεχνία, η οποία κατά τα έτη 2009-2011 ήταν σχεδόν ισάριθμη με την εγχώρια λογοτεχνία, με τάσεις υποχώρησης τα τελευταία χρόνια λόγω κρίσης.

Η θέσπιση του βραβείου λογοτεχνικής μετάφρασης το 1989 και η ενσωμάτωσή του στα κρατικά βραβεία έγινε προφανώς χωρίς να ληφθεί υπόψη η ιδιαιτερότητα της μετάφρασης σε σχέση με την πρωτότυπη δημιουργία, και αφορά συλλήβδην τη βράβευση όλων των ειδών του μεταφρασμένου λόγου. Η προβληματική φετινή βράβευση του Γιώργου Μπλάνα –με την ιδιάζουσα μεταφραστική πρακτική των «πλαισίων υποδοχής» για τις σπάνιες γλώσσες– για τη μετάφραση από τα ρωσικά (;) του έργου του Βασίλι Γκρόσμαν «Ζωή και πεπρωμένο» και τα ζητήματα δεοντολογικής τάξης που έχει εγείρει, η οποία έρχεται να προστεθεί σε άλλες αμφιλεγόμενες βραβεύσεις προηγούμενων ετών, πλήττουν ανεπανόρθωτα το κύρος και των τριών βραβείων μετάφρασης –έργου ξένης λογοτεχνίας, έργου νεοελληνικής λογοτεχνίας και έργου αρχαίας ελληνικής γραμματείας– και επιβάλλει την επανεξέταση του θεσμού.

Στην αξιολόγηση της μετάφρασης υπάρχει εξαρχής μια διπλή παρέμβαση: η φήμη του ξένου συγγραφέα και η βαρύτητα του επώνυμου μεταφραστή – που συχνά συνοδεύεται κι από άλλους τίτλους, οι οποίοι δεν αφορούν άμεσα τη μετάφραση. Η σπουδαιότητα και η σημασία του έργου, σε άμεση συνάρτηση με τη χώρα και τη λογοτεχνία υποδοχής, συνιστούν ένα τρίτο επικαθοριστικό παράγοντα. Επιπλέον πρόβλημα δημιουργεί η ύπαρξη ενός μόνο βραβείου για όλα τα είδη της μετάφρασης (μυθιστόρημα, διήγημα, ποίηση και θεατρικό), ενώ το δοκίμιο με τις τεράστιες συχνά μεταφραστικές δυσκολίες του παραγκωνίζεται εντελώς. Τις περισσότερες φορές ο Γολιάθ νικάει τον Δαβίδ στα σημεία, δηλαδή ο γνωστός συγγραφέας τον λιγότερο γνωστό, ο επώνυμος μεταφραστής τον πληβείο και το μυθιστόρημα την ποίηση, προβάλλοντας το μεταφραστικό μόχθο του ογκώδους σχήματός του.

Ενώ στην πρωτότυπη λογοτεχνική παραγωγή οι κρινόμενοι ξεκινούν από την ίδια αφετηρία και οι κριτές έχουν τον ίδιο βαθμό πρόσβασης στα έργα και τα ίδια εργαλεία για να τα κρίνουν, δεν ισχύει το ίδιο με τη μεταφρασμένη λογοτεχνία.

Η επιτροπή, η οποία είναι κοινή και για τη βράβευση της καλύτερης μετάφρασης λογοτεχνικού έργου από ξένη γλώσσα στα νέα ελληνικά και αντιστρόφως, αλλά και για τη μετάφραση έργου αρχαίας ελληνικής γραμματείας, δηλαδή και για τα τρία βραβεία, πάσχει εξ ορισμού ως προς τη σύνθεσή της στην κάλυψη βασικών γλωσσών. Εν προκειμένω, δεν έλαβε καν υπόψη ότι, με βάση τα στατιστικά στοιχεία του ΕΚΕΒΙ των ετών 2009-2011, η μεταφρασμένη ρωσική λογοτεχνία εμφανίζεται πέμπτη στη σειρά ώστε να προβλέψει έστω και έναν γνώστη της ρωσικής μεταξύ των μελών της. Ο δε ειδικός της αρχαίας ελληνικής γραμματείας ουδόλως θεσμοθετείται. Εκτός και αν είμαστε ακόμη στην προ-μεταφρασεολογίας εποχή των belles infidèles (ωραίων άπιστων), οπότε το μόνο που μας ενδιαφέρει και κρίνουμε είναι η αναγνωσιμότητα του μεταφράσματος απ’ όπου και όπως και αν προκύπτει, αλλά όχι η σχέση του με το πρωτότυπο. Ασφαλώς η έμμεση μετάφραση δεν απαγορεύεται· υπό ποίες συνθήκες όμως βραβεύεται;

Η επιτροπή καλείται να αντιμετωπίσει έναν όγκο 500-600 βιβλίων ετησίως με μόνο γνώμονα τη γνώση της ξένης γλώσσας και λογοτεχνίας που το κάθε μέλος της διαθέτει και με μηδαμινή ή μηδενική αμοιβή για πολλές ώρες ανάγνωσης και αντιπαραβολικής μελέτης.

Η κριτική, η οποία υποβοηθά σημαντικά το έργο της επιτροπής των άλλων βραβείων, εδώ δεν προσφέρει σημαντική βοήθεια, καθότι το μόνο που κάνει είναι να ψελλίζει κάποιες τυποποιημένες εκφράσεις κενές περιεχομένου, απόσταγμα της ελληνικής κριτικής σκέψης γύρω από τη μετάφραση: «αριστούργημα, εξαίσια, θαυμάσια», «μεταφραστικός άθλος», «μόχθος» ή «ρέουσα γλώσσα», όταν δεν επισημαίνει λάθη και παρανοήσεις στην πλέον στοιχειώδη τους μορφή.

Είναι πασιφανές ότι ο θεσμός των βραβείων λογοτεχνικής μετάφρασης πρέπει είτε να καταργηθεί ως αναξιόπιστος είτε να υποστεί ριζική αναμόρφωση. Στη δεύτερη περίπτωση, η επιτροπή πρέπει να έχει επαρκή αντιπροσώπευση των πλέον εμπλεκομένων γλωσσών και λογοτεχνιών, ενώ η Διεύθυνση Γραμμάτων να προβεί στη θεσμοθέτηση μιας συμβουλευτικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων για τις πιο σπάνιες γλώσσες. Μια νέα βάση θα μπορούσε να είναι όχι η βράβευση για ένα μεταφρασμένο έργο, αλλά η βράβευση ενός μεταφραστή για το σύνολο του έργου του, για τη συμβολή του στα γράμματα ως συντελεστή της γνωριμίας του ελληνικού κοινού με μια ξένη λογοτεχνία / έναν σημαντικό συγγραφέα / μια ήπειρο, ύστερα από τεκμηριωμένη εισήγηση, όπου θα αναλύονται πλήρως η πορεία του και τα χαρακτηριστικά του μεταφραστικού του έργου.

Στην αναβάθμιση αυτή θα πρέπει να εμπλακούν όλοι: το κράτος με τους θεσμούς του, οι εκδότες με την αναζήτηση του κατάλληλου μεταφραστή για το συγκεκριμένο έργο, ο μεταφραστής δηλώνοντας τις ακριβείς πηγές του, χωρίς σιβυλλικές αναφορές, και ο κριτικός με τεκμηριωμένη άποψη. Τότε μόνο ο αναγνώστης θα γνωρίζει επακριβώς τι κρατάει στα χέρια του και θα απολαμβάνει απερίσπαστα την αξία του. Τότε μόνο τα βραβεία μετάφρασης δεν θα προκαλούν ψιθύρους, αλλά επαίνους.

* Η κ. Μαρία Παπαδήμα είναι πρόεδρος του Τμήματος Γαλλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΕΚΠΑ και διευθύντρια του ΔΠΜΣ Μετάφρασης – Μεταφρασεολογίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή