Η πολιτική δύναμη και οι αδυναμίες του Ταγίπ Ερντογάν

Η πολιτική δύναμη και οι αδυναμίες του Ταγίπ Ερντογάν

3' 8" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η κύρια δύναμη του Ταγίπ Ερντογάν ήταν το ότι μετέτρεψε το κόμμα του σε κυρίαρχο κόμμα την περίοδο της εξουσίας του και ότι άλωσε μεγάλο μέρος της Δεξιάς, διαβρώνοντας και την Ακροδεξιά και την Κεντροαριστερά. Αντιθέτως, οι αντίπαλοί του διασκορπίζονται σε τρία ετερογενή στρατόπεδα, και μάλιστα αλληλοσυγκρουόμενα. Δηλαδή το εθνικιστικό ακροδεξιό κόμμα MHP (Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης), ο κύριος εχθρός του, το HDP (Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα), που εκπροσωπεί το κουρδικό αριστερό κίνημα και, τέλος, το άτολμα σοσιαλδημοκρατικό, πρώην κεμαλικό κόμμα, το CHP. Αυτές οι τρεις συνιστώσες της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης διατηρούν μεταξύ τους ιδεολογικές και πολιτισμικές αποστάσεις ακόμη μεγαλύτερες απ’ ό,τι με το AKP. Μετά τις τελευταίες εκλογές, ο Ταγίπ Ερντογάν επιδιώκει μια πολιτική εθνικιστικού επαναπροσδιορισμού και τυγχάνει της έμμεσης στήριξης του ηγέτη του MHP.

Γενικότερα, ο Ταγίπ Ερντογάν επί μία δεκαετία εφαρμόζει μια άκρως επιδέξια πολιτική κοινωνικοπολιτικής πόλωσης με μεταβλητή γεωμετρία, ανάλογα με τις ανάγκες παγίωσης του στρατοπέδου του. Σε αυτό συμβάλλουν τα τρία μεγάλα κοινωνικά ρήγματα που διαπερνούν την τουρκική κοινωνία για δεκαετίες: το εθνοτικογλωσσικό ρήγμα μεταξύ Τούρκων και Κούρδων· το δογματικό ρήγμα μεταξύ σουνιτών και αλεβιτών· και το κοινωνικοπολιτισμικό ρήγμα μεταξύ συντηρητικών και εκσυγχρονιστών. Πρόκειται για διαχωρισμούς που διαιρούν βαθιά την κοινωνία, ακόμη και την πολιτική γεωγραφία της χώρας, και αποκτούν τη μορφή λανθάνοντος εμφυλίου πολέμου άλλοτε συμβολικού και άλλοτε πραγματικού, όπως για το κουρδικό ζήτημα. Επιπλέον δε, υπερκαθορίζουν την πολιτική συμπεριφορά.

Σε καθένα από αυτά τα ρήγματα, ο Ταγίπ Ερντογάν βρίσκεται ασφαλώς επικεφαλής της κοινωνιολογικής πλειονότητας. Είναι με την πλευρά των Τούρκων ενάντια στους Κούρδους (περίπου 20% του πληθυσμού), με την πλευρά των σουνιτών ενάντια στους αλεβίτες (περίπου 15%) που επιθυμούν ξεχωριστούς τόπους λατρείας, με την πλευρά των «πολιτισμικά συντηρητικών» (65% του πληθυσμού δηλώνει ότι ταυτίζεται με αυτό το χαρακτηριστικό) που είναι ισλαμιστές, λαϊκιστές και αυταρχικοί ενάντια στους κοσμικούς και τους ελιτιστές εκσυγχρονιστές. Και ο ίδιος επιλέγει συστηματικά το χαρτί της πόλωσης για να διατηρεί ή να παγιώνει τη συσπείρωση γύρω του ενάντια στους εκάστοτε «εσωτερικούς εχθρούς» και να είναι πάντα ο μεγάλος νικητής των εκλογικών αναμετρήσεων.

Το AKP συγκεντρώνει επίσης τις απογοητεύσεις των Τούρκων προς τους οποίους η E.E. έκλεισε την πόρτα λίγους μήνες μετά το μισάνοιγμά της, το 2005. Με έναν νεοεθνικιστικό λόγο που τροφοδοτείται από τις αναμνήσεις του οθωμανικού μεγαλείου και υψώνοντας διαρκώς το λάβαρο του καταπιεσμένου από τη χριστιανική Δύση και τις σκοτεινές σιωνιστικές δυνάμεις μουσουλμάνου, συνεχίζει το έργο της επιβολής του Ισλάμ στον δημόσιο βίο και τον μετασχηματισμό των πολιτισμικών ορόσημων που κληρονόμησε από τον κεμαλικό μοντερνισμό, του οποίου οι πυλώνες είναι μία αμφίθυμη κοσμικότητα και η ιεροποίηση του κράτους υπό την προστασία του στρατού. Μολονότι στο επίπεδο της διεθνούς πολιτικής το αποτέλεσμα είναι διαδοχικές αποτυχίες μετά τις αραβικές εξεγέρσεις και απώλεια της διεθνούς αύρας του Ερντογάν, για τους ψηφοφόρους του AKP εξακολουθεί να είναι εκείνος που «σηκώνει κεφάλι» στους μεγάλους του πλανήτη λέγοντάς τους απλές αλήθειες.

Η επιταχυνόμενη τα τελευταία χρόνια αυταρχική εκτροπή ήταν επίσης μια αντίδραση στη διαρκώς αυξανόμενη απομόνωση της Τουρκίας στη διεθνή σκηνή. Το ρωσικό εμπάργκο μετά την κατάρριψη του ρωσικού καταδιωκτικού από την τουρκική πολεμική αεροπορία στην τουρκοσυριακή μεθόριο τον Νοέμβριο του 2015 στέρησε από την Τουρκία κάθε δυνατότητα παρέμβασης στη συριακή σύγκρουση, η οποία την αφορά ιδιαίτερα. Οι ολοένα και πιο έντονες επικρίσεις ενάντια στην υποστήριξη που παρέχει η Τουρκία στις τζιχαντιστικές οργανώσεις στη Συρία, ιδίως στο Ισλαμικό Κράτος, η ανεκτικότητα των τουρκικών δυνάμεων ασφαλείας στους πρόσφυγες που επιθυμούν να φτάσουν στις ακτές των ελληνικών νησιών κατά δεκάδες χιλιάδες, η πολεμοχαρής ρητορική του Ερντογάν προς τη Δύση γενικότερα και την E.E. ειδικότερα, έχουν στερήσει από την Τουρκία, και ιδίως από τον πρόεδρό της, το διεθνές κύρος που απολάμβανε τη δεκαετία του 2000.

* Ο κ. Αχμέτ Ινσέλ είναι οικονομολόγος, αρθρογράφος της «Τζουμχουριέτ». Το παρόν κείμενο είναι προδημοσίευση από το βιβλίο «Η Νέα Τουρκία του Ερντογάν», που θα κυκλοφορήσει προσεχώς στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Διάμετρος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή