Tα «fake news» και η Δημοκρατία

4' 14" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ας φανταστούμε για λίγο πως ζούμε σε ένα υποθετικό σενάριο. Ο σουρεαλισμός της πρόσφατης ορκωμοσίας του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ μάς το επιτρέπει, άλλωστε.

Βρισκόμαστε στα τέλη του 2017, στο Πανεπιστήμιο Τσινγκουά του Πεκίνου. Μπλε και κόκκινες σημαίες, με το σλόγκαν του Facebook «κάνοντας τον κόσμο πιο ανοικτό και πιο συνδεδεμένο», ανεμίζουν, καθώς ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ ανταλλάσσει χειραψίες με τον Κινέζο πρόεδρο Σι. Μαζί γιορτάζουν την άρση απαγόρευσης της πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης στην Κίνα, έπειτα από την πρωτοβουλία του Facebook να αναπτύξει ένα λογισμικό που θα επιτρέπει τη λογοκρισία που απαιτούν οι κινεζικές αρχές. Σε σπαστά μανδαρινικά, ο Ζούκερμπεργκ απευθύνει χαιρετισμό στο πλήθος που τον αποθεώνει.

Το σενάριο μοιάζει επιστημονικής φαντασίας – θα μπορούσε, άλλωστε, ποτέ το Facebook να υιοθετήσει μια πολιτική τόσο αντιφιλελεύθερη, όσο και αν διψάει για τα 750 εκατομμύρια χρήστες της Κίνας; Παρ’ όλα αυτά, βρίσκεται ένα βήμα πριν γίνει πραγματικότητα.

Πρόσφατα μάλιστα, υπάλληλοι της εταιρείας εκμυστηρεύθηκαν ανώνυμα στους New York Times πως το λογισμικό της λογοκρισίας βρίσκεται ήδη στα σκαριά.

Η αιτία

Το φαινόμενο που έφερε την Κίνα και το Facebook ένα βήμα πιο κοντά στη συμφωνία –και ολοκληρώνει τον κύκλο της αναφοράς στον Τραμπ– ήταν τα «fake news». Τις εβδομάδες πριν από τις αμερικανικές εκλογές, χιλιάδες άρθρα με τίτλους όπως «ο Πάπας στηρίζει την υποψηφιότητα Τραμπ» και «η Κλίντον πούλησε όπλα στο Ισλαμικό Κράτος» κατέκλυσαν τα newsfeeds ανά τον κόσμο, ξεπερνώντας σε σχόλια, likes και κοινοποιήσεις τα άρθρα των Times ή της Wall Street Journal. Τέτοια ήταν η έκταση και ο αριθμός των άρθρων, που ερευνητές έκαναν λόγο ακόμη για πιθανή παρέμβαση ρωσικού μηχανισμού προπαγάνδας στις αμερικανικές εκλογές.

Ο ψηφιακός δημόσιος διάλογος είχε αποπροσανατολιστεί, και μετά την εκλογή του Τραμπ δεν ήταν λίγοι οι εκπρόσωποι της Ουάσιγκτον που έριξαν μεγάλο μερίδιο της ευθύνης για την εκλογή του στους αλγόριθμους του Facebook. Την εποχή που οι περισσότεροι μαθαίνουν τις ειδήσεις διαδικτυακά, ο Ζούκερμπεργκ θέλοντας και μη ανέλαβε την ευθύνη του διαδικτυακού εκδότη που πρέπει να φιλτράρει την πιθανή προπαγάνδα. 

Οταν το φαινόμενο εισέβαλε στα γερμανικά ψηφιακά σύνορα στις αρχές του 2017, με δεκάδες viral λιβελογραφήματα για την προϊστορία της Μέρκελ με τη Στάζι, η γερμανική κυβέρνηση αντέδρασε με την πρόταση νόμου που θα επέβαλε πρόστιμο μισού εκατομμυρίου ευρώ στο Facebook για παρέμβαση στον προεκλογικό διάλογο της χώρας.

Η απάντηση

Το Facebook, με τη σειρά του, απάντησε άμεσα. Πριν από λίγες μέρες, ο Ζούκερμπεργκ ανακοίνωσε έναν μηχανισμό που θα επιτρέπει στους χρήστες της πλατφόρμας να αναφέρουν άρθρα που διαβάζουν ως αμφισβητήσιμα. Τα άρθρα θα εξετάζονται από έναν τρίτο φορέα –κάποιο πρακτορείο ειδήσεων ή ομάδα ερευνητών δημοσιογράφων– και αν κριθούν ψεύτικα θα συνοδεύονται από μια αντίστοιχη ειδοποίηση και ένα όριο στον αλγόριθμο που τα κάνει να εμφανίζονται στα newsfeeds. Η πρόταση ακούγεται πολλά υποσχόμενη.

Κάπου εκεί στην προσπάθειά του να βελτιώσει τη δημοκρατία όμως, το Facebook κινδυνεύει να ανοίξει ένα ακόμη επικίνδυνο «κουτί της Πανδώρας», αυτό της λογοκρισίας. Τώρα που αναπτύχθηκε ένας μηχανισμός καταστολής περιεχομένου, ποιος απαγορεύει στον Ερντογάν να τον χρησιμοποιήσει για να φιλτράρει οτιδήποτε θεωρείται προσβλητικό προς τον πρόεδρο ή σχετικό με το καλοκαιρινό πραξικόπημα;

Ο πρωθυπουργός της Σιγκαπούρης θα μπορούσε άνετα να αναθέσει την ευθύνη του fact-checker σε κάποιο γνωστό ή συγγενή, καθιστώντας ακόμη πιο δύσκολη την κριτική της κυβέρνησης από τον Τύπο. Το λογισμικό της Κίνας, που αναπτύσσεται ακόμα, υπόσχεται πως θα επιτρέπει στους fact-checkers να διαγράφουν άρθρα δευτερόλεπτα μετά την αρχική κοινοποίηση.

Στο World Economic Forum στο Νταβός, όπου βρέθηκα χάρη σε μια δημοσιογραφική υποτροφία, η αντιμετώπιση των «fake news» ήταν ένα από τα πρώτα θέματα στην ατζέντα, κι όμως κανείς δεν μιλούσε ανοικτά γι’ αυτό. Στους παγωμένους δρόμους του ελβετικού χωριού κυνηγούσα εκπροσώπους του Facebook, της Google και των μεγάλων μέσων μαζικής ενημέρωσης, προσπαθώντας μάταια να κλέψω μια δήλωση.

Το τελευταίο βράδυ, όμως, στη ρεσεψιόν του Belvedere Hotel έπεσα τυχαία πάνω στον Τζόελ Μπένενσον, επικεφαλής της καμπάνιας της Κλίντον, ο οποίος εξιστορούσε τις λεπτομέρειες της συνάντησής του με το Facebook και τον αμερικανικό Τύπο. Αρχικά, όταν του συστήθηκα ως δημοσιογράφος μου γύρισε την πλάτη, η γυναίκα του και πρώην ανταποκρίτρια όμως φαίνεται πως ταυτίστηκε μαζί μου και τον έπεισε να μου κάνει κάποιες δηλώσεις.

Η προπαγάνδα

«Δεν μου αρέσει ο όρος fake news, προτιμώ να τα σκέφτομαι ως προπαγάνδα», μου απάντησε κοφτά. «Το Facebook πρέπει να βρει έναν τρόπο να αντιδρά άμεσα και να κόβει την κυκλοφορία των άρθρων πριν γίνουν viral και προσβάσιμα σε όλους». Εγνεψα, και εν μέρει συμφώνησα, αλλά τον ρώτησα αν φοβάται πιθανή εκμετάλλευση ενός τέτοιου μηχανισμού από τα απολυταρχικά καθεστώτα του κόσμου. Υπήρξε μια μακρά, αμήχανη παύση, και έπειτα από λίγο μου απάντησε σκεπτόμενος: «Είναι και αυτό ένα θέμα».

Δικαιολογημένος ο δισταγμός του – φαινόταν από τους πιο απογοητευμένους στο Φόρουμ. Ταυτόχρονα, όμως, επιβεβαίωσε ότι όποιος και αν βρίσκεται πίσω από το φαινόμενο των fake news, έχει στήσει στη δημοκρατία μια πολύ έξυπνη παγίδα. Αν το Facebook δεν αντιδράσει στο φαινόμενο των fake news, επιτρέπει στην προπαγάνδα να γίνει viral. Αν από την άλλη αντιδράσει, μεταμορφώνεται σε πιθανό μηχανισμό λογοκρισίας και εργαλείο καταπίεσης της δημοκρατίας. Οποιο δρόμο και αν διαλέξει ο Ζούκερμπεργκ, πάντως, φέρνει το 2017 ένα βήμα πιο κοντά σε σενάριο επιστημονικής φαντασίας.

* Ο κ. Ν. Ευσταθίου είναι μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Columbia.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή