Χαμένοι για άλλη μια φορά;

3' 47" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σ​​την καρδιά του προσφυγικού ζητήματος (αλλά και του ευρύτερου μεταναστευτικού), υπάρχει ένα παράδοξο που συνήθως παραβλέπουμε: όσο περισσότερο φιλόξενο στις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές είναι ένα κράτος και όσο πιο εύκολη είναι η πρόσβαση σε αυτό, δηλαδή όσο πιο ανοιχτά είναι τα σύνορά του, τόσο περισσότερο ενισχύονται οι ροές προς αυτό. Και οι ροές αυτές δεν έχουν ορατό τέλος. Στον κόσμο υπάρχει μπόλικη δυστυχία, πόλεμος και φτώχεια, τη στιγμή μάλιστα που η ροή της πληροφορίας και η ευκολία της μετακίνησης αυξάνονται ραγδαία. Με άλλα λόγια, όσο πιο φιλόξενος είναι κανείς, τόσο αυξάνεται το κόστος που πρέπει να καταβάλει για να ανταποκριθεί. Και το κόστος αυτό δεν είναι μόνο οικονομικό. Με άλλα λόγια, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, οι αγνές προθέσεις όχι μόνο δεν αποτελούν λύση, αλλά μπορούν να επιδεινώσουν το πρόβλημα.

Στο παράδοξο αυτό προστίθεται μια μεγάλη αντίφαση. Από τη μία, οι δυστυχισμένοι του κόσμου κατευθύνονται πρωταρχικά προς τις χώρες της Δύσης γιατί απλούστατα μόνο αυτές προσφέρουν ευημερία και ελευθερία. Αυτή είναι η ουσία του δυτικού πολιτισμού και με όλα του τα μειονεκτήματα είναι ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει η ανθρωπότητα. Από την άλλη, όμως, όπως μας δίδαξε και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, τα θεμέλιά του είναι εύθραυστα και απαιτούν συνεχή φροντίδα. Οσο για τα σύνορα, αυτά αποτελούν απαραίτητες (αν και όχι πάντα ικανές) προϋποθέσεις διατήρησης των θεμελίων αυτών. Οι τεράστιες προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές αποτελούν ένα δημογραφικό και πολιτισμικό σοκ, που εύκολα μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνική και πολιτική έκρηξη. Η αντίφαση αυτή μας οδηγεί σε ένα δεύτερο παράδοξο: όσο μεγαλύτερο το δημογραφικό σοκ, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος της υπονόμευσης του ονείρου μιας καλύτερης ζωής που επιδιώκουν οι πρόσφυγες και μετανάστες για τους ίδιους και τα παιδιά τους στις κοινωνίες υποδοχής.

Τα δύο αυτά παράδοξα ορίζουν τα όρια μέσα στα οποία αναπτύσσεται η αντιμετώπιση του σύνθετου αυτού προβλήματος και, κατ’ επέκταση, μέσα στα οποία έχει νόημα η συζήτησή του. Αυτή πρέπει απαραίτητα να περιλαμβάνει την εμπεριστατωμένη ανάλυση δημόσιων πολιτικών, του κόστους τους και των επιπτώσεών τους. Είναι προφανές πως κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου εύκολο και έτσι εξηγείται ο σπασμωδικός και συχνά μυωπικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίστηκε έως τώρα το πρόβλημα αυτό σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πώς όμως ακριβώς ανταποκρινόμαστε εμείς στην πρόκληση αυτή;

Στο επίπεδο των δημόσιων πολιτικών, κυριάρχησε ένας συνδυασμός απουσίας πολιτικής και ξεδιάντροπης απάτης. Το ξεχαρβάλωμα του κρατικού μηχανισμού ήταν ήδη δεδομένο και η κυβέρνηση το επιδείνωσε ακόμη περισσότερο, ανάγοντάς το μάλιστα και σε ιδεολογικό αξίωμα. Τα «ανοιχτά σύνορα» δεν ήταν τίποτα παραπάνω από το φύλλο συκής που κάλυπτε τη θλιβερή πραγματικότητα της παντελούς διάλυσης του κρατικού μηχανισμού. Η απάτη ήταν η αντίληψη πως μπορούσαμε να αποφύγουμε το πρόβλημα αυτό μεταφέροντάς το σε άλλες χώρες. Και όπως συνήθως συμβαίνει με τις απάτες, κάποια στιγμή μας έπιασαν.

Βρισκόμαστε πλέον στη φάση της «επόμενης μέρας», όπου ένας ακόμη καθόλου υπερήφανος συμβιβασμός (οι «αποθήκες ψυχών») θα επιχειρηθεί να μεταμφιεστεί επικοινωνιακά σε στάση εθνικής αξιοπρέπειας και αντίστασης εναντίον των κακών Ευρωπαίων.

Η επικοινωνιακή αυτή στρατηγική βρίσκει ιδανικό πάτημα πάνω στα εθνικά μας αντανακλαστικά. Για άλλη μια φορά, τη θέση της ώριμης σκέψης έχει πάρει ένας άκρατος, ανερμάτιστος, ναρκισσιστικός και γι’ αυτό πολλαπλά αδιέξοδος συναισθηματισμός. Ο υποβιβασμός ενός σύνθετου προβλήματος σε απλό ζήτημα «φιλοξενίας» και «ανθρωπισμού» (δίχως μάλιστα ίχνος προσοχής σε επιπτώσεις και κόστος), στο οποίο εμείς έχουμε αυταπόδεικτα δίκιο (το οποίο πρέπει να το αποδεχθούν όλοι οι άλλοι) είναι ενδεικτικός τεράστιας αφέλειας. Ομως, προβλήματα τέτοιου μεγέθους δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με τέτοιους όρους.

Αναμφίβολα, η αυθόρμητη φιλοξενία και φιλανθρωπία είναι αξιέπαινη και πρέπει να συνεχιστεί. Ομως, σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποκαταστήσει την απουσία κατάλληλων δημόσιων πολιτικών. Αντίθετα, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μαξιμαλιστικές τοποθετήσεις που, στην ιστορία μας τουλάχιστον, οδηγούν με μαθηματική σχεδόν βεβαιότητα σε μεγάλες εθνικές ήττες. Ας σκεφθούμε ενδεικτικά το πώς αντιμετωπίστηκε και πού κατέληξε το «Μακεδονικό».

Φοβάμαι, λοιπόν, πως κινδυνεύουμε να βγούμε πολύπλευρα χαμένοι από την υπόθεση αυτή. Κινδυνεύουμε κατ’ αρχάς να βρεθούμε να «φιλοξενούμε» σε μόνιμη βάση έναν μεγάλο αριθμό «εγκλωβισμένων» και ιδρυματοποιημένων προσφύγων και μεταναστών που θα ζουν κάτω από υποτυπώδεις, στην καλύτερη περίπτωση, συνθήκες δίχως ουσιαστική δυνατότητα ενσωμάτωσης στην κοινωνία μας και χωρίς μελλοντικές προοπτικές πέρα από τη δύσκολη απόδρασή τους σε κάποια άλλη χώρα. Τότε θα διαπιστώσουμε πόσο εύκολα η φιλοξενία μετατρέπεται σε μίσος. Επιπλέον, και για άλλη μια φορά, θα βρεθούμε απομονωμένοι στο εσωτερικό της Ευρώπης, περιορισμένοι να αναμασάμε τις κατάρες μας για τους ξένους και να ανατροφοδοτούμε τη μόνιμη αυτοθυματοποίησή μας. Τέλος, θα βρεθούμε χαμένοι και σε μία ακόμη διάσταση, που δεν είχαμε καν διανοηθεί στο ξέσπασμα της υπόθεσης αυτής, δηλαδή των σχέσεών μας με την Τουρκία.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή