Το επιθυμητό και το εφικτό

3' 49" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

​Η λέξη «κρίση» εμπεριέχει την έννοια της εξαίρεσης, αφορά δηλαδή περιόδους και καταστάσεις που ξεφεύγουν από την κανονικότητα. Η Ελλάδα όμως βρίσκεται στον έβδομο χρόνο της κρίσης, αν ξεκινήσει κανείς να μετράει από το 2010, όταν αναγκάστηκε να μπει στο καθεστώς επιτροπείας του μνημονίου. Προφανώς, δύσκολα μπορεί μια επταετία να χαρακτηριστεί παρενθετική περίοδος. Εχουμε μπει, όπως είναι φανερό, σε ένα νέο είδος κανονικότητας, σ’ ένα τέλμα. Το σταθερά επαναλαμβανόμενο ερώτημα είναι εάν μπορούμε να ξεφύγουμε απ’ αυτό και, αν ναι, πώς ακριβώς. Σπάνια ένα ερώτημα υπήρξε τόσο βαρετό στην επανάληψή του και τόσο ουσιαστικό ταυτόχρονα.

Η στρατηγική της κυβέρνησης ως προς αυτό είναι αρκετά ξεκάθαρη. Από τη μια εφαρμόζει κουτσά-στραβά τα μέτρα που επιτάσσει το τρίτο μνημόνιο, παράλληλα με μια επιθετική επικοινωνιακή τακτική και μια απόπειρα ελέγχου των θεσμών, ιδιαίτερα των ΜΜΕ και της Δικαιοσύνης. Στόχος της είναι, όπως επαναλαμβάνεται τακτικά, η σύντομη ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης έτσι ώστε η χώρα να μπορέσει να συμμετάσχει στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και να πετύχει μια ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους, πράγμα που θα συμβάλει στην έξοδό της στις αγορές το 2018. Αυτό θα επιτρέψει την επιστροφή στην αναχρηματοδότηση του χρέους που, σε συνδυασμό με κάποιες άλλες θετικές εξελίξεις (πρωτογενή πλεονάσματα, φορολογικές μεταρρυθμίσεις κ.λπ.), θα οδηγήσει στην επιστροφή στην οικονομική ανάπτυξη.

Δύο ερωτήματα τίθενται εδώ. Είναι επιθυμητός αυτός ο στόχος; Είναι εφικτός;

Το πρώτο ερώτημα ακούγεται περίεργο. Είναι ποτέ δυνατόν να μην είναι επιθυμητή η επιστροφή στην ανάπτυξη; Προφανώς όλοι μας, ανεξαρτήτως πολιτικών προτιμήσεων, επιθυμούμε να πετύχει τον στόχο αυτό η κυβέρνηση, όπως φαντάζομαι πως το ίδιο επιθυμούσαμε και για τις προηγούμενες κυβερνήσεις της κρίσης. Στη συγκεκριμένη όμως περίπτωση, υφίστανται δύο σημαντικές αιρέσεις. Η πρώτη είναι ιδεολογική. Η ψήφιση από την κυβέρνηση πολλών απαραίτητων για την ανάπτυξη μέτρων συνοδεύεται από ένα λόγο που αντιστρατεύεται τις ίδιες τις πολιτικές αυτές, όπως π.χ. τις ιδιωτικοποιήσεις, τον εξορθολογισμό του Δημοσίου ή τη δημιουργία ενός κλίματος εμπιστοσύνης για την ανάπτυξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και την εισροή ξένων επενδύσεων. Ο κίνδυνος εδώ θα ήταν η επιστροφή στην ανάπτυξη να συνδυαστεί με τη διαιώνιση στρεβλών αντιλήψεων περί οικονομικής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα στην πρώτη κακοτοπιά να ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Η δεύτερη αίρεση είναι πολιτική και συνίσταται στην έμμεση νομιμοποίηση πολιτικών πρακτικών υπονόμευσης των δημοκρατικών θεσμών. Φανταστείτε μια κατάσταση στην οποία η βελτίωση των οικονομικών οδηγεί σε ευρύτερη αποδοχή αυταρχικών πρακτικών. Με λίγα λόγια, μια τυχόν επιστροφή στην οικονομική ανάπτυξη υπό την παρούσα κυβέρνηση, όσο επιθυμητή και να είναι, ενέχει ορισμένους καθόλου αμελητέους κινδύνους. Εννοείται πως οι κίνδυνοι αυτοί αυξάνονται σε περίπτωση διαιώνισης του τέλματος.

Ως προς το δεύτερο ερώτημα, δεν θα πρωτοτυπήσω καθόλου αν σημειώσω πως τα πράγματα είναι δύσκολα. Η μεγάλη καθυστέρηση του κλεισίματος της πρώτης αξιολόγησης δεν προοιωνίζεται τα καλύτερα ως προς την ταχεία και απρόσκοπτη έκβαση της δεύτερης. Με τη σειρά της, ακόμη και η γρήγορη έκβασή της δεν συνεπάγεται την άμεση συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ή μια ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους. Αφενός το έλλειμμα αξιοπιστίας της ελληνικής κυβέρνησης παραμένει βαθύ και αφετέρου είναι πολλά τα πολιτικά εμπόδια που ορθώνονται μπροστά σε μια γενναία ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Ακόμη όμως και αν οι στόχοι αυτοί επιτευχθούν, δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα περάσουμε σε φάση ανάπτυξης. Τόσο η υστέρηση στις μεταρρυθμίσεις όσο και η μόνιμη κυβερνητική διγλωσσία είναι πιθανό να αποδειχθούν ανυπέρβλητο ανάχωμα στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Πληθαίνουν, μάλιστα, οι ξένοι παρατηρητές που έχουν ήδη προεξοφλήσει την αποτυχία της χώρας να βγει στις αγορές το 2018 και επομένως θεωρούν απαραίτητο ένα τέταρτο μνημόνιο, για το οποίο μάλιστα προσθέτουν πως δεν είναι καν σίγουρο πως θα θελήσουν να μας το δώσουν οι δανειστές μας (μάλλον το αντίθετο, ισχυρίζονται). Εξίσου δυσάρεστο είναι να φανταστεί κανείς το πώς θα αποδεχθεί η ελληνική κοινωνία ένα νέο μνημόνιο (αν όντως πέσει κάτι τέτοιο στο τραπέζι) και το πώς θα πορευτεί εκτός μνημονίου, δηλαδή με επιστροφή στη δραχμή.

Με βάση τα δεδομένα αυτά, είναι μάλλον δύσκολο να παραμείνει κανείς αισιόδοξος για τις προοπτικές που ανοίγονται μπροστά μας. Οπως και στο παρελθόν, η αισιοδοξία θα μπορούσε να προέλθει από κυρίως δύο πηγές. Η πρώτη είναι μια μεγάλη στροφή στους κόλπους της κυβέρνησης που θα βασιζόταν στην ταύτιση έργων και λόγων, παράλληλα με την προσέλκυση μιας μεγάλης ομάδας ικανών τεχνοκρατών που θα εργαζόταν σκληρά για την επίτευξη του έργου που απαιτείται. Η δεύτερη είναι η προκήρυξη εκλογών και ο σχηματισμός μιας μεταρρυθμιστικής κυβέρνησης που θα πραγματοποιούσε περισσότερα απ’ όσα (δεν) έκαναν οι προηγούμενες. Δύσκολα και τα δύο, αλλά δεν χρειάζεται και πολύ μεγάλη φαντασία για να δεχθεί κανείς πως η πρώτη δυνητική πηγή αισιοδοξίας φαντάζει λιγότερο ρεαλιστική από τη δεύτερη.

*Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή