Η βιογραφία μεταξύ οικονομίας και πολιτικής

Η βιογραφία μεταξύ οικονομίας και πολιτικής

5' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΚΡΙΔΗΣ

Κυριάκος Βαρβαρέσος

Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία

έκδ. Τράπεζας της Ελλάδος, Αθήνα 2017

Ο Κυριάκος Βαρβαρέσος υπήρξε μια προσωπικότητα που λίγοι θυμούνται σήμερα. Ωστόσο, στην πορεία του διασταυρώθηκε με τα σημαντικότερα γεγονότα του πρώτου μισού του 20ού αιώνα και έπαιξε έναν διόλου αμελητέο ρόλο σε κρίσιμες στιγμές της ελληνικής ιστορίας.

Δεν είχε το πλεονέκτημα μιας κοινωνικής προέλευσης που θα τον βοηθούσε στη σταδιοδρομία του, διακρίθηκε ωστόσο στις σπουδές του στην Ελλάδα και υποστηρίχθηκε με υποτροφία για να τις συνεχίσει στη Γερμανία. Στη συνέχεια εντάχθηκε στη βενιζελική «ανορθωτική» προσπάθεια ως ανώτερος διοικητικός υπάλληλος και ακολούθως διετέλεσε καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, υπουργός Οικονομικών, υποδιοικητής και διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, υπουργός της εξόριστης κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της Κατοχής και αργότερα αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Βούλγαρη, για να ολοκληρώσει τη σταδιοδρομία του στην Ουάσιγκτον, ως σύμβουλος της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Ωστόσο, οι θέσεις που κατέλαβε δεν είναι ικανές να αποτυπώσουν την πυκνότητα της δραστηριότητάς του, τη συμμετοχή του στην πολιτική και οικονομική ζωή της Ελλάδας, και κάθε απόπειρα να δοθεί μια εικόνα στο παρόν σύντομο σημείωμα θα τον αδικούσε. Μνημονεύω μόνο τις συμμετοχές του σε πολύ σημαντικές διεθνείς διασκέψεις από το Συνέδριο της Ειρήνης του Παρισιού το 1919 μέχρι το Bretton Woods το 1944, την ευθύνη του να διεκπεραιώσει την πτώχευση της Ελλάδας το 1932, τις διαπραγματεύσεις με τους πιστωτές της χώρας για τη ρύθμιση του δημοσίου χρέους ή με άλλα κράτη για την υπογραφή εμπορικών συμφωνιών, την απόπειρά του να σταθεροποιήσει την ελληνική οικονομία το 1945 που έμεινε γνωστή ως Πείραμα Βαρβαρέσου. Και όλα αυτά δεν περιγράφουν παρά μέρος μόνο της δράσης αυτής της εντυπωσιακής προσωπικότητας.

Ο Βαρβαρέσος επεδίωξε πάντοτε τον ρόλο του τεχνοκράτη που υπηρετεί τη χώρα του ανεξαρτήτως πολιτικού καθεστώτος, κάτι που δεν μπορούσε να μείνει χωρίς κόστος για τη φήμη του. Ωστόσο, από όλη τη σταδιοδρομία του, εκείνο που βάρυνε περισσότερο για την υστεροφημία του ήταν οι προτάσεις που κατέθεσε στην κυβέρνηση Πλαστήρα το 1952 προκειμένου η Ελλάδα να μπορέσει να ξεφύγει το ταχύτερο δυνατόν από τη φτώχεια και κατ’ επέκταση από τον κίνδυνο των κοινωνικών ταραχών. Οι προτάσεις αυτές έρχονται να κλείσουν μια περίοδο πολύ έντονων συζητήσεων στη χώρα μας, που η αφετηρία τους θα μπορούσε να εντοπιστεί ήδη από το 1932, οπότε ξεκινάει η αναζήτηση ενός καινούργιου οικονομικού προτύπου. Δεν έγινε περισσότερο συμπαθής από όσο ήταν απομυθοποιώντας με τις προτάσεις του όλες εκείνες τις απόψεις που υπόσχονταν θεαματικές αλλαγές στην ελληνική οικονομία μέσω μιας ταχείας εκβιομηχάνισης, που θα μπορούσε να υλοποιηθεί για τους μεν σε ένα καθεστώς λαϊκής δημοκρατίας, κατά τους αντιπάλους τους δε με βάση τη δωρεάν ξένη χρηματοδότηση. Υποστήριξε ότι η Ελλάδα υστερεί σε πολλούς τομείς για να συμβούν όσα, άκριτα ή δημαγωγικά, υπόσχονταν πολιτικοί και δημοσιογράφοι, οικονομολόγοι και μηχανικοί, αριστεροί και δεξιοί, και ότι η άμεση λύση δεν μπορούσε να βρεθεί παρά μόνον στον αγροτικό τομέα και στην οικοδομή. Συνέστησε σύνεση πριν αποφασιστούν μεγάλες επενδύσεις στη βιομηχανία και κυρίως προσπάθεια απεξάρτησης από την ξένη βοήθεια, γιατί η βοήθεια αυτή δεν θα διαρκούσε για πάντα. Οι προτάσεις του ενόχλησαν με τον ρεαλισμό τους, πολεμήθηκαν και συχνά διαστρεβλώθηκαν, με αποτέλεσμα να αποκτήσει τη φήμη του ανθρώπου που δεν πίστευε στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.

Σχεδόν εξήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Κυριάκος Βαρβαρέσος έχει την τύχη να βρει τον βιογράφο του. Και μάλιστα έναν βιογράφο που είναι σε θέση να προσφέρει κάτι πολύ περισσότερο από αγιογραφία ή, αντιστρόφως, δαιμονοποίηση. Ο Ανδρέας Κακριδής μας δείχνει πώς μπορεί να ασχοληθεί κανείς με ένα δύσκολο είδος, όπως η βιογραφία, και μάλιστα στην Ελλάδα, όπου απουσιάζει η σχετική παράδοση. Δεν υπάρχει ένας καλός ή ένας κακός Βαρβαρέσος. Ο Κακριδής κρατάει τις αποστάσεις του από τις δραστηριότητες του βιογραφούμενου, συχνά δε επισημαίνει τα σφάλματά του. Αλλά ούτε σε μία περίπτωση δεν διατυπώνει ατεκμηρίωτη άποψη. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά ισορροπημένο κείμενο που δεν μας βοηθάει να καταλάβουμε μόνο τον Βαρβαρέσο, αλλά και την οικονομική και κάποιες πλευρές της πολιτικής ιστορίας της Ελλάδας. Δεν είναι τυχαίο που ο ίδιος ο συγγραφέας προσδιορίζει τους στόχους της εργασίας του στον υπότιτλο του βιβλίου του με την προκλητική διατύπωση «Η βιογραφία ως οικονομική ιστορία». Και πράγματι ο Κακριδής μας δίνει την οικονομική ιστορία της περιόδου που καλύπτει η δραστηριότητα του Βαρβαρέσου με μεγάλη διαύγεια και ακρίβεια και χωρίς καμία (πολιτική ή κοινωνική) εμπάθεια όπως είναι το σύνηθες στην ελληνική ιστοριογραφία.

Ο Κακριδής είναι σε θέση να το πετύχει αυτό γιατί είναι καλός οικονομολόγος, αλλά αποδεικνύεται πως είναι και καλός ιστορικός. Η σύμπτωση αυτών των δύο ιδιοτήτων είναι σπάνια στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς. Αποτέλεσμα δε της συνύπαρξης των δύο αυτών ιδιοτήτων είναι ότι μπορεί και πραγματεύεται δύσκολες οικονομικές έννοιες και προβλήματα μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο, κάτι που σπάνια παρατηρείται σε ελληνικό βιβλίο οικονομικής ιστορίας. Η ανάλυσή του, επί παραδείγματι, της διαμάχης Βαρβαρέσου και Ζολώτα για την πρώτη μετακατοχική σταθεροποίηση του 1944 είναι κυριολεκτικά υποδειγματική. Ακόμη μία συνέπεια της συνύπαρξης αυτών των δύο ιδιοτήτων –του ιστορικού δηλαδή και του οικονομολόγου– στο πρόσωπο του συγγραφέα έχει να κάνει με την ικανότητά του να αξιοποιήσει ένα εντυπωσιακά πλούσιο αρχειακό υλικό, χωρίς για τον λόγο αυτό να χάνει σε τίποτα η αξιοποίηση των ποσοτικών δεδομένων.

Δεν είναι άτοπο να επισημάνω ακόμη, με κίνδυνο την αμετροέπεια, ότι ο Κακριδής γράφει εξαιρετικά και έχει το πλεονέκτημα να χειρίζεται πέραν των ελληνικών και ακόμη τρεις γλώσσες, γεγονός που του δίνει πρόσβαση σε έναν όγκο αρχειακών πηγών μοναδικό, σύμφωνα με τις πρόσφατες ελληνικές προδιαγραφές βιβλίων Ιστορίας. Ειδικότερα, το ότι ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσει υλικό από τα γερμανικά αρχεία αυξάνει σημαντικά την προστιθέμενη αξία της εργασίας του και δεν είναι πολλοί στην Ελλάδα εκείνοι που θα μπορούσαν να κάνουν το ίδιο.

Θα μπορούσε κανείς να γράψει ακόμη πάρα πολλά για τη δουλειά του Ανδ. Κακριδή, να επισημάνει σημεία με τα οποία συμφωνεί ή διαφωνεί, αλλά νομίζω ότι κάτι τέτοιο δεν έχει σημασία. Γιατί το βιβλίο του ξεφεύγει σαφώς από τον ελληνικό μέσο όρο και θα μπορούσε να συγκριθεί με τις καλύτερες βιογραφίες του είδους της, δηλαδή οικονομολόγων, τραπεζιτών και επιχειρηματιών, σε διεθνές επίπεδο. Μας προσφέρει δε μια οπτική ανάγνωσης της ελληνικής οικονομίας κατά τα πρώτα πενήντα χρόνια του 20ού αιώνα, που δεν την είχαμε μέχρι τώρα. Νομίζω, τέλος, ότι είναι απαραίτητο να προσθέσει κανείς ότι η υποδειγματική εργασία του Κακριδή στηρίζεται και από μια υποδειγματική εκδοτική προσπάθεια.

* Ο κ. Κώστας Κωστής είναι καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή