Η γοητεία της θερινής ανάγνωσης

Η γοητεία της θερινής ανάγνωσης

6' 34" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ως λαίμαργος πρώην βιβλιοφάγος, περιμένω με λαχτάρα τις καλοκαιρινές διακοπές για να επιστρέψω στο είδος του διαβάσματος που έκανα παλιά. Λέω λαίμαργος, γιατί όποτε δω (και αυτό συμβαίνει συχνά) κάποιο βιβλίο που μου κεντρίζει την περιέργεια, το αγοράζω αμέσως, με αποτέλεσμα να δημιουργώ σοβαρό θέμα χώρου στο σπίτι. Και προσθέτω πρώην βιβλιοφάγος, γιατί η ικανότητά μου να διαβάζω τα βιβλία που συσσωρεύω όχι μόνο δεν ανταποκρίνεται στον ρυθμό της απόκτησής τους, αλλά παρακμάζει σταθερά, εξαιτίας κυρίως της επιρροής του Ιντερνετ που έχει αλλάξει τον τρόπο ανάγνωσής μας, υπονομεύοντας την αποκλειστική προσήλωση σε ένα βιβλίο.

Την προσήλωση αυτή επανακτώ με ευκολία στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών τόσο γιατί η θάλασσα και το εν γένει κλίμα προσφέρονται ιδιαίτερα όσο και επειδή το οικογενειακό σπίτι στο νησί δεν διαθέτει Ιντερνετ. Ετσι, πριν αναχωρήσω, επιλέγω γύρω στα δεκαπέντε βιβλία από τη στοίβα των προς ανάγνωση με σκοπό να διαβάσω περίπου τα μισά στη διάρκεια των διακοπών. Η στοίβα προφανώς αντανακλά τις προτιμήσεις μου, με μπόλικα πολιτικοϊστορικά βιβλία, αλλά η τελική επιλογή γίνεται λίγο-πολύ τυχαία, ανταποκρινόμενη στη διάθεση της τελευταίας στιγμής και στον χώρο που διαθέτει η βαλίτσα.

Στις φετινές δύο εβδομάδες διάβασα επτά βιβλία. Στάθηκα τυχερός γιατί μου άρεσαν όλα και τα συνιστώ ανεπιφύλακτα. Παρότι ούτε η επιλογή τους αλλά ούτε και η σειρά που τα διάβασα ακολούθησαν κάποια συγκεκριμένη λογική, η ανάγνωσή τους λειτούργησε συνθετικά έτσι όπως μόνο ο τύπος αυτός ανάγνωσης μπορεί.

Ξεκίνησα με το συναρπαστικό βιβλίο του Laurent Binet, με τον περίεργο τίτλο «ΗΗhΗ» (αρκτικόλεξο της φράσης «ο Χάιντριχ είναι ο εγκέφαλος του Χίμλερ») που πραγματεύεται την επιχείρηση δολοφονίας του Ράιναρντ Χάιντριχ, το 1943. Μέσα όμως, με την περιγραφή της επιχείρησης δολοφονίας, ο Binet προσφέρει και μια σφαιρική προσέγγιση του ναζιστικού φαινομένου αλλά και έναν προβληματισμό για το τι είναι και πώς γράφεται η Ιστορία, παρεμβαίνοντας συνεχώς στην ίδια του την αφήγηση και παρεμβάλλοντας τους προβληματισμούς του, τους δισταγμούς του και τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει στη διάρκεια της συγγραφής. Θα περίμενε κανείς πως η μεταμοντέρνα αυτή αντιπαράθεση αφήγησης και μετα-αφήγησης θα παρεμπόδιζε την ανάγνωση, αλλά συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η πρωτοτυπία της προσέγγισής του κάνει την αφήγησή του ακόμη πιο συναρπαστική.

Αφηγήσεις

Εναν αντίστοιχο προβληματισμό καταγράφει και «Η Νιλουφέρ στα χρόνια της κρίσης» του Δημήτρη Φύσσα, που πραγματεύεται ένα ευαίσθητο θέμα: την εμπειρία της Μακρονήσου στο διάστημα του Εμφυλίου. Ο συγγραφέας συνδέει την περίοδο εκείνη ευρηματικά με τη χρήση του ίδιου τόπου ως στρατοπέδου εγκλεισμού (και ουσιαστικά εξόντωσης) Οθωμανών αιχμαλώτων στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων και τη σημερινή κρίση μέσα στην οποία κινείται ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου. Αντίθετα με άλλους, δεν επιδιώκει να εκβιάσει επιφανειακές πολιτικές αναγνώσεις ή να «μαρτυρολογήσει», αλλά επιχειρεί να καταγράψει το τι ακριβώς συνέβη, να κατανοήσει το γιατί και τελικά να κρίνει το αποτέλεσμα με βάση κυρίως δύο μεγάλες έννοιες που συχνά οι ιστορικοί αντιμετωπίζουν με καχυποψία: του εγκλήματος και της τραγωδίας. Πρόκειται για ένα καταπληκτικό βιβλίο.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και «Η γαλάζια αγελάδα» του Βασίλη Τσιαμπούση. Με κεντρικό ήρωα ένα πραγματικό πρόσωπο, τον δικηγόρο και μετέπειτα πολιτικό Δημήτρη Μούτσιο από την Πρώτη Σερρών και εργαλείο του τις προφορικές αφηγήσεις του ίδιου αλλά και διαφόρων προσώπων που κινούνται γύρω του, ο Τσιαμπούσης σκιαγραφεί αριστοτεχνικά την ιστορία της Ανατολικής Μακεδονίας και ιδίως των Σερρών και της Δράμας, από την ενσωμάτωσή τους στο ελληνικό κράτος έως τις μέρες μας. Η περιγραφή της βουλγαρικής κατοχής, του κατοχικού εμφυλίου (που είχε ως αποτέλεσμα τη διαίρεση της Πρώτης και την εκτέλεση του πατέρα του Μούτσιου), η απελευθέρωση και ο νέος Εμφύλιος, τα μετεμφυλιακά χρόνια (με κεντρικό τον ρόλο της οικογένειας Καραμανλή με καταγωγή από το ίδιο χωριό), η μεταπήδηση του Μούτσιου από τη δικηγορία στην πολιτική και, τέλος, ο πολιτικός παροπλισμός του, μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ το 1981, συνθέτουν μια αφαιρετική αλλά πλούσια τοιχογραφία μιας ολόκληρης εποχής, δοσμένης με φαινομενικά απλό τρόπο αλλά γεμάτης με ανθρωπιά και ιστορική ουσία.

Ολοκλήρωσα τις ιστορικές μου αναγνώσεις με τον «Αχό της εποχής», μια βιογραφία του μεγάλου Ρώσου κλασικού συνθέτη Dimitri Sostakovitch, δοσμένη από τον γνωστό Βρετανό συγγραφέα Julian Barnes, αυτή τη φορά με συμβατικά αφηγηματικό τρόπο σε σχέση με τα τρία βιβλία που προηγήθηκαν. Η ζωή του Sostakovitch κύλισε στον αστερισμό της επιβίωσης, του συμβιβασμού και της δειλίας σε σχέση με το σταλινικό καθεστώς. Ομως το μήνυμα του Barnes είναι παρ’ όλα αυτά περίεργα αισιόδοξο: η συντριβή της προσωπικότητας δεν είναι ασύμβατη με την καλλιτεχνική επιβίωση σε βάθος χρόνου. Η σύγκριση με τον Binet έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθώς ο ναζισμός επεδίωκε την ωμή και ολοκληρωτική εξόντωση των πληθυσμών εκείνων που δεν ικανοποιούσαν τα ρατσιστικά του κριτήρια, ενώ ο σταλινισμός επεδίωκε τη συντριβή και τον εκμηδενισμό της αξιοπρέπειας και της προσωπικότητας των θυμάτων του ανεξάρτητα από τη φυσική τους εξόντωση.

Παρίσι, πριν και μετά

Περνώντας στην πιο καθαρόαιμη λογοτεχνία, ξεκίνησα με κάτι ανάλαφρο που είχα ξαναδιαβάσει πριν πολλά χρόνια με ενθουσιασμό, το «Τάλγκο» του Βασίλη Αλεξάκη. Η γραφή του είναι άμεσα αναγνωρίσιμη και πάντα απολαυστική, καθώς συνδυάζει αριστοτεχνικά χιούμορ και διεισδυτικές παρατηρήσεις για να προσεγγίσει θέματα υπαρξιακής σημασίας. Ενα από αυτά είναι η ξενιτιά. Ξαναδιαβάζοντας λοιπόν το «Τάλγκο» διαπίστωσα πόσο έχει αλλάξει ο κόσμος τα τελευταία 30 χρόνια. Το Παρίσι είναι πολύ πιο κοντά στην Αθήνα σήμερα και η πανίσχυρη αίσθηση του νόστου που δίνει στην πλοκή του βιβλίου τη δύναμή της έχει καταλαγιάσει κάπως.

Περνώντας στην «Υποταγή» του Michel Houellebecq, παραμένουμε μεν στο Παρίσι, αλλά πρόκειται για μια πόλη ολωσδιόλου διαφορετική από αυτήν που περιγράφει ο Αλεξάκης. Και εδώ τα 30 χρόνια που πέρασαν άλλαξαν πολλά. Οπως είναι γνωστό, η κυκλοφορία του βιβλίου συνέπεσε με τη δολοφονική επίθεση στο περιοδικό Charlie Hebdo τον Ιανουάριο του 2015. Ο Houellebecq έχει μάλιστα εντάξει στα βιβλία αρκετές περιγραφές τρομοκρατικών ενεργειών που αποδείχθηκαν προφητικές. Δεν βρίσκεται όμως εκεί η αξία του. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα γοητευτικό συγγραφέα που ακολουθεί τη γνωστή συνταγή του: διεισδυτική ματιά σε καυτά θέματα του παρόντος, κοινωνιολογικές αναλύσεις, φιλοσοφικές αναζητήσεις, μελλοντολογική ροπή, πορνογραφική διάθεση και τελικά μια βαθύτατη απαισιοδοξία του για τον δυτικό πολιτισμό που θεωρείται ετοιμοθάνατος. Ο κεντρικός ήρωας, καθηγητής στη Σορβόννη, είναι ένας άνθρωπος που έχει τα πάντα αλλά δεν μπορεί να απολαύσει τίποτα. Την ίδια στιγμή, η Γαλλία αντιμετωπίζει αντίστοιχα αδιέξοδα και βρίσκεται στα πρόθυρα ενός εμφυλίου, καταλήγοντας να εκλέξει έναν ισλαμιστή για πρόεδρο της Δημοκρατίας και μπαίνοντας έτσι στην τροχιά του εξισλαμισμού που παραδόξως λειτουργεί ως λύση στα δομικά της προβλήματα. Η περιγραφή του Houellebecq είναι συχνά πειστική και το βιβλίο του, όπως και τα προηγούμενα, έχει μια ιδιαίτερα πικρή επίγευση. Ομως παρότι ρηξικέλευθη, η σκέψη του είναι τελικά παραπλανητική. Το πώς και το γιατί το κατάλαβα μεν διαισθητικά στη διάρκεια της ανάγνωσης, αλλά το διαπίστωσα με πανηγυρικό θα έλεγα τρόπο καθώς ολοκλήρωνα τον ογκωδέστατο δεύτερο τόμο του εξάτομου έργου του Νορβηγού Karl Ove Knausgaard που τιτλοφορείται «Ο Αγώνας μου – Ενας ερωτευμένος άνδρας».

Μικροαστικό έπος

Αν δεν το έχετε ξανακούσει, αρκεί να σας πω πως πρόκειται για το μεγαλύτερο ίσως αυτοαναφορικό έπος από την εποχή του Προυστ, ένας ποταμός χιλιάδων σελίδων γύρω από την ίδια τη ζωή του συγγραφέα που δεν έχει απολύτως τίποτα το εξαιρετικό ή το ηρωικό. Ο Knausgaard καταπιάνεται με την παιδική του ηλικία, τη δύσκολη σχέση του με τον αλκοολικό του πατέρα, την εφηβεία του, τις σπουδές του, τις σχέσεις του, τον έρωτά του, τη γέννηση της κόρης του, την ανατροφή των παιδιών του και πάνω απ’ όλα τον αγώνα του να αναδειχθεί ως συγγραφέας. Και όμως, η διεισδυτική ματιά και η ειλικρίνειά του καθηλώνουν τον αναγνώστη, τον συγκλονίζουν και τον συγκινούν ταυτόχρονα, πράγμα που άλλωστε εξηγεί και την απίστευτη παγκόσμια επιτυχία αυτού του μοναδικού βιβλίου. Πρόκειται για ένα έπος της μικροαστικής καθημερινότητας, έναν ύμνο στη ζωή του σύγχρονου Eυρωπαίου ανθρώπου.

Ο Knausgaard υπήρξε η απόλυτη κατακλείδα των φετινών μου θερινών αναγνώσεων. Από τη μια καταγράφει την ομορφιά της σημερινής, πεζής, ευρωπαϊκής καθημερινότητας απέναντι στο σκοτάδι των μεγάλων επαναστατικών ουτοπιών του 20ού αιώνα και από την άλλη αναδεικνύει τη σαθρότητα των ψευδοκοινωνιολογικών αναλύσεων του Houellebecq.

Τελικά, πρέπει να βρω έναν τρόπο να ξαναγίνω βιβλιοφάγος…

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή