Η δύσκολη γέννηση της τηλεόρασης

Η δύσκολη γέννηση της τηλεόρασης

7' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Απόγευμα Τετάρτης, 23 Φεβρουαρίου 1966. Στα πεζοδρόμια της Αθήνας, στην Πατησίων, στην Κλαυθμώνος και όπου υπήρχαν καταστήματα ηλεκτρικών ειδών, κατά τις 6 μ.μ. οι περαστικοί σταματούσαν και άρχιζαν να σχηματίζουν μπροστά στις βιτρίνες με τις τηλεοράσεις μικρές ομάδες, που όλο και μεγάλωναν. Τα αθηναϊκά σπίτια που διέθεταν τέτοιες εξωτικές συσκευές, στην Αθήνα του 1966, δεν ήταν περισσότερα από χίλια. Κι αυτοί οι τηλεοπτικοί δέκτες περνούσαν τον βίο τους βουβοί, καθώς το μόνο σήμα που έφθανε στη μαυρόασπρη οθόνη τους ήταν μια κάρτα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας, στο κανάλι 5, που πότε εμφανιζόταν και πότε χανόταν. Στο κανάλι 10, μια άλλη κάρτα, μ’ έναν δικέφαλο αετό, κράταγε θέση για ένα δεύτερο τηλεοπτικό πείραμα, την Τηλεόραση Ενόπλων Δυνάμεων.

Οι ακίνητες κάρτες έδωσαν για πρώτη φορά τη θέση τους σε κινούμενες εικόνες, εκείνο το απόγευμα της 23ης Φεβρουαρίου. Ηταν μια δύσκολη πρεμιέρα. Η τηλεόραση του ΕΙΡ εξέπεμπε με έναν ξένο πομπό, που της είχε δανείσει η ΔΕΗ, από ένα ξένο στούντιο, που της είχε παραχωρήσει ο ΟΤΕ, ένα πρόγραμμα από μικρά, αδιάφορα φιλμάκια που είχαν παραχωρήσει ξένες πρεσβείες. Και η εικόνα της ήταν «θαμπή και τρεμουλιαστή», όπως έγραφαν οι εφημερίδες της επομένης. Αλλά χιλιάδες Αθηναίοι παρακολούθησαν όρθιοι, μπροστά στις βιτρίνες το πρώτο δίωρο πρόγραμμα. Ο ενθουσιασμός αποδείχθηκε μεταδοτικός. Μέσα στις επόμενες 15 ημέρες είχαν πωληθεί περίπου 2.000 νέες συσκευές. Κατά κάποιο τρόπο, εκείνο το απόγευμα, σε εκείνες τις δύσκολες συνθήκες, γεννήθηκε η ελληνική τηλεόραση. Επειτα από έναν ασυνήθιστα μακρύ και απίστευτα δύσκολο τοκετό, που κράτησε δύο δεκαετίες και είχε  όλα  τα χαρακτηριστικά ενός πολιτικού θρίλερ.

Ο πρώτος σχεδιασμός άρχισε 15 χρόνια πριν από την πρεμιέρα

Το όνειρο της τηλεόρασης ήρθε πολύ νωρίς στην Ελλάδα, πριν από τον πόλεμο ακόμη. Τον Ιούλιο του 1944, στις μέρες ακόμη της Κατοχής, κυκλοφόρησε στην Αθήνα το περιοδικό «Ραδιοφωνία και Τηλεόρασις», με ένα κύριο άρθρο που έγραφε: «Εκφράζουμε την ευχή να μην αργήσει η ώρα που θα ιδούμε στο φωτεινό πλαίσιο της τηλεορατικής μας συσκευής μιαν ωραία Ελληνίδα, ντυμένη με εθνική φορεσιά, να μας μιλά χαμογελώντας…».

Χρειάστηκε, όμως, να περάσουν 22 χρόνια έως ότου μια ωραία Ελληνίδα (χωρίς εθνική φορεσιά), η Ελένη Κυπραίου, εκφωνήσει την πρώτη καλησπέρα, στις 6.30 μ.μ. της 23ης Φεβρουαρίου 1966, και αναγγείλει ότι «από σήμερα, το ΕΙΡ καθιερώνει το νέο του βραδινό ωράριο για τις τεχνικές δοκιμές του πειραματικού πομπού τηλεοράσεως».

Η πρώτη πράξη του δράματος παίχθηκε τον Νοέμβριο του 1951, όταν έφθασε στην Αθήνα μια αποστολή της αμερικανικής εταιρείας RCA, που κυριαρχούσε στο αμερικανικό ραδιόφωνο και είχε μπει δυναμικά στην τηλεόραση με τον σταθμό NBC. Οι Αμερικανοί, μιλώντας σε Ελληνες δημοσιογράφους πριν φύγουν από την Αθήνα, ανακοίνωσαν ότι είχαν πετύχει συμφωνία για έναν ιδιωτικό σταθμό, κατά τα αμερικανικά πρότυπα, με μικρή συνδρομή και έσοδα από διαφημίσεις. «Η χώρα συντόμως θα αποκτήσει πλήρες τηλεοπτικόν δίκτυον», έγραψε το «Βήμα». «Ολα τα είχε η Ζαφειρίτσα, ο φερετζές της έλειπε», έγραφε από τα «Νέα» ο Δημήτρης Ψαθάς.

«Τηλεόρασις εντός του 1953»

Τον επόμενο Απρίλιο του 1952, ο υφυπουργός Συγκοινωνιών Ιωάννης Παπαδάκης ανακοίνωσε πως ήταν έτοιμη η μελέτη για την εγκατάσταση ενός πρώτου πομπού, κόστους 400.000 δολαρίων, στην Αθήνα, για κρατική αυτή τη φορά τηλεόραση. Επειτα από λίγες ημέρες προκηρύχθηκε και ο σχετικός διεθνής διαγωνισμός για την προμήθεια του πομπού. Ηταν ο πρώτος από τέσσερις συνολικά διαγωνισμούς που πέρασαν δίχως αποτέλεσμα μέχρι το 1963. Τον Αύγουστο του 1952 οι αθηναϊκές εφημερίδες γράφουν, υπό τον τίτλο «Τηλεόρασις εντός του 1953», ότι συνεστήθη ιδιωτική εταιρεία, με ελληνοαμερικανικά κεφάλαια, στην οποία θα παραχωρηθεί το δικαίωμα της τηλεοπτικής εκπομπής.

Σφοδρές αντιπαραθέσεις για το «γεφύρι της Αρτας»

Η κυοφορία της ελληνικής τηλεόρασης συνεχίστηκε κάπως έτσι. Με συνεχείς, κατ’ έτος αναγγελίες της έλευσής της. Και με πολιτικές κρίσεις που τη ματαίωναν. Το 1954, ο πανίσχυρος υπουργός Συντονισμού του Παπάγου, Σπύρος Μαρκεζίνης, παραιτήθηκε κατηγορούμενος από τον συναγερμικό Τύπο ότι είχε συμφωνήσει με τον Γερμανό ομόλογό του, Λούντβιχ Ερχαρτ, την παραχώρηση της μελλοντικής ελληνικής τηλεόρασης στην Τελεφούνκεν.

Τον Ιανουάριο του 1958, ο Κ. Καραμανλής ανακοίνωσε έναν νέο διεθνή διαγωνισμό για την προμήθεια από το Εθνικό Ιδρυμα Ραδιοφωνίας των αναγκαίων για την ίδρυση τηλεοπτικού σταθμού, κίνηση που τον έφερε σε σφοδρή σύγκρουση με την Ελένη Βλάχου («η ελληνική ραδιοφωνία είναι ντροπή για ένα δημοκρατικό κράτος», έγραψε στην «Καθημερινή»). Τον διαγωνισμό τον κέρδισε μια ιαπωνική εταιρεία, αλλά ο Καραμανλής υποχρεώθηκε, για να συμφιλιωθεί με τον Τύπο, να ανακοινώσει τον Οκτώβριο ότι «η κυβέρνησις έλαβε την απόφασιν να μη εγκρίνη εις το προσεχές μέλλον την εγκατάστασιν τηλεοράσεως διά λόγους συνδεομένους προς την ασκουμένην οικονομική πολιτική».

Ο Καραμανλής δεν παραιτήθηκε ποτέ από την ιδέα της τηλεόρασης την οποία ονόμαζε «στοιχείον προόδου». Το 1960 ανέθεσε στη ΔΕΗ να δημιουργήσει έναν τηλεοπτικό σταθμό που εξέπεμψε από τις εγκαταστάσεις της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος έδωσε τότε και την πρώτη τηλεοπτική συνέντευξη πολιτικού στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης, το βράδυ των εγκαινίων, 3 Σεπτεμβρίου, στον συνεργάτη της «Καθημερινής», Βασίλη Καζαντζή. Οι αντιδράσεις ήταν και πάλι σφοδρές («πολυτελή ασυναρτησία» χαρακτήριζε την τηλεόραση ο Πάνος Κόκκας, μ’ ένα οκτάστηλο πρωτοσέλιδο άρθρο στην «Ελευθερία», και κατέληγε πως αν πρέπει τέλος πάντων να γίνει, «δεν υπάρχει άλλη λύσις από την παραχώρησίν της εις την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν»). Την ίδια εκείνη χρονιά, ο υπουργός Εξωτερικών, Ευάγγελος Αβέρωφ, υπέγραψε συμφωνία με τον Ιταλό ομόλογό του, βάσει της οποίας η Ιταλία θα εξοφλούσε το υπόλοιπο των οφειλομένων πολεμικών αποζημιώσεων προσφέροντας, μέσω της RAI, την εγκατάσταση τηλεοπτικού δικτύου. Η συμφωνία ματαιώθηκε και οι ιταλικές αποζημιώσεις δόθηκαν με τη μορφή τριών κρουαζιερόπλοιων, δωρεά στον ΕΟΤ. Την ίδια άδοξη έκβαση είχε κι ένας ακόμη, ο τελευταίος διεθνής διαγωνισμός του ΕΙΡ, το 1963, που είχε κατακυρωθεί, και πάλι, σε ιαπωνικό οίκο.

Η τελική ευθεία προς την πρώτη εκπομπή αρχίζει με την άνοδο της Ενωσης Κέντρου στην εξουσία, τον Φεβρουάριο του 1964. Η Αθήνα είδε ξαφνικά τηλεόραση, τον Σεπτέμβριο εκείνης της χρονιάς. Το παλάτι είχε συμφωνήσει με τη RAI να στήσει προσωρινά έναν πομπό στον Λυκαβηττό, ώστε να μεταδώσει τον γάμο του Κωνσταντίνου με την Αννα- Μαρία. Οι Ιταλοί πρότειναν να αφήσουν τα μηχανήματά τους μόνιμα στην Αθήνα. Η πρόταση απερρίφθη, αλλά ο δρόμος για την τηλεόραση ήταν πια ανοιχτός.

Στις 18 Μαΐου 1965 συγκροτήθηκε η πρώτη «ομάδα τηλεοράσεως» του ΕΙΡ, με επικεφαλής τον Μιχάλη Γιαννακάκη και μέλη ανθρώπους όπως η Τατιάνα Μιλλιέξ, ο Γιώργος Κάρτερ, ο Γιώργος Δάμπασης και ο Αλέξης Κωστάλας και εγκαταστάθηκε στο Ζάππειο. Υστερα από πολλές ακόμη πολιτικές περιπέτειες, ήταν αυτή η ομάδα που οργάνωσε την πρώτη ιστορική, βραδινή πειραματική εκπομπή.

Οι φοβίες της πολιτικής για το νέο μέσο

Η τηλεόραση ήρθε στα Βαλκάνια στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Το 1956 ιδρύθηκαν τηλεοπτικοί σταθμοί στο Βελιγράδι και στο Βουκουρέστι, στη Σόφια το 1957, στα Σκόπια το 1959 και στα Τίρανα το 1960. Γιατί, λοιπόν, η Ελλάδα χρειάστηκε να περιμένει ώς το 1966 –όταν πια τηλεόραση έβλεπαν σχεδόν όλες οι αφρικανικές χώρες– για μια πειραματική εκπομπή και ώς το 1968 για να αποκτήσει κανονικό εθνικό δίκτυο;

Η απάντηση είναι πως η τηλεόραση στην Ελλάδα, πριν ακόμη γεννηθεί, είχε γίνει ένα υψηλό πολιτικό διακύβευμα, άμεσα συναρτημένο με τις οξείες αντιπαλότητες της πολιτικής ζωής. Οι πολιτικές ελίτ ήταν δέσμιες μιας δεισιδαιμονικής σχεδόν αντίληψης για τη δύναμη της τηλεόρασης, στην οποία απέδιδαν σατανικές ικανότητες και ταυτόχρονα μιας βουλιμίας να έχουν αυτό το παντοδύναμο –υποτίθεται– θηρίο υπό τον έλεγχό τους. Οι εκάστοτε αντιπολιτεύσεις, αλλά και οι ισχυρές εφημερίδες, μάχονταν λυσσαλέα για να εμποδίσουν τις εκάστοτε κυβερνήσεις να προχωρήσουν στη δημιουργία τηλεόρασης. Και οι κυβερνήσεις αποδεικνύονταν εν τέλει ανίσχυρες να επιβάλουν το σχέδιό τους και απρόθυμες να συμβιβαστούν με τους αντιπάλους τους σε συναινετική λύση. Είναι ενδεικτικό πως ακόμη και μετά το 1964, όταν το «πράσινο φως» για τηλεόραση είχε οριστικά ανάψει, το αν η τηλεόραση αυτή θα ήταν δημόσια ή ιδιωτική παρέμενε εκκρεμές. Ενώ το ΕΙΡ –αφού ο Αναστάσης Πεπονής κέρδισε τη μάχη με τη ΔΕΗ και πέτυχε να ανατεθεί στη ραδιοφωνία η τηλεόραση– ετοιμαζόταν για το πειραματικό του πρόγραμμα, στα υπουργικά γραφεία έρχονταν βροχή οι προτάσεις από ξένους οίκους για τη δημιουργία ιδιωτικής τηλεόρασης «με την κυβέρνησιν να διατηρεί τον έλεγχον των ειδήσεων και των ενημερωτικών προγραμμάτων». Η Εθνική Τράπεζα υπέβαλε πρόταση σε συνεργασία με τον λόρδο Τόμσον της λονδρέζικης Fleet Street. Η Εμπορική τράπεζα υπέβαλε ανάλογη πρόταση σε συνεργασία με την Phillips και τον οργανισμό Time-Life. Ο πρόεδρος του NBC είχε καταθέσει πρώτος πρόταση στο γραφείο του πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, ο πολύς Σπύρος Σκούρας της Twentieth Century Fox υπέβαλε πρόταση δημιουργίας ελληνικής τηλεόρασης σε συνεργασία με το δίκτυο ABC, ενώ λίγες εβδομάδες αργότερα έφθασε και πρόταση του δικτύου CBS. Σε ένα περιβάλλον κρίσης, μετά τα Ιουλιανά, η ομάδα του ΕΙΡ συνέχιζε ακέφαλη. Για να κερδίσει τον αγώνα δρόμου η ομάδα Γιαννακάκη έβγαλε στον αέρα τον πομπό της ΔΕΗ στις 9.30 το πρωί της 21ης Σεπτεμβρίου 1965, με εκφωνήτριες την Ελένη Κυπραίου και την Αλέκα Μαβίλη – μία μέρα πριν η κυβέρνηση Στεφανόπουλου πάρει ψήφο εμπιστοσύνης. Την επομένη ο Στεφανόπουλος ανακοινώνει τη διακοπή των εκπομπών, αλλά ανακαλεί την απόφασή του υπό την πίεση μιας απεργίας όλων των εργαζομένων του ΕΙΡ. Αλλά η μάχη δεν είχε κριθεί. Το βράδυ της ιστορικής εκπομπής, στις 23 Φεβρουαρίου του ’66, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Γεώργιος Αθανασιάδης-Νόβας, που είχε παρακολουθήσει από τα στούντιο του ΟΤΕ την εκπομπή, συνεχάρη τους τεχνικούς αλλά τους ανακοίνωσε ότι: «Το θέμα των μελλοντικών φορέων της ελληνικής τηλεοράσεως μελετάται. Το ΕΙΡ ενδέχεται να μην είναι εις το μέλλον ο αποκλειστικός φορέας της τηλεοράσεως. Ενδέχεται να δοθεί άδεια ιδρύσεως και ιδιωτικών ή ημικρατικών τηλεσταθμών…». Η ειρωνεία είναι ότι μόλις στις 20 Απριλίου του 1967, μια σύσκεψη στο υπουργείο Συντονισμού έλαβε την οριστική απόφαση να ανατεθεί στο ΕΙΡ η δημιουργία της τηλεόρασης. Η είδηση δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες της 21ης Απριλίου – που δεν έφθασαν ποτέ στα περίπτερα.

* Ο κ. Παύλος Τσίμας είναι δημοσιογράφος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή