Κάθε μουσική με τον δικό της ήχο

Κάθε μουσική με τον δικό της ήχο

3' 54" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Από την ομογενοποίηση την οποία προσφέρουν τα σύγχρονα όργανα, με τον αξιόπιστο, ισχυρό, ομοιογενή ήχο τους, πίσω στον συγκεκριμένο ήχο για τον οποίο γράφτηκαν τα διάφορα έργα σε κάθε εποχή, πίσω στα όργανα τα οποία είχαν στη διάθεσή τους οι συνθέτες και από τον ήχο των οποίων εμπνεύστηκαν. Αυτό είναι το ζητούμενο σε όλο και περισσότερες συναυλίες διεθνώς. Επιδίωξη όσων επιστρέφουν είτε σε όργανα εποχής είτε μόνο σε ιστορικές πρακτικές ερμηνείας με σύγχρονα όργανα είναι πρωτίστως ο εμπλουτισμός της μουσικής εμπειρίας μέσα από την αναζήτηση του ξεχωριστού ήχου και της ιδιαίτερης αισθητικής κάθε εποχής. Πρόθεσή τους είναι να αναδειχθεί ότι δεν υπάρχει μία και μόνη απάντηση στα πράγματα, πολύ δε λιγότερο σε τέχνες όπως η μουσική, όπου τόσα πολλά εξαρτώνται από την ερμηνεία: την ερμηνεία των μουσικών κειμένων, που σε εποχές κυρίως πριν από τον 19ο αιώνα περιλαμβάνει τη δημιουργική ανασύσταση όσων θεωρούσε αυτονόητα ο συνθέτης, εκτός από εκείνα τα οποία κατέγραφε στην παρτιτούρα, αλλά και την ερμηνευτική πράξη, η οποία προϋποθέτει γνώση της αισθητικής και των συνηθειών κάθε εποχής. Μια παρτιτούρα είναι πολύ περισσότερα από αυτά τα οποία γράφει.

Για φωνή και πληκτροφόρο

Στις 13 Απριλίου στην αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» η υψίφωνος Φανή Αντωνέλου και ο πιανίστας και τσεμπαλίστας Γεράσιμος Χοϊδάς φανέρωσαν με μεγάλη αμεσότητα τα παραπάνω σε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα βραδιά. Μαζί απέδωσαν τραγούδια γραμμένα από τον 17ο έως και τον 19ο αιώνα, παρακολουθώντας ταυτόχρονα την εξέλιξη της φωνητικής τέχνης αλλά και την εξέλιξη των μουσικών οργάνων, από το τσέμπαλο και το φορτεπιάνο έως τα πιάνα του τέλους του 19ου αιώνα. Στη σκηνή βρίσκονταν τέσσερα πληκτροφόρα όργανα διαφόρων εποχών, συνοδεύοντας την τραγουδίστρια σε ισάριθμες ενότητες μουσικής του μπαρόκ, του κλασικισμού, του πρώιμου και του ώριμου γερμανικού ρομαντισμού.

Η εκπαιδευτική διάσταση της συναυλίας απέφυγε τον σχολαστικισμό χάρη στην τέχνη και στη φαντασία των δύο μουσικών. Αντωνέλου και Χοϊδάς κατόρθωσαν να αναδείξουν τη σχέση ανάμεσα στο ίδιο το έργο και στον συγκεκριμένο ήχο κάθε οργάνου, όπως επίσης στην ερμηνευτική αισθητική κάθε εποχής. Ξεκίνησαν το πρόγραμμά τους με τραγούδια του Πέρσελ και του Εκλς, που η Αντωνέλου απέδωσε συνοδευόμενη από τσέμπαλο. Τρυφερή στον Πέρσελ, η υψίφωνος υπήρξε ταιριαστά θεατρική στο τραγούδι «Φλέγομαι» του Εκλς, μια σύντομη δραματική σκηνή γραμμένη για τη γνωστή ηθοποιό και τραγουδίστρια Αν Μπρέισγκερντλ.

Στη συνέχεια, τα τραγούδια του Χάιντν, όπως η «Πίστη», αποδόθηκαν με χαρακτηριστική ευγένεια έκφρασης στον σχηματισμό των φράσεων. Σε εκείνα του Μότσαρτ, του «μέγιστου διακοσμητή», όπως τεκμηριωμένα υποστήριζε ο διάσημος Αυστραλός αρχιμουσικός Τσαρλς Μακέρας, οι δύο μουσικοί άντλησαν από τη φαντασία τους μετρημένα αλλά ενδιαφέροντα ποικίλματα. Μόνος ο Χοϊδάς απέδωσε το «Τουρκικό ρόντο» της Σονάτας Κ.331 του Μότσαρτ ερμηνεύοντας τους χαρακτηριστικούς σύντομους καλλωπιστικούς φθόγγους ως επερείσεις (αποτζατούρες) και όχι ως φθόγγους με αξία 16ου, έτσι ώστε να μην αλλοιώνεται το ρυθμικό σχήμα της μουσικής. Η ολοφάνερη διαφορά στο πασίγνωστο αυτό κομμάτι ενδεχομένως ξένισε ορισμένους. Ωστόσο, το αποτέλεσμα υπήρξε απολύτως συναρπαστικό, παρά τις μικρές αστοχίες.

Ακολούθησαν τραγούδια των Μπετόβεν και Σούμπερτ, χαρακτηριστικά της εποχής Μπίντερμαγερ, τα οποία αποδόθηκαν με τη συνοδεία ενός φορτεπιάνο του 1820. Ανάλογα έργα των Μπραμς και Βάγκνερ ερμήνευσε ο Χοϊδάς με τον πλουσιότερο ήχο ενός πιάνου Πλεγέλ του 1870. Η καθαρή, δροσερή, νεανική φωνή της Αντωνέλου, με τον περιορισμένο παλμό της (βιμπράτο), ασφαλώς ταίριαζε καλύτερα στις ενότητες τραγουδιών από τον 17ο και τον 18ο αιώνα. Ωστόσο, η συναισθηματική ειλικρίνεια των ερμηνειών της επέτρεψε στην υψίφωνο να αποδώσει με επιτυχία και τα περισσότερο δραματικά τραγούδια του Μπετόβεν, του Σούμπερτ και του Μπραμς. Η ρευστή μελωδική γραμμή της ταίριαξε καλύτερα στα ιταλικά τραγούδια του Σούμπερτ, αλλά εκτιμήθηκε επίσης στα γερμανικά.

Μεσαίωνας και Αναγέννηση

Δέκα ημέρες αργότερα, στις 23 Απριλίου η Φανή Αντωνέλου επέστρεψε στην ίδια αίθουσα στο πλαίσιο της συνεργασίας της με το σύνολο Ex Silentio, ερμηνεύοντας μαζί με τη μεσόφωνο Θεοδώρα Μπάκα μουσική του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Και σε αυτή τη συναυλία προτεραιότητα είχε η αναζήτηση του κατάλληλου ήχου με ευθύνη του Δημήτρη Κούντουρα, φλαουτίστα και ιδρυτή του συνόλου, της Ηλέκτρας Μηλιάδου (βιέλα και βιόλα ντα γκάμπα), της Φλώρας Παπαδοπούλου (γοτθική και αναγεννησιακή άρπα), του Θύμιου Ατζακά (ούτι) και του Νίκου Βαρελά (κρουστά). Ακούστηκαν μουσικές «για τα πάθη και τη διασπορά» ενός μεγάλου φάσματος, που απλωνόταν από τον 13ο έως τον 19ο αιώνα. Κάλυψε την απόσταση από τον Ρεμπό ντε Βακέιρας, ο οποίος έλαβε μέρος στην Δ΄ σταυροφορία και πέρασε τα τελευταία δημιουργικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη, ώς τον περίφημο λυράρη Νικολάκη, ο οποίος στην Πόλη του 19ου αιώνα συνέθεσε μουσική με εμφανείς δυτικές επιρροές. Βασική διαφορά με προηγούμενες συναυλίες των Ex Silentio ήταν το πλήθος από ντουέτα, τα οποία Αντωνέλου και Μπάκα ερμήνευσαν με πολύ μεγάλη μουσικότητα. Στις κορυφαίες στιγμές ανήκε η ερμηνεία του γνωστού τραγουδιού «Εντονο είναι το άρωμα του ρόδου» της σεφαραδίτικης παράδοσης, το οποίο απέδωσε με σπάνια εκφραστικότητα και γλυκιά φωνή η Θεοδώρα Μπάκα, συνοδευόμενη μονάχα από τη βιέλα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή