Τι πρέπει να κάνει η Νέα Δημοκρατία;

Τι πρέπει να κάνει η Νέα Δημοκρατία;

3' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Π​​ρέπει να είναι κανείς ανόητος ή φανατικός (ιδιότητες που συχνά συμπίπτουν) ή να έχει ιδιοτελές συμφέρον, για να αγνοήσει την παταγώδη πολιτική χρεοκοπία αυτής της κυβέρνησης. Σπάνια δίνεται η (θλιβερή) ευκαιρία να σταθεί κανείς μάρτυρας μιας τόσο σύντομης και ολοκληρωτικής πολιτικής χρεοκοπίας, από τον απίστευτο αυτοεξευτελισμό της υπερψήφισης ενός μνημονίου από τους πρωταθλητές του αντιμνημονίου έως την πλήρη αδυναμία διαχείρισης της διοίκησης της χώρας. Είναι πολύ πιθανό η αξιολόγηση να κλείσει έως το τέλος του μήνα. Ακόμα όμως και αν γίνει κάτι τέτοιο, είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς πώς θα μπορέσει η κυβέρνηση να διαχειριστεί μια κατάσταση που επιδεινώνεται συνεχώς και η οποία την ξεπερνάει εντελώς. Κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, θα ξεσπάσει μια οξεία πολιτική κρίση.

Ετσι όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα, τον βασικό ρόλο την επόμενη μέρα θα έχει η Νέα Δημοκρατία. Προκύπτει έτσι ένα επιτακτικό ερώτημα: ποιος είναι ο δρόμος που θα πρέπει να ακολουθήσει έτσι ώστε όχι μόνο να περισώσει ό,τι σώζεται, αλλά να θέσει τις βάσεις μιας οικονομικής και πολιτικής ανάκαμψης;

Ενας τρόπος να απαντηθεί το ερώτημα αυτό είναι η επισκόπηση του πρόσφατου παρελθόντος της ελληνικής Δεξιάς. Εκεί θα συναντήσει τρία βασικά υποδείγματα.

Το πρώτο έχει ταυτιστεί με το πρόσωπο του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974. Μπορεί να περιγραφεί με μία μόνο λέξη: υπέρβαση. Οι επιλογές του Καραμανλή υπήρξαν αποφασιστικές για την εδραίωση των νέων δημοκρατικών θεσμών, η αξία των οποίων αποδείχθηκε πανηγυρικά στη διάρκεια της μεγάλης κρίσης που βιώνει η χώρα. Ηταν συγχρόνως υπερβατικές σε σχέση με τις πρακτικές και τις αξίες της μεταπολεμικής Δεξιάς και της επέτρεψαν να αναβαπτιστεί. Παγιωμένες θέσεις σε κομβικά ζητήματα, όπως το πολιτειακό ή η αναγνώριση του ΚΚΕ, κουρελιάστηκαν μέσα σε πολύ μικρό διάστημα και η Νέα Δημοκρατία αυτοτοποθετήθηκε στο Κέντρο του πολιτικού άξονα. Ενδεχομένως, οι επιλογές αυτές να ωφέλησαν περισσότερο τη χώρα από ό,τι το ίδιο το κόμμα, όπως φάνηκε λίγα χρόνια μετά. Αναμφίβολα, όμως, το διάστημα 1974-1981 αποτελεί όχι μόνο μια σημαντική εθνική παρακαταθήκη, αλλά ένα μοντέλο για το πώς πρέπει να κινηθεί η Νέα Δημοκρατία στο διάστημα που έρχεται.

Δυστυχώς, δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο για την περίοδο 2004-2009, που θα μπορούσε επιγραμματικά να χαρακτηριστεί υπόδειγμα καταστροφικού εφησυχασμού. Ηταν η στιγμή που η απουσία πολιτικής θέλησης αντικατέστησε τον πολιτικό βολονταρισμό του 1974. Πρόκειται για μια περίοδο όπου επικράτησαν το κοντόφθαλμο κομματικό συμφέρον και η επικοινωνιακή διαχείριση της πραγματικότητας και που προσφέρει τον χειρότερο δυνατό οδηγό για το μέλλον. Δεν είναι μόνο πως στο διάστημα αυτό και με ευθύνη των κυβερνήσεων του Κώστα Καραμανλή πραγματοποιήθηκε ο μεγάλος δημοσιονομικός εκτροχιασμός που οδήγησε στη σημερινή κρίση, όσο το γεγονός πως χάθηκε η μεγάλη ευκαιρία να πραγματοποιηθούν οι μεταρρυθμίσεις εκείνες που θα έδιναν πραγματική πνοή στην είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ.

Το αμφιλεγόμενο 1990-1993 της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη τοποθετείται ανάμεσα στα δύο μεγάλα αυτά ορόσημα. Αντίθετα από το 2004-2009, η πολιτική θέληση για μεγάλης κλίμακας αλλαγές υπήρχε. Αντίθετα, όμως, από το διάστημα 1974-1981, η ικανότητα επιτυχούς εφαρμογής τους απουσίαζε. Γιατί; Η απάντηση που συνήθως δίνεται είναι ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρέθηκε αντιμέτωπη με μια θύελλα εκδηλώσεων διαμαρτυρίας από τις συντεχνίες εκείνες που συνέβαλαν στη σημερινή καταστροφή της χώρας, ενώ υπέστη ένα εσωτερικό ρήγμα από την ανταρσία του Αντώνη Σαμαρά, που υπονόμευσε την ισχνή κοινοβουλευτική της πλειοψηφία. Αν όμως κοιτάξει κανείς πιο προσεκτικά τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύτηκε, θα διαπιστώσει πως την κυβέρνηση αυτή διέκρινε μια φοβία και μια έλλειψη σθένους, πράγμα που επέτρεψε στις αντιδράσεις που αντιμετώπισε να αποκτήσουν τη δυναμική που τελικά απέκτησαν. Το μάθημα που προκύπτει για τη σημερινή ηγεσία της Ν.Δ. είναι σαφές: θα πρέπει να θωρακιστεί για να αντιμετωπίσει με επιτυχία τις αντιδράσεις που θα συναντήσει στην πολύ πιθανή περίπτωση που σύντομα βρεθεί στην εξουσία.

Συνοπτικά, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πρέπει από τώρα να αντιληφθεί τον ρόλο του ως πραγματικά υπερβατικό και όχι απλώς ως διαχειριστικό. Θα πρέπει να ορίσει από τώρα και να υπερασπιστεί με μεγάλο σθένος μια συνολική ατζέντα ευρείας πολιτικής υπέρβασης και όχι να περιοριστεί στη διατύπωση στενών τεχνοκρατικών στόχων. Θα πρέπει να λειτουργήσει με ιδεολογικά ηγεμονικό τρόπο και όχι να συρθεί από τον λόγο και τις ιδέες των αντιπάλων του, όπως συνέβη τόσες φορές στο παρελθόν. Αυτό προϋποθέτει εξαιρετική προετοιμασία, επιλογή των κατάλληλων ανθρώπων που μπορούν να φέρουν το σχέδιο αυτό σε πέρας και εξαιρετικά αποφασισμένη ηγεσία που θα παραβλέψει το βραχυχρόνιο πολιτικό κόστος για να επιτύχει το μακροχρόνιο εθνικό όφελος.

Είναι σαφές πως πρόκειται για ιδιαίτερα δύσκολη αποστολή, όπως είναι εξίσου σαφές πως οποιαδήποτε άλλη επιλογή θα είναι καταστροφική τόσο για τη Ν.Δ. όσο και για τη χώρα.

*Ο κ.  Στάθης  Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή