Αποψη: Το ελληνικό πρόβλημα έγκειται στη διακυβέρνηση

Αποψη: Το ελληνικό πρόβλημα έγκειται στη διακυβέρνηση

3' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Παρά την πρόσφατη επίθεση κατά των τεχνοκρατών από τον πρωθυπουργό, είναι ευρέως γνωστό το ιστορικό των οικονομικών της διαρθρωτικής προσαρμογής στην πράξη. Την τελευταία πενταετία υπάρχουν αρκετά προγράμματα που έχουν πετύχει, τουλάχιστον από τη σκοπιά της ανάκαμψης της οικονομικής ανάπτυξης. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι περιπτώσεις της Ιρλανδίας, της Εσθονίας, της Λετονίας και της Κύπρου.

Δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχία ενός προγράμματος προσαρμογής: Η πρώτη είναι η ύπαρξη στρατηγικής, που να πηγαίνει πέρα από το αίτημα παραίτησης της κυβέρνησης και αντικατάστασής της από την αντιπολίτευση. Η δεύτερη είναι η σωστή διάγνωση του προβλήματος και υιοθέτηση μέτρων και διαδικασιών για την αντιμετώπισή τους και την υποστήριξη της στρατηγικής. Η τρίτη είναι η ευρύτερη συναίνεση για τις πολιτικές που εφαρμόζονται, ώστε να έχουν στον βαθμό του εφικτού την υποστήριξη των φτωχότερων και πιο ευάλωτων τάξεων.

Και οι τρεις αυτές προϋποθέσεις καταπατήθηκαν στην περίπτωση της Ελλάδας. Το χειρότερο όμως είναι ότι και στο τρέχον πρόγραμμα διακρίνω τέσσερα κλασικά λάθη, που υπονομεύουν τις πιθανότητες να ολοκληρωθεί επιτυχώς.

Πρώτον, οι περικοπές των δημοσίων δαπανών συνεχίζουν να επιβάλλονται οριζόντια και αδιάκριτα. Υπάρχει ακόμη πολύ λίπος στο Δημόσιο, ενώ, αντιθέτως, το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων και οι στοχευμένες κοινωνικές δαπάνες πρέπει να προστατευθούν.

Το δεύτερο κρίσιμο λάθος είναι ότι η μείωση του ελλείμματος επιτυγχάνεται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό με την αύξηση των φόρων και όχι με τη μείωση των δαπανών. Το δημοσιονομικό αποτέλεσμα της μείωση των δαπανών είναι πλήρως ελέγξιμο, σε αντίθεση με την αύξηση της φορολογίας. Και τα δύο αυτά λάθη υπήρχαν από την εποχή του πρώτου μνημονίου και ακόμα να διορθωθούν.

Τρίτον, η ραγδαία αύξηση των φόρων ως απάντηση στη φοροδιαφυγή οδηγεί σε πτωχεύσεις, μείωση των εισοδημάτων και αύξηση της ανεργίας. Τα περισσότερα από τα χρήματα που κερδίζονται στην παραοικονομία δαπανώνται στην επίσημη οικονομία και συμβάλλουν στην ανάπτυξη. Η σωστή πρακτική είναι: οικονομική ανάπτυξη πρώτα, φόροι μετά. Δεν γίνεται, ως απάντηση στη φοροδιαφυγή –που είναι δημοσιονομικά επιβλαβής και ηθικά καταδικαστέα– να επιβάλλονται φόροι προκαταβολικά και να αυξάνονται συνεχώς οι συντελεστές.

Τέλος, η σημερινή συζήτηση για τις συλλογικές συμβάσεις δείχνει να αγνοεί τα συμπεράσματα του ίδιου του ΔΝΤ, σε μελέτη του για τις χώρες που εξήλθαν πιο γρήγορα από την κρίση του 2008. Συγκεκριμένα, η μελέτη τόνιζε ότι, σε περιπτώσεις όπου η αιτία του σοκ στην οικονομία είναι συστημική, ο καθορισμός των μισθών είναι καλύτερο να γίνεται μέσω κεντρικού συντονισμού. Σε παρόμοια συμπεράσματα είχε καταλήξει και η Παγκόσμια Τράπεζα στα τέλη της δεκαετίας του 1990, σε μελέτη της οποίας είχα ηγηθεί. Αυτό δεν σημαίνει ότι η επαναφορά των συλλογικών συμβάσεων θα αποδειχθεί επιτυχής. Αλλά η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα συστημικό σοκ, και η στροφή προς τις επιχειρησιακές και τις ατομικές συμβάσεις έρχεται σε αντίθεση με τις βέλτιστες πρακτικές.

Η κρίση δεν προκλήθηκε από τη χαμηλή παραγωγικότητα των εργαζομένων στην Ελλάδα, ούτε επειδή οι Ελληνες είναι τεμπέληδες: εργάζονται περισσότερες ώρες από τους εργαζομένους σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ, πλην του Μεξικού και της Νότιας Κορέας. Για την πλειονότητα των εργαζομένων, οι μισθοί δεν ήταν υψηλοί και η απασχόληση δεν τύχαινε υπερβολικής προστασίας (το προνομιακό καθεστώς των υπαλλήλων του Δημοσίου και των κρατικών επιχειρήσεων ήταν η εξαίρεση, όχι ο κανόνας).

Η Ελλάδα όμως, παρότι δεν είναι μια οικονομία υψηλών μισθών, παραμένει μια οικονομία υψηλού κόστους. Το κόστος της διαφθοράς και γραφειοκρατίας έχει υπολογιστεί σε περίπου 15% του ΑΕΠ. Συγκρίνετε αυτόν τον αριθμό με την ατέρμονη συζήτηση με τους δανειστές μας για το αν το πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να είναι 1,5 ή 3,5% εκατό του ΑΕΠ. Το πρόβλημα της χώρας έγκειται στη διακυβέρνησή της και την πολιτική της τάξη, όχι στους ξένους τεχνοκράτες και στους Ελληνες πολίτες.

Η Ελλάδα δεν είναι κοντά στο τέλος της κρίσης. Δεν είναι καν στην αρχή του τέλους. Ας ελπίσουμε, τουλάχιστον, ότι είναι στο τέλος της αρχής.

* Ο κ. Ζαφείρης Τζαννάτος είναι συγγραφέας του βιβλίου «Η Ελλάδα των Μνημονίων 2010 – 2012», σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή