Ηρωες της διπλανής πόρτας κυνηγημένοι από την Ιστορία

Ηρωες της διπλανής πόρτας κυνηγημένοι από την Ιστορία

3' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ

Επείγουσα ανάγκη ελέου

εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2015

Τα υποκείμενα της λογοτεχνίας του Θανάση Βαλτινού συχνά μοιάζουν σαν από κάτι να θέλουν να ξεφύγουν, σαν κάποιος να τα κυνηγάει. Είναι σαν διαφορετικές εκδοχές του θρυλικού Αντρέα Κορδοπάτη, του παλιού του ήρωα που μεταναστεύει λαθραία στις ΗΠΑ, και από εκεί και μετά αρχίζει μια αδιάκοπη καταδίωξή του από τις Αρχές της χώρας για να τον συλλάβουν και να το στείλουν πίσω. Επί της ουσίας, όμως, ποιος είναι ο διώκτης τους; Είναι η ίδια η ζωή, δηλαδή ο χρόνος. Με άλλα λόγια, η Ιστορία. Και η Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα είναι η ιστορία της ανάγκης, της στέρησης και της βιοτής. Και φυσικά της μετανάστευσης. Τα υποκείμενα αυτά είναι αυθεντικά παιδιά της Ιστορίας, δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν ως αφαιρέσεις εκτός αυτής, θα ήταν κάτι ψεύτικο.

Στην πιο πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του, συμπεριλαμβάνονται δύο τέτοιες συγκλονιστικές ιστορίες, δύο από τις καλύτερές του. Η μία έχει τον συμβατικό τίτλο «Κώστας και Μαρίνα». Με μια πύκνωση γεγονότων και νοημάτων που απαιτεί υψηλή μαεστρία για να μη γίνει σχηματική, ο συγγραφέας μάς παρουσιάζει σε ενεστώτα χρόνο και πρωτοπρόσωπη αφήγηση την πορεία του Κώστα, που από στρατιώτης στον Εμφύλιο, το 1946-9, και μετά μεροκαματιάρης στην οικοδομή, θα βρεθεί το 1963 μετανάστης στο Σικάγο, όπου θα αγοράσει με κάποιον συνέταιρο ένα σουβλατζίδικο στον σιδηροδρομικό σταθμό της πόλης.

Στο ενδιάμεσο, θα έχει παντρευτεί τη Μαρίνα, δεύτερη ξαδέρφη του, με την οποία θα κάνει ένα τσούρμο παιδιά, αλλά θα αναγκαστεί να τους αφήσει όλους πίσω, στέλνοντάς τους τακτικά το γνωστό έμβασμα για να ζήσει η οικογένεια και να προικίσει τα κορίτσια της. Με μια ασθμαίνουσα γραφή, ιλιγγιώδη στους ιστορικούς μετεωρισμούς της, χειμαρρώδη σε συμβάντα και ανατροπές, έκτασης μόλις 15 σελίδων, ο συγγραφέας μάς δίνει χωρίς ίχνος μελοδραματισμού όλη την ανθρωπολογία της μετανάστευσης. Τώρα δεν είναι κάποιοι ομοσπονδιακοί αστυνομικοί που κυνηγούν τον Κώστα, αλλά η επιθυμία της επιστροφής – όσο πιο γρήγορη τόσο το καλύτερο. Και όπως συνέβαινε σχεδόν πάντα σε τέτοιες περιπτώσεις, η επιστροφή αυτή στην πατρίδα θα αναβληθεί πάμπολλες φορές και θα καθυστερήσει 25 χρόνια.

Οταν τελικά θα συμβεί, τα παιδιά του θα είναι πια μεγάλα και άγνωστα στον ίδιο. Οι μετανάστες και οι πολιτικοί εξόριστοι ή κρατούμενοι είχαν να διαχειριστούν αυτό το ανείπωτο δράμα, να τους είναι άγνωστα τα ίδια τους τα παιδιά, εξαιτίας της πολύχρονης απουσίας τους. Κάτι που ποτέ δεν μπορούσε να αποκατασταθεί εντελώς.

Παρά ταύτα, οι ήρωες αυτοί έχουν κάτι συνταρακτικά οικείο. Λέω συνταρακτικά, διότι οι «φωνές» τους είναι σαν να ακούς τον παππού, τον πατέρα ή κάποιον συγγενή σου. Και όλο το βάρος της ιστορίας τους πέφτει πάνω σου. Διότι είσαι υποχρεωτικά ο κληρονόμος τους. Θέλω να πω, δεν πρόκειται για την ανάσυρση κάποιων ξεχασμένων οικογενειακών ιστοριών, με νοσταλγική διάθεση, διότι τα απόνερά τους είναι διαρκώς παρόντα. Εμείς οι σημερινοί είμαστε τα απευθείας δημιουργήματά τους. Και αυτό λειτουργεί κάπως ψυχαναλυτικά, και άρα βαθιά και εντέλει καθαρτικά. Ποια είναι αυτή η κληρονομιά; Διττή. Πρόκειται, από τη μία, για ήρωες τραγικούς, καθοδηγημένους ερήμην τους από μια μοίρα την οποία αγνοούν απολύτως. Ανθρωπάκια που τα πάνε οι θύελλες της Ιστορίας μια από εδώ και μια από εκεί. Μα ταυτόχρονα, οι ήρωες αυτοί είναι και καταφερτζήδες και αεικίνητοι, κάποιο ένστικτο τους οδηγεί να βρίσκουν πάντα την άκρη τους και κάπως να διασώζονται.

Το έλεος του συνανθρώπου

Οχι πάντα, όχι όλοι. Το άλλο διήγημα έχει δώσει και τον σπαρακτικό τίτλο του βιβλίου: «Επείγουσα ανάγκη ελέου». Πρόκειται για την ιστορία κάποιων οικογενειών Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης, την περίοδο της γερμανικής κατοχής, που αναζητούν κατεπειγόντως ένα καταφύγιο για να γλιτώσουν την εκτόπιση. Εδώ δεν είναι η ζωή που τους καταδιώκει, είναι ο θάνατος. Και όταν η ανάσα του θανάτου θερμαίνει το πρόσωπό σου, υπάρχει μόνον μία περίπτωση σωτηρίας: η ελεημοσύνη του συνανθρώπου. Θα τη βρουν στο πρόσωπο κάποιων ομοεθνών τους χριστιανών, πρώτα στην Αθήνα και μετά στη Σκόπελο. Εκεί, σε ένα λιμανάκι του νησιού θα αναλάβει να τους κρύψει μια οικογένεια, των Μητζελιωτών, προφανώς με τεράστιο ρίσκο. Και ενώ όλο το χωριό θα γνωρίζει για την παρουσία τους, κανείς δεν θα τους προδώσει όταν θα καταφθάσουν τα SS. Ο Βαλτινός δεν διηγείται, πάντως, μια ιστορία που να διδάσκει ότι «υπήρχαν και πονόψυχοι Ελληνες». Είναι πολύ συγκεκριμένος: πρόκειται για τους Μητζελιώτες, που προσέτρεξαν στις οικογένειες Λεών, Καμχή και Μόλχο.

Και εδώ υπάρχει μια λεπτή διαφορά από το προηγούμενο διήγημα. Η αφήγηση δεν οργανώνεται από το παρελθόν προς το παρόν, αλλά αντίστροφα. Την αφηγείται πολλές δεκαετίες μετά μια επιζήσασα που ήταν τότε κοριτσάκι. Εχει γίνει δηλαδή μνήμη. Ο συγγραφέας με την επιλογή αυτή μοιάζει να υποδηλώνει και την ηθική του στάση: έχουμε χρέος να διασώσουμε αυτές τις ιστορίες. Οσο τις διηγούμαστε, θα αναβιώνουν διαρκώς οι νεκροί. Και θα μας θυμίζουν πόθεν κρατάμε.

*Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα, αρχισυντάκτης της «Νέας Εστίας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή