Ευθανασία, δογματισμός και οικουμενικότητα

Ευθανασία, δογματισμός και οικουμενικότητα

3' 59" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Δ​​ιάβασα στην «Καθημερινή» της 11/9/16 τις αντίθετες απόψεις του καθηγητή Α. Χατζή και του μητροπολίτη Ναυπάκτου κ. Ιερόθεου περί ευθανασίας. Η γεφύρωση των δύο απόψεων είναι δύσκολη γιατί το σημείο εκκίνησης είναι διαφορετικό. Το επιχείρημα του κ. Ιερόθεου είναι δογματικό: ο Θεός έδωσε τη ζωή και μόνο Αυτός έχει το δικαίωμα να την αφαιρέσει. Υπάρχουν δισεκατομμύρια συνανθρώπων μας για τους οποίους το επιχείρημα είναι κενό. Δεν αναφέρομαι μόνο στους άθεους και στους αγνωστικιστές, αλλά και σε όσους δέχονται την ύπαρξη μιας υπέρτατης οντότητας αλλά αρνούνται να ενταχθούν σε οποιοδήποτε θρησκευτικό σχήμα. Ο κ. Ιερόθεος δεν απευθύνεται ούτε καν στους θρησκευόμενους γενικά, αλλά σε μια συγκεκριμένη κατηγορία εξ αυτών, αυτούς που αποδέχονται το ίδιο με αυτόν δόγμα περί ζωής, θανάτου και Θεού. Σε έναν πλανήτη που βαδίζει ταχύτατα και αναπότρεπτα προς έναν παγκόσμιο πολιτισμό, αυτή η επικέντρωση έχει περιορισμένη προοπτική – ίσως δρα και διχαστικά. Ασφαλώς, όμως, δημιουργεί προβλήματα. Δεν ζούμε σε μια κλειστή κοινωνία. Η ταλαιπωρία, οικονομική και κυρίως ψυχολογική, των συγγενών του νεκρού, που καταφεύγουν σε ξένες χώρες επειδή η επιθυμία του ήταν η αποτέφρωση, δεν συγκινεί την Εκκλησία; Δεν είναι ένα είδος εκδίκησης; (Αφού εσύ, νεκρέ, αθέτησες την οδηγία μας, εμείς αρνούμαστε να σε προπέμψουμε ως χριστιανό, αντίθετα σου δίνουμε μια πρόγευση του τι σε περιμένει εις τους αιώνες των αιώνων. Καλά να πάθουν και οι συγγενείς σου, τέτοιος που ήσουν).

Προσθέστε στην αποτέφρωση την ευθανασία και θα έχετε μια εκτίμηση του μεγέθους του προβλήματος. Η αδυναμία της Εκκλησίας να δει πόσο διχαστική για το πλήρωμά της είναι αυτή η εμμονή στο κενό γράμμα της παράδοσης με εκπλήσσει και με λυπεί. Ειδικά όταν υπάρχουν σοβαρότερα θέματα για τα οποία οι προπάτορες απεδείχθησαν σοφότεροι. Στα πρώτα του χρόνια ο χριστιανισμός απαιτούσε την ενηλικίωση πριν από τη βάπτιση. Πολύ λογικό, αφού η αποδοχή μια θρησκείας απαιτεί ενσυνείδητη επιλογή. Και όμως, αυτό το θεμελιώδες θέμα παρακάμφθηκε. Η ανάγκη της προσαρμογής στην πραγματικότητα οδήγησε στην επινόηση του ανάδοχου. Υποκλίνομαι μπροστά στη γόνιμη φαντασία, ανησυχώ μπροστά στην έλλειψή της. Κατανοώ τους δισταγμούς (χωρίς να τους αποδέχομαι) γύρω από το θέμα της ομοφυλοφιλίας. Αλλά μου είναι αδύνατο να συμφωνήσω με την αντίδραση στην αποτέφρωση των νεκρών και την ευθανασία. Αποτελεί κραυγαλέα πρόκληση της λογικής. Ας δεχθούμε το επιχείρημα ότι ο Θεός έδωσε την «επίγειο» ζωή και ότι έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να την αφαιρέσει. Ομως τη συνέδεσε με ένα επίσης επίγειο σώμα. Δεν θα έπρεπε, με αυτήν τη λογική, ο ακρωτηριασμός να μην αποτελεί δικαίωμα του ατόμου και των γιατρών, αλλά μόνο του Θεού; Επίσης, είναι η ζωή ενός πουλιού δώρο Θεού ή ανθρώπου; Αν είναι Θεού, από πού απορρέει το δικαίωμα του κυνηγού να την αφαιρέσει; Θα υπάρχουν, υποπτεύομαι, θεολογικά αντεπιχειρήματα, τα οποία όμως, υποπτεύομαι πάλι, θα στηρίζονται σε κάποια δογματική αρχή.

Δεν κερδίζουμε τίποτε όταν θαμπώνουμε το κρύσταλλο με την άχνα του συναισθηματισμού, αναπόφευκτη συνέπεια του δογματισμού. Οι θρησκείες είναι εγκλωβισμένες σε έναν δογματισμό από τον οποίον είναι εξαιρετικά δύσκολο να απελευθερωθούν. Το ζούμε και θα το ζήσουμε ακόμα εντονότερα στα θέματα της ευθανασίας, της αποτέφρωσης των νεκρών, της ομοφυλοφιλίας, του διαχωρισμού των εξουσιών μεταξύ πολιτείας και Εκκλησίας, ακόμα και της ανεξιθρησκίας. Κάθε θρησκεία, όπως και κάθε ιδεολογία, δίδυμη άλλωστε αδελφή της, βρίσκεται νομοτελειακά μπροστά στο δίλημμα της εσωστρέφειας ή «καθαρότητας» (και επομένως της συρρίκνωσης) ή της εξωστρέφειας (και επομένως του εναγκαλισμού του ευρύτερου κοινού).

Με λυπεί, επαναλαμβάνω, η στροφή προς την καθαρότητα και τη μονοχρωμία. Δεν θα ήθελα μια Εκκλησία της οποίας το πλήρωμα θα αποτελείται μόνον από αγιούσες και ρασοφόρους που κραδαίνουν τον σταυρό, όχι προς ευλογίαν αλλά ως όπλο κατ’ εναντίων (υποθέτω, είμαι και εγώ ένας από τους ενάντιους). Δεν θα ήθελα μια χώρα που «εξάγει» πτώματα προς αποτέφρωση και ασθενείς που επιθυμούν ένα ανώδυνο και αξιοπρεπές τέλος προς ευθανασία (σημειώνω παρενθετικά ότι η άποψη του κ. Ιερόθεου ότι η ευθανασία αποτελεί «έκφραση δειλίας και φόβου έναντι του θανάτου» είναι διαμετρικώς αντίθετη με τη συσσωρευμένη εμπειρία που αποκομίζουμε από τις χώρες όπου η ευθανασία επιτρέπεται).

Θα ήθελα μια χώρα όπου η Εκκλησία δεν έχει εξουσία σε θέμα της πολιτείας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα ήθελα την Εκκλησία και την πολιτεία σε τριβή. Μπορώ να δω δεκάδες προβλήματα στην πορεία προς τη νομοθέτηση της ευθανασίας, αλλά το δόγμα δεν μπορεί να είναι ένα από αυτά. Η Εκκλησία πρέπει να παραστεί αρωγός της πολιτείας στο δύσκολο αυτό θέμα, αντί να επισείει το δόγμα ως «κόκκινη γραμμή». Ο κ. Χατζής, στο σημείωμά του, βλέπει κατάματα την πραγματικότητα, όχι μόνο του σήμερα αλλά και του αύριο. Μας καλεί να προσαρμοστούμε. Είναι ένα κάλεσμα υπευθυνότητας. Θα έλεγα συνυπευθυνότητας – μια έννοια που αποτελεί το καταστάλαγμα και των δύο βιβλίων που έχω γράψει για θέματα που άπτονται της βιοηθικής. Ομως συνυπευθυνότητα με «κόκκινες γραμμές» είναι κούφια και προσχηματική λέξη. Επ’ αυτού έχουμε περισσότερες μαρτυρίες απ’ ό,τι χρειαζόμαστε.

*Ο κ. Λευτέρης Ζούρος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή