Οι δυσάρεστες αλήθειες του Κ. Σημίτη

Οι δυσάρεστες αλήθειες του Κ. Σημίτη

4' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΚΩΣΤΑΣ ΣΗΜΙΤΗΣ

Υπάρχει λύση;

Συζήτηση με τον Γιάννη Πρετεντέρη

εκδ.Πόλις, 2106

Μετά το 2030, υπό προϋποθέσεις ομαλότητας, και βλέπουμε. Αυτή είναι η συνοπτική απάντηση στο ερώτημα, αν υπάρχει λύση στο ελληνικό πρόβλημα, το οποίο θέτει στον τίτλο του το νέο βιβλίο που προέκυψε από την εκτεταμένη συζήτηση ανάμεσα στον πρώην πρωθυπουργό Κ. Σημίτη και στον δημοσιογράφο Γ. Πρετεντέρη.

Γιατί άραγε τόσο απαισιόδοξα τα πράγματα; Η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από όλα τα μεγάλα ζητήματα της εποχής, ελληνικά, ευρωπαϊκά και παγκόσμια. Ο πρώην πρωθυπουργός ξεκινάει φυσικά την ανάλυσή του από τα χρόνια εσωτερικά προβλήματα: το πελατειακό πολιτικό σύστημα, την κομματικοποίηση, τις γραφειοκρατικές στρεβλώσεις, τις στατιστικές λαθροχειρίες, το ασταθές φορολογικό σύστημα που διώχνει τις επενδύσεις, τον εσωστρεφή εθνικισμό, τις παλαιοκομματικές νοοτροπίες που θέλουν το κράτος ιερή αγελάδα προς άρμεγμα. Θεωρεί δε καταλυτικές τις ευθύνες της διακυβέρνησης Καραμανλή, για τη διαιώνιση της αδράνειας, την περίοδο 2004-2009. Αλλά στρέφει εξίσου την προσοχή του και στα δομικά προβλήματα της Ε.Ε., στις ανυπέρβλητες ανισότητες Βορρά – Νότου στην Ευρωζώνη ή στα λάθη σχεδιασμού του πρώτου μνημονίου που ήταν κυρίως προσανατολισμένο στη σωτηρία των τραπεζών.

Εξάλλου, η κριτική του εστιάζει ιδιαίτερα στα έργα και τις ημέρες της «πρώτης αριστερής κυβέρνησης» στην ιστορία της χώρας. Η διαφωνία του είναι κάθετη: δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για μια αριστερή διακυβέρνηση αλλά για έναν «εθνολαϊκιστικό σχηματισμό» (συμπεριλαμβανομένων και των ΑΝΕΛ) που μόνο σκοπό έχει τη διαιώνισή του στην εξουσία μέσω του ελέγχου του κράτους, βασισμένου δε στις υπεραπλουστεύσεις, στον αυτοσχεδιασμό, στην προπαγάνδα, στη σταδιακή αυταρχικοποίηση και στις διχαστικές πρακτικές. Με όλα αυτά η Ελλάδα έχει καταντήσει σήμερα μια μοναχική εξαίρεση στην Ευρωζώνη, με την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Πορτογαλία να έχουν πάρει ξανά τον δρόμο της κανονικότητας.

Ακόμη κι έτσι πάντως, και παρά τα προβλήματα στον χώρο της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας από όπου προέρχεται, ο ίδιος αρνείται να δεχτεί ότι δεν υπάρχει ένας δρόμος ανάκαμψης για την Ελλάδα του 21ου αιώνα. Η αισιοδοξία του εκκινείται από το γεγονός ότι η οικονομική παγκοσμιοποίηση, η τεχνολογική έκρηξη που τη συνοδεύει και τα κεκτημένα τής ευρωπαϊκής ενοποίησης όχι μόνο αποτελούν μια ανεπίστρεπτη διαδικασία που δεν δύναται να την ανακόψει ούτε και αυτή η κρίση, αλλά θα επηρεάσουν εντέλει θετικά και την Ελλάδα και τις εσωτερικές μεταρρυθμιστικές της δυνάμεις.

Πολυγραφότατος

Πέραν της αξίας του βιβλίου, θα πρέπει κανείς πάντως να εστιάσει και στην αξία του προσώπου πίσω από αυτό. Αυτό είναι το όγδοο βιβλίο που μας παραδίδει ο Κώστας Σημίτης από τη στιγμή που παρέδωσε την πρωθυπουργία, εδώ και δώδεκα χρόνια. Αν συνυπολογίσουμε και τα προηγούμενά του, δεν έχει υπάρξει άλλος πρωθυπουργός του ελληνικού κράτους με τέτοια διανοητική παραγωγικότητα. Σε κάποια λίγα από αυτά τα βιβλία εξακολουθεί να μιλάει ο πολιτικός, υπερασπιζόμενος ιδέες που τον έφεραν ώς την εξουσία.

Σε άλλα, ωστόσο, συζητά και στοχάζεται πάνω σε πιο θεωρητικά και σύνθετα ζητήματα δημοκρατίας ή διακυβέρνησης. Ενώ από το 2008 και μετά, η προσοχή του στρέφεται στην παρακολούθηση και ερμηνεία των αιτιών της ελληνικής και ευρωπαϊκής κρίσης. Ενδιαμέσως, βέβαια, προλαβαίνει να συγγράψει την πολιτική του αυτοβιογραφία, που περιλαμβάνει έναν πλούτο πληροφοριών, πραγματικό θησαυρό για τους ιστορικούς της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας.

Οπως αντιλαμβάνεται κανείς, δεν πρόκειται για το είδος εκείνων των βιβλίων που γράφουν οι συνταξιούχοι πολιτικοί για να γεμίζουν τον χρόνο τους. Εντυπωσιάζει, για παράδειγμα, η τόσο λεπτομερής ενημέρωση που έχει, πέρα από τα ελληνικά, και για τα τεκταινόμενα στην υπόλοιπη Ευρώπη, ενημέρωση που δεν διαθέτουν συνήθως ούτε καν εν ενεργεία πολιτικοί. Ισως και γι’ αυτό να είναι εκ των ελαχίστων Ελλήνων μη ενεργών πολιτικών που καλείται ακόμη και σήμερα να μιλήσει στο εξωτερικό. Το ίδιο συμβαίνει και με τις τεχνικές γνώσεις του γύρω από την οικονομία, το εμπόριο, τη στατιστική κλπ. Το δε ογκώδες βιβλίο του, «Ο εκτροχιασμός» (2012) παραμένει μέχρι στιγμής το λεπτομερέστερο χρονικό το οποίο διαθέτουμε στα ελληνικά για την εκδήλωση και τη διαχείριση της κρίσης στα πρώτα της στάδια. Είναι, δηλαδή, εργασία αναφοράς ακόμη και για ακαδημαϊκούς.

Ο συγγραφέας του είναι βέβαια κλασική περίπτωση «άγγελου εξάγγελου». Αδιαφορεί αν θα γίνει δυσάρεστος, αρκεί να γίνει χρήσιμος, μιλώντας τη γλώσσα της αλήθειας, δηλαδή τη γλώσσα των στοιχείων. Και στη βάση αυτών, φροντίζει να προειδοποιεί για τα μελλούμενα, προβλέψεις στις οποίες έχει συχνά επιβεβαιωθεί, μάλλον και προς δική του απογοήτευση. Κάτι που παρεμπιπτόντως εξηγεί και γιατί το ημεδαπό ακροατήριο τον επαναφέρει συχνά στην τάξη ή τον αγνοεί επιδεικτικά, διότι «αφού δεν έχει νέα ευχάριστα να πει, καλύτερα να μη μας πει κανένα».

Υπό αυτή την έννοια, ο Σημίτης αποτελεί όντως μοναδική περίπτωση «συνταξιούχου» πρωθυπουργού. Η πολιτική του διαδρομή είναι κάτι που θα αποτιμηθεί όπως αποτιμηθεί – δεν είναι δουλειά τούτου του άρθρου. Το σίγουρο είναι όμως ότι λίγοι Ελληνες πολιτικοί που έφθασαν στα ύπατα δημόσια αξιώματα φρόντισαν μετά την αποχώρησή τους να τιμήσουν το παρελθόν τους, όπως αξίζει σε μέλη μιας ελίτ. Σε αντίθεση με άλλες περιπτώσεις, ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, αφότου παραιτήθηκε από την προεδρία του ΠΑΣΟΚ το 2004, ούτε σχημάτισε «σημιτική» πτέρυγα, ούτε παραγόντισε, ούτε επιδίωξε «τιμητικές» θέσεις αποστρατείας. Οι όποιες παρεμβάσεις του είναι ανοικτές, δεν κολακεύουν κανέναν, και είναι πάντα μέσα από τα βιβλία και τα άρθρα του.

Αν τονίζεται αυτή η διάσταση είναι διότι τα δημόσια αξιώματα δεν «ανήκουν» σε κανέναν, όλοι είναι περαστικοί ενοικιαστές τους. Ωστόσο, οι μόνοι που μπορούν να προστατέψουν το κύρος αυτών των αξιωμάτων είναι εκείνοι που τα υπηρετούν. «Πρώην πρωθυπουργός» είναι αναμφισβήτητα ένας βαρύς τίτλος, και όποιος τον φέρει, οφείλει να τον τιμά. Δεν αφορά μόνο τη μέριμνα για την προσωπική υστεροφημία, παρότι αυτό είναι απόλυτο δικαίωμα του καθενός. Αφορά πριν απ’ όλα το αν ο θεσμός αυτός και το αξίωμα θα συνεχίσουν να έχουν στη συνείδηση των πολιτών τη σημασία που οφείλουν να έχουν. Κι εντέλει τούτο θα κριθεί από το αν εκείνος που ενσάρκωσε το αξίωμα, εκτός από την αυτονόητη αξιοπρέπεια και σοβαρότητα, διέθετε και τη συνολική πολιτική και τεχνική συγκρότηση για τη θέση αυτή.

* Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυντάκτης της «Νέας Εστίας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή