Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ

7' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Στην αρκετά μακρά ιστορία των μυστικών οργανώσεων που ταλάνισαν το εσωτερικό του ελληνικού στρατού από το 1909 έως το 1974, μία –αν και έχει περάσει μισός αιώνας από την αποκάλυψή της– εξακολουθεί να καλύπτεται από αχλύ μυστηρίου. Η οργάνωση ΑΣΠΙΔΑ (Αξιωματικοί Σώσατε Πατρίδα Ιδέα Δημοκρατία Αξιοκρατία) ώς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 αντιμετωπιζόταν ως απόλυτο ψεύδος, ως μια σκευωρία που άνοιξε τον δρόμο για τη δικτατορία του 1967. Η πραγματικότητα είναι πιο σύνθετη, και το παρόν άρθρο θα επιχειρήσει να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση της υπόθεσης αυτής. Τον Φεβρουάριο του 1964 η Ενωσις Κέντρου με αρχηγό τον Γ. Παπανδρέου κέρδισε τις εκλογές με το σαρωτικό 52,8%. Η δημοτικότητα της νέας κυβέρνησης στον Στρατό ήταν αμφίβολη λόγω και της ρητορικής του Ανένδοτου Αγώνα, που θεώρησε τον Στρατό κομματική μηχανή της ΕΡΕ. Βέβαια η Ε.Κ. είχε και υποστηρικτές εντός του στρατεύματος, οι οποίοι θεωρούσαν πως στα ανώτατα κλιμάκια κυριαρχούσαν φανατικοί αντίπαλοι του Κέντρου έτοιμοι ακόμη και να ανατρέψουν την κυβέρνηση. Γι’ αυτόν τον λόγο τόσο ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Π. Γαρουφαλιάς, όσο και ο υφυπουργός του Μ. Παπακωνσταντίνου κατακλύστηκαν από υπομνήματα αξιωματικών που ζητούσαν σαρωτικές μεταβολές στη σύνθεση της διοίκησης του Στρατού. Τελικά, η συμβιβαστική έναντι των Ανακτόρων τακτική του Γ. Παπανδρέου προκάλεσε δυσαρέσκεια στους νεότερους και δυναμικότερους οπαδούς της Ε.Κ. στο στράτευμα. Ενας από αυτούς, ο 32χρονος λοχαγός Α. Μπουλούκος, τον Ιούλιο του 1964, επικαλούμενος τον φόβο δεξιού πραξικοπήματος, προχώρησε στην ίδρυση της οργάνωσης ΑΣΠΙΔΑ.

Η συγκρότηση μιας περίεργης κίνησης στρατιωτικών

Ο Μπουλούκος, παλαιός οπαδός του Γ. Γρίβα, διατηρούσε εχθρική στάση έναντι των κυβερνήσεων Καραμανλή για την εγκατάλειψη της ενωτικής προοπτικής στο Κυπριακό. Οταν ο Γρίβας το 1960 εμφανίστηκε ως ένας από τους ηγέτες της κεντρώας αντιπολίτευσης, ο Μπουλούκος ενθουσιωδώς συμμετείχε στη δημιουργία μιας συνωμοτικής ομάδας αξιωματικών η οποία φαίνεται πως στόχευε ακόμη και σε δυναμική αναμέτρηση με την κυβέρνηση. Η «κίνηση Γρίβα» έγινε εύκολα αντιληπτή και διαλύθηκε μέσω δυσμενών μεταθέσεων ευάριθμων στελεχών· η σύντομη αυτή εμπειρία πάντως υπήρξε καθοριστική για τον Μπουλούκο, ο οποίος προφανώς δεν μετέβαλε την πίστη του στην αναγκαιότητα σύμπηξης συνωμοτικών ομάδων μέσα στον Στρατό.

Αρχικά, ο αρχηγός του ΑΣΠΙΔΑ στράφηκε στους παλαιούς συντρόφους του από την «κίνηση Γρίβα» και κατάφερε να επανασυγκολλήσει τον πυρήνα της. Πιθανότατα ο (διαβόητος τη δεκαετία του 1980) λοχαγός διαβιβάσεων Θ. Τόμπρας ανέλαβε τη σύνταξη του όρκου της οργάνωσης. Σε ομολογουμένως περίεργα ελληνικά και με έντονη επιρροή από το αντίστοιχο κείμενο του ΙΔΕΑ, δινόταν έμφαση στην προστασία της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου από οιανδήποτε επιβουλή (κομμουνιστική ή μη), στην ανάγκη δημιουργίας μιας Μεγάλης Ελλάδας (μια σαφής αναφορά στη φιλοδοξία της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα) και στην υποχρέωση ένταξης στην οργάνωση αποκλειστικά αποφοίτων της Σχολής Ευελπίδων. Με βάση τις μαρτυρικές καταθέσεις βαθμοφόρων που βολιδοσκοπήθηκαν από τον Μπουλούκο, η οργάνωση δήλωνε αντίθετη προς τη Δεξιά και την Αριστερά, δεν είχε αντιμοναρχική στόχευση και ως βασικό της σκοπό έθετε την εξυπηρέτηση των μελών της σε θέματα ευνοϊκών τοποθετήσεων και προαγωγών. Μέχρι το φθινόπωρο του 1964, ο Μπουλούκος, εκμεταλλευόμενος τη θητεία του στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ), είχε καταφέρει να μυήσει τουλάχιστον 40 κατώτερους αξιωματικούς, ακόμη και μέσα στο Γενικό Επιτελείο Στρατού (ΓΕΣ).

Ταυτοχρόνως, ο επικεφαλής της οργάνωσης επιδίωξε να έρθει σε επαφή με πολιτικά πρόσωπα και στράφηκε στον φιλόδοξο, ραγδαία ανερχόμενο, αλλά άπειρο περί τα πράγματα της χώρας, υπουργό Προεδρίας Ανδ. Παπανδρέου. Η σχέση Μπουλούκου – Παπανδρέου εξακολουθεί να έχει σκοτεινές πτυχές. Καθώς φαίνεται, ο αρχηγός του ΑΣΠΙΔΑ αποκάλυψε την ύπαρξη της οργάνωσης στον υπουργό και ζήτησε τη βοήθειά του, κάτι που δεν σημαίνει και ανάληψη της πολιτικής αρχηγίας εκ μέρους του υπουργού. Ο Ανδρέας δεν απέρριψε, ως ώφειλε, την επαφή με τον Μπουλούκο, πιθανόν θέλοντας πληρέστερη ενημέρωση για τα ενδότερα στο Στράτευμα. Ομως, μέσα στους επόμενους μήνες του 1964, οι επαναλαμβανόμενες αντιΝΑΤΟικές αναφορές του Ανδρέα τον αποξένωσαν από τον φιλοδυτικό Μπουλούκο.

Αποκάλυψη της οργάνωσης και πολιτικές επιπτώσεις

Ο Μπουλούκος, είτε γιατί προξενούσε προβλήματα στα κεντρικά της ΚΥΠ είτε γιατί θέλησε να επεκτείνει την επιρροή του ΑΣΠΙΔΑ, μετατέθηκε στην Κύπρο στα τέλη του 1964. Στη Μεγαλόνησο όμως υπηρετούσαν πολλοί αντιπαπανδρεϊκοί αξιωματικοί και οι συνωμοτικές κινήσεις του έγιναν αντιληπτές. Ο παλαιός του πάτρωνας Γρίβας έπαυσε να τον καλύπτει και την άνοιξη του 1965 ο Α/ΓΕΣ Γεννηματάς έλαβε τις πρώτες καταγγελίες για τον υπερκινητικό λοχαγό. Τελικά, τον Μάιο του 1965 ο Γρίβας κατηγόρησε ευθέως τον Μπουλούκο για συνωμοσία, αφήνοντάς τον όμως να γυρίσει ανενόχλητος στην Ελλάδα, και την ίδια ώρα ενημέρωσε τον βασιλιά και τον υπουργό Εθνικής Αμυνας, όχι όμως και τον πρωθυπουργό Γ. Παπανδρέου.

Την πρωτοβουλία κινήσεων πήρε πλέον ο Γαρουφαλιάς, που προφανώς δεσμεύθηκε απέναντι στον Γ. Παπανδρέου ότι θα φρόντιζε να μην αναμειχθεί το όνομα του Ανδρέα στην υπόθεση. Απομάκρυνε τους ελάχιστους ανώτερους αξιωματικούς που ήταν αφοσιωμένοι στην κυβέρνηση στον τομέα των πληροφοριών και ανέθεσε στον, ανεπίληπτης εθνικοφροσύνης, αρχηγό του Στρατιωτικού Δικαστικού Σώματος, αντιστράτηγο Σίμο, τις ανακρίσεις. Το πόρισμα Σίμου απέδωσε μικρή σημασία στην οργάνωση και πρότεινε πειθαρχικά μέτρα για ελάχιστους αξιωματικούς, με πρώτο φυσικά τον Μπουλούκο. Η όποια ελπίδα για μυστικές ανακρίσεις κατέρρευσε νωρίς και αντιπολιτευόμενες εφημερίδες αποκάλυψαν την υπόθεση, κατηγορώντας τον Ανδρέα Παπανδρέου ως ηγέτη της οργάνωσης.

Η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ όμως εμφανίστηκε σε μια ταραχώδη εποχή και η ψύχραιμη αντιμετώπισή της αποτέλεσε πολυτέλεια. Οι σχέσεις μεταξύ βασιλιά Κωνσταντίνου και κυβέρνησης επιδεινώνονταν ραγδαία λόγω της επιθυμίας του πρώτου να έχει βαρύνοντα λόγο στα θέματα των Ενόπλων Δυνάμεων. Μόλις η καταγγελία για την ύπαρξη συνωμοσίας στο στράτευμα διέρρευσε, ο βασιλιάς και η ΕΡΕ (που από καιρό θεωρούσε την Ε.Κ. οιονεί επαναστατικό κόμμα) ένιωσαν δικαιωμένοι. Την ίδια ώρα, ο κεντρώος Τύπος αντιμετώπισε τον ΑΣΠΙΔΑ ως κατασκευασμένη σκευωρία και τον Α/ΓΕΣ Γεννηματά ως υπεύθυνο για μεγαλοποίηση της υπόθεσης. Σε αυτή τη γραμμή προσχώρησε τελικά και ο Γ. Παπανδρέου, με αποτέλεσμα η επιθυμία του για ανάληψη από τον ίδιο του υπουργείου Εθνικής Αμυνας και για αντικατάσταση του Γεννηματά να οδηγήσει στην πλήρη ρήξη με το Στέμμα τον Ιούλιο του 1965.

Σε ένα φορτισμένο κλίμα οι ανακρίσεις για τον ΑΣΠΙΔΑ συνεχίστηκαν από τον στρατιωτικό ανακριτή Λαγάνη. Οι εκατοντάδες μαρτυρικές καταθέσεις που συσσωρεύθηκαν όμως ελάχιστη βοήθεια προσφέρουν μέχρι και σήμερα στην κατανόηση του τι ακριβώς ήταν ο ΑΣΠΙΔΑ: στη συντριπτική τους πλειονότητα οι μάρτυρες κατηγορίες ασχολούνταν με τα πολιτικά φρονήματα των υποτιθέμενων συνωμοτών και όχι με πραγματικές πτυχές της δράσης τους. Το βούλευμα που εκδόθηκε στα τέλη Σεπτεμβρίου 1966 πρότεινε την παραπομπή σε δίκη 27 αξιωματικών με τη βαρύτατη κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, προσδιορίζοντας ως αρχηγούς τους συνταγματάρχες Παπατέρπο και Αναγνωστόπουλο, ουσιαστικούς επικεφαλής της ΚΥΠ επί Ε.Κ. Είναι αυτονόητο πως για τις εφημερίδες της Κεντροδεξιάς οι κατηγορούμενοι ήταν ένοχοι, ενώ για εκείνες του Κέντρου και της Αριστεράς θύματα του δεξιού παρακράτους. Την ίδια στιγμή, αντίθετα με την επίσημη γραμμή του κόμματός τους, σε συνομιλίες τους με Αμερικανούς διπλωμάτες, τόσο ο Ανδρέας όσο και ο Μ. Παπακωνσταντίνου αναγνώριζαν τον ΑΣΠΙΔΑ ως πραγματική οργάνωση, αλλά με μόνο στόχο την αλληλοβοήθεια μεταξύ των μελών της, χωρίς πολιτική ατζέντα.

Η δικαστική διερεύνηση και η ετυμηγορία για τους 27

Η δίκη των εμπλεκομένων ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1966 και διήρκεσε πέντε μήνες. Τόσο η αμερικανική, όσο και η βρετανική πρεσβεία στην Αθήνα ήλπιζαν πως από την ακροαματική διαδικασία θα προέκυπτε καταφανής ανάμειξη του Ανδρέα που θα οδηγούσε στον εξοβελισμό του από την πολιτική ζωή και σε ομαλοποίηση της κατάστασης. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη: οι μαρτυρίες δεν βοήθησαν σε μια πιο διαφωτιστική προσέγγιση της οργάνωσης, ενώ οι αλληλοκατηγορίες και η διαρκής ένταση μεταξύ κατηγορουμένων και έδρας δεν άφηναν τη διαδικασία να εξελιχθεί. Οταν μάρτυρας κατηγορίας υπονόησε ότι εμπλεκόμενος στη συνωμοσία ήταν και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Αμυνας, αντιστράτηγος Τσολάκας, το Στρατοδικείο αποφάσισε να συνεχιστεί η διαδικασία κεκλεισμένων των θυρών, συσκοτίζοντας ακόμη περισσότερο την αλήθεια. Η ετυμηγορία ανακοινώθηκε στα μέσα Μαρτίου του 1967 και περιελάμβανε την αθώωση 12 εκ των 27 κατηγορουμένων και ποινές που ξεκινούσαν από 18 χρόνια κάθειρξη (για τους Παπατέρπο και Μπουλούκο) και κατέληγαν στα δύο χρόνια φυλάκισης για άλλους κατηγορουμένους. Οι ποινές ήσαν μάλλον χαμηλές δεδομένης της βαρύτητας των κατηγοριών. Ας σημειωθεί πως οι καταδικασμένοι αξιωματικοί συμπεριελήφθησαν στην αμνηστία που χορήγησε η Χούντα τον Δεκέμβριο του 1967. Η άρση της ασυλίας του Α. Παπανδρέου προκειμένου να προσαχθεί σε δίκη ως πολιτικός αρχηγός της συνωμοσίας του ΑΣΠΙΔΑ αποτέλεσε τροχοπέδη στις απόπειρες συνεννόησης μεταξύ των μεγάλων αστικών κομμάτων και θεωρείται μία από τις αιτίες κατάρρευσης της υπηρεσιακής κυβέρνησης Παρασκευόπουλου, που άνοιξε τον δρόμο για νέα όξυνση των πολιτικών παθών.

Συμπερασματικά, η υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ προκάλεσε αναταράξεις δυσανάλογες του μεγέθους της και της δράσης της οργάνωσης. Κατά πάσα πιθανότητα κεντρική επιθυμία του εμπνευστή της συσσωμάτωσης Μπουλούκου ήταν η διαμόρφωση ενός δικτύου αλληλοϋποστήριξης, όπως είχε καταλήξει ο ΙΔΕΑ. Είναι εντυπωσιακό το πώς από τους κατηγορουμένους της δίκης ελάχιστοι είχαν πραγματική σχέση με την οργάνωση: οι περισσότεροι διώχθηκαν μάλλον για τα φρονήματά τους παρά για την όποια συνωμοτική ζύμωση. Η Ε.Κ. έχασε τα αδύναμα ερείσματά της στον τομέα των μυστικών υπηρεσιών και οι σχέσεις της με την ΕΡΕ δηλητηριάστηκαν, εμποδίζοντας την απαραίτητη μετά τα Ιουλιανά του 1965 καταλλαγή στην πολιτική ατμόσφαιρα. Ουσιαστικά, ωφελημένοι από την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ ήταν δύο παράγοντες: Αρχικά, η ομάδα του Γ. Παπαδόπουλου που πρωταγωνίστησε στην εξουδετέρωση της ομάδας Μπουλούκου αποδεικνύοντας τη χρησιμότητά της στους πάτρωνές της: στελέχη που έγιναν πασίγνωστα μετά την 21η Απριλίου όπως οι Θεοφιλογιαννάκος, Στειακάκης, Παλαιολόγος υπήρξαν δυναμικοί μάρτυρες κατηγορίας στη δίκη. Ο άλλος ωφελημένος ήταν ο ίδιος ο Α. Παπανδρέου: οι οξείες επιθέσεις που δέχθηκε δεν τον αποδυνάμωσαν. Για τις μάζες του Κέντρου και της Αριστεράς ήταν ο ριζοσπάστης ηγέτης που φόβιζε το «κατεστημένο», το οποίο για να τον αποδυναμώσει στρεφόταν σε μηχανορραφίες, όπως η «σκευωρία» του ΑΣΠΙΔΑ.

*Ο κ. Δημήτρης Παπαδιαμάντης είναι διδάκτωρ Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας του Εθνικού – Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή