Υπό την πίεση αγορών και φυγής επιχειρήσεων η βρετανική κυβέρνηση

Υπό την πίεση αγορών και φυγής επιχειρήσεων η βρετανική κυβέρνηση

3' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Υπό την πίεση των αγορών και της φυγής των μεγάλων τραπεζών, το Λονδίνο επιχειρεί πολιτικούς ελιγμούς και εξετάζει ακόμη και εναλλακτικά σχέδια για να εξασφαλίσει πρόσβαση στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά. Ωστόσο, το κόστος δανεισμού της Βρετανίας ανήλθε χθες στο υψηλότερο επίπεδο από την ημέρα του δημοψηφίσματος, ενώ συνεχίστηκε ακάθεκτη και η πτώση της λίρας, σημάδια πως το Brexit θα κοστίσει ακριβά στους Βρετανούς, ιδίως στους φτωχότερους.

Η νευρικότητα επιτείνεται από τη διαβεβαίωση ότι η διαδικασία εξόδου από την Ε.Ε. θα είναι μη αναστρέψιμη από τη στιγμή που το Λονδίνο ενεργοποιήσει το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισσαβώνας, καθώς και από πληροφορίες για την ύπαρξη σημαντικών διαφορών του υπουργού Οικονομικών με πολλά μέλη του υπουργικού συμβουλίου σχετικά με το «σκληρό» Brexit.

Χθες ο γενικός εισαγγελέας της Βρετανίας Τζέρεμι Ουάιτ προειδοποίησε πως, από τη στιγμή που το Λονδίνο θα ενεργοποιήσει το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισσαβώνας περί αποχώρησης από την Ε.Ε., η διαδικασία θα καταστεί νομικά μη αναστρέψιμη. Το γεγονός πιθανότατα θα εντείνει την πολιτική διαμάχη μεταξύ κυβέρνησης και βουλευτών από όλα τα κόμματα που πιέζουν ώστε την απόφαση για την επίσημη έναρξη της διαδικασίας Brexit να τη λάβει το βρετανικό Κοινοβούλιο. Η Βρετανίδα πρωθυπουργός Τερέζα Μέι επιμένει ότι «Brexit σημαίνει Brexit» και προ ημερών είχε κατηγορήσει όσους τάσσονται υπέρ της ψηφοφορίας στο Κοινοβούλιο ότι «δεν υπερασπίζονται τη δημοκρατία, αλλά προσπαθούν να την υπονομεύσουν». Ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες των Financial Times, η βρετανική κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο να εξακολουθήσει να καταβάλλει δισεκατομμύρια λίρες κάθε χρόνο στον προϋπολογισμό της Ε.Ε., ώστε να εξασφαλίσει την πρόσβαση των βρετανικών επιχειρήσεων και του Σίτι στην κοινή ευρωπαϊκή αγορά των 450 εκατ. καταναλωτών.

Οι δηλώσεις της κ. Μέι περί «σκληρού» Brexit στις 2 και στις 5 Οκτωβρίου έχουν ταρακουνήσει τις αγορές, επιταχύνοντας εκ νέου την πτώση της λίρας, η οποία έχει υποχωρήσει κατά σχεδόν 18% από την ημέρα του δημοψηφίσματος. Παράλληλα, έχει αυξηθεί σημαντικά και το κόστος δανεισμού της Βρετανίας, με την απόδοση του δεκαετούς ομολόγου να ανέρχεται χθες το μεσημέρι στο 1,20% και εν συνεχεία να υποχωρεί κοντά στο 1,17%. Αμέσως μετά το δημοψήφισμα οι αποδόσεις των βρετανικών ομολόγων είχαν αρχίσει να υποχωρούν σημαντικά, επειδή οι επενδυτές έσπευδαν να τα αγοράσουν περιμένοντας πως η Τράπεζα της Αγγλίας θα υιοθετήσει ξανά πρόγραμμα αγοράς ομολόγων. Ωστόσο, η πορεία έχει αντιστραφεί από τα μέσα Αυγούστου και έκτοτε η απόδοση του βρετανικού δεκαετούς ομολόγου έχει αυξηθεί κατά περισσότερο από 60 μονάδες βάσης. Αιτία φαίνεται πως είναι η συνειδητοποίηση, από την πλευρά των επενδυτών, πως το Λονδίνο θα προχωρήσει όντως σε «σκληρό» Brexit και η αναμενόμενη αύξηση του πληθωρισμού που θα προκληθεί από τη μεγάλη πτώση της λίρας.

Ανησυχία στις αγορές προκαλεί και η διαφωνία μεταξύ Τράπεζας της Αγγλίας και κυβέρνησης Μέι για το ύψος των επιτοκίων δανεισμού. Η ΤτΑ έχει δηλώσει πως θα ακολουθήσει πολύ χαλαρή νομισματική πολιτική στην προσπάθειά της να αμβλύνει το πλήγμα του Brexit και να στηρίξει την απασχόληση. Την Παρασκευή ο διοικητής της ΤτΑ Μαρκ Κάρνεϊ είχε δηλώσει ότι δεν θα δεχθεί υποδείξεις από την κυβέρνηση όσον αφορά τη νομισματική πολιτική και ότι είναι διατεθειμένος να ανεχθεί μικρή αύξηση του πληθωρισμού πάνω από το 2% για κάποιο χρονικό διάστημα. Την περασμένη εβδομάδα η κ. Μέι είχε ταχθεί κατά των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού που πλήττουν τους αποταμιευτές και τους συνταξιούχους. Παράλληλα, σύμφωνα με πληροφορίες της Daily Telegraph, ο υπουργός Οικονομικών εξετάζει το ενδεχόμενο να παραιτηθεί κατηγορώντας πολλούς συναδέλφους του υπουργούς ότι έχουν εμμονή με το Brexit. Ο εκπρόσωπος Τύπου της κ. Μέι δήλωσε χθες ότι ο κ. Χάμοντ απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της πρωθυπουργού. Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη διαφωνιών μεταξύ κυβέρνησης και υπουργού Οικονομικών και κυβέρνησης και κεντρικής τράπεζας δεν δημιουργεί εμπιστοσύνη στις αγορές και ενισχύει το διάχυτο αίσθημα ότι το Λονδίνο δεν έχει σαφή στόχο και πολιτική.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή