Το μεθάνιο ως τρόπος ζωής

2' 19" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ο ​​κύριος Γκρι προσπαθεί να παρηγορηθεί αυτές τις μέρες της τοξικής αβεβαιότητας ξαναδιαβάζοντας Αρκά. «Με ερέθισαν τα σκίτσα που αναρτά στο facebook», λέει, «οπότε, ξέθαψα τον αγχωμένο Κόκορα και το α λα Δον Ζουάν γουρούνι· τον απελπισμένο Ισοβίτη και τη σαρκαστική Λουκρητία· το μεταθανάτιο τοπίο του αφελούς Πεθαμένου και του κυνικού Αγγέλου· το άθλιο σπουργίτι και τον loser πατέρα του, πάνω απ’ όλα όμως, το "Show Business", με όλο εκείνο τον απίστευτο θίασο των φρικιών της φύσης».

Δύο φιγούρες ξεχωρίζει από το «Show Business»: τον Χλέμπουρα και την αρκούδα του, που ονομάζεται Βαγγέλης. Σε μία από τις αγαπημένες σελίδες του κυρίου Γκρι, βλέπουμε τον Χλέμπουρα («θεωρητικό και δάσκαλο», όπως μας τον παρουσιάζει ειρωνικά ο δημιουργός ― στην πραγματικότητα, έναν φτηνό «επαγγελματία ευαίσθητο», υποκριτή που πουλάει εύκολο λυρισμό, ανερμάτιστες θεωρητικολογίες, ενώ παραμένει χονδρόπετσος, αναίσθητος και συμφεροντολόγος), να αναλώνεται σε ένα λογύδριο σέρνοντας με τον χαλκά από τη μύτη τον Βαγγέλη. «Εχεις σκεφτεί ποτέ, Βαγγέλη, την ευθύνη του προοδευτικού καλλιτέχνη;» ρωτάει ο Χλέμπουρας, συνεχίζοντας: «Πρέπει συνεχώς να ψάχνει για καινούργια εκφραστικά μέσα, προσέχοντας όμως να μη χάσει ούτε στιγμή την επαφή του με τις μάζες!… Να δουλεύει και να τελειοποιεί τη φόρμα του, χωρίς όμως να προδίνει το περιεχόμενο! Να είναι πάντα στην πρωτοπορία και ταυτόχρονα…». Στο σημείο αυτό, τον διακόπτει η αρκούδα, ο Βαγγέλης, που ακολουθεί πίσω του, πάντα δεμένος από τη μύτη με τον χαλκά και όση ώρα ο Χλέμπουρας δίνει τη γεμάτη στόμφο διάλεξη με υψωμένο το δάχτυλο, ο Βαγγέλης διατηρεί ένα αγανακτισμένο βλέμμα και δείχνει να υποφέρει, τόσο που ο αναγνώστης νομίζει πως τον πονά ο χαλκάς, όμως δεν έχουν ακριβώς έτσι τα πράγματα. «Με συγχωρείς, μπορώ να σε διακόψω;», ρωτάει, λοιπόν, ο Βαγγέλης, λέγοντας αμέσως μετά: «Κοίταξε, άμα είναι να συνεχίσεις να κλάνεις, καλύτερα να περάσω εγώ μπροστά».

«Μα δεν είναι αριστούργημα;» ρωτάει ενθουσιασμένος ο κύριος Γκρι. «Βέβαια, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το να προσπαθείς να εξηγήσεις ένα επιτυχημένο αστείο». Σκέφτεται για λίγο. «Νομίζω πάντως ότι απολαμβάνω τον θρίαμβο της αρκούδας διότι σιχαίνομαι τον Χλέμπουρα. Οχι μόνον λόγω ζωοφιλίας· είναι αυτή η υποκρισία που σερβίρει ως ευαισθησία, η γελοία ψευδαίσθηση ότι είναι κάτι άλλο, ανώτερο, από αυτό που πραγματικά είναι ― ο Ελληνας στη χειρότερή του εκδοχή. Οντας αρχομανής, όργανο της εξουσίας που κατά τα άλλα στηλιτεύει, αποθεώνει τις μάζες τις οποίες όμως σιχαίνεται μέσα στον βαθύ, συμπλεγματικό του επαρχιωτισμό. Εχει την αμφίεση του προοδευτικού τη στιγμή που βρωμάει σαν χαλασμένη κονσέρβα πήχτρα στα συντηρητικά κι αυτό που αναδύεται από μέσα του είναι σκέτος αέρας. Ακόμα χειρότερα: βρωμερό μεθάνιο. Σε κάτι τέτοιους η χώρα οφείλει τον μαρασμό της».

Με βλέπει να αηδιάζω και το γυρνάει αμέσως στη μουσική. «Χωρίς μουσική τέτοιες μέρες δεν βγαίνει. Κάτι φρέσκο και ελληνικό, έτσι γι’ αλλαγή, ο τίτλος του οποίου αρμόζει σε όσα περνάμε και όχι μόνο: το νέο τραγούδι του Νίκου Πορτοκάλογλου: "Θα περάσει κι αυτό"».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή