«Εκρηξη πανεπιστημίων» στα Κατεχόμενα της Κύπρου

«Εκρηξη πανεπιστημίων» στα Κατεχόμενα της Κύπρου

3' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Για να αποκτήσουμε εικόνα αναφορικά με τις ασύλληπτες οικονομικές προοπτικές που μπορεί να προσφέρει η ανώτατη εκπαίδευση σε μία χώρα, αξίζει να δούμε ένα ομολογουμένως ακραίο παράδειγμα. Φανταστείτε μια περιοχή με μόνιμο πληθυσμό περίπου 350.000 ατόμων, η οποία αποφασίζει να επενδύσει στην αθρόα ίδρυση πανεπιστημίων. Μέσα σε μόλις τρία χρόνια πετυχαίνει να αυξήσει τον αριθμό ξένων φοιτητών από 45.000 σε 100.000, οι οποίοι φοιτούν σε 16 πανεπιστήμια, ενώ εκκρεμούν αιτήσεις για την ίδρυση άλλων 16 μέσα στα επόμενα τρία χρόνια. Η «βιομηχανία» αυτή συνεισφέρει 1 δισ. δολάρια στην οικονομία, το ένα τρίτο του ΑΕΠ, περισσότερο από το μερίδιο του τουρισμού. Οι φοιτητές, που προέρχονται από 134 χώρες, πληρώνουν περίπου 5.000 δολάρια τον χρόνο έκαστος. Η γλώσσα μάθησης είναι η αγγλική.

Εάν δεν έχετε μαντέψει που βρίσκεται αυτός ο εκπαιδευτικός οργασμός, το γεγονός ότι οι μισοί φοιτητές προέρχονται από την Τουρκία ίσως βοηθήσει. Μιλάμε για το βόρειο τμήμα της Κύπρου, τα κατεχόμενα εδάφη. Και πέρα από το γεγονός ότι πολλοί ξένοι εγγράφονται πιστεύοντας ότι θα φοιτήσουν σε χώρα-μέλος της Ε.Ε. και μετά βρίσκονται σε έδαφος υπό τουρκική κατοχή, ο υπερπληθωρισμός πανεπιστημίων προκαλεί σωρεία προβλημάτων που δεν σχετίζονται όλα άμεσα με την πολιτική ιδιαιτερότητα του θέματος.

Πρώτον, είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι υπήρξε ολοκληρωμένο σχέδιο όταν αποφασίστηκε να υπερδιπλασιαστεί μέσα σε τρία χρόνια ο ήδη μεγάλος αριθμός των 45.000 ξένων φοιτητών. Αυξάνοντας έναν τοπικό πληθυσμό 350.000 ανθρώπων κατά 100.000 θέτει την κοινωνία υπό τεράστια πίεση σε πολλούς τομείς. Ηδη υπάρχουν σοβαρά προβλήματα στη στέγαση, στην κίνηση στους δρόμους, στο αποχετευτικό σύστημα, κ.α. Ενώ οι περισσότεροι φοιτητές είναι από την Τουρκία και από το Ιράν, το γεγονός ότι πολλές χιλιάδες προέρχονται από όλο τον υπόλοιπο πλανήτη απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή. Το αποτέλεσμα είναι ότι, ενώ εισρέουν χρήματα, οι κίνδυνοι για ένταση, εκμετάλλευση και απογοητεύσεις είναι μεγάλοι και οι συνέπειες απρόβλεπτες.

Δεύτερον, είναι εξαιρετικά αμφίβολο ότι τόσα πολλά νέα ιδρύματα μπορούν να τηρούν τους κανόνες ενός σοβαρού εκπαιδευτικού προγράμματος. Και να υπάρχουν οι υποδομές, θα είναι δύσκολο να βρεθεί το εκπαιδευτικό προσωπικό τόσο γρήγορα. Δεν γνωρίζω εάν οι διώξεις που η τουρκική κυβέρνηση εξαπέλυσε τον τελευταίο χρόνο εναντίον της πανεπιστημιακής κοινότητας –με 8.000 απολύσεις– οδήγησαν πολλούς καθηγητές να αναζητήσουν εργασία στα Κατεχόμενα. Ισως συμβαίνει αυτό. Οπως και αν είναι, όμως, θα είναι τιτάνιο έργο να προσφέρει κανείς πανεπιστημιακά προγράμματα που θα αξίζουν τον κόπο και το κόστος για τους φοιτητές όταν αυτοί προέρχονται απ’ όλο τον κόσμο, από πολύ διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα και –σίγουρα– με διαφορετικά επίπεδα γνώσης της αγγλικής. Η Βρετανία, το παράδειγμα επιτυχημένου προγράμματος προσέλκυσης ξένων φοιτητών, με πείρα δεκαετιών, απαιτεί καλό επίπεδο γνώσης της αγγλικής και άλλες προϋποθέσεις, και ακόμη διατρέχει τον κίνδυνο να προσφέρει άνισο επίπεδο σπουδών, με κάποια πανεπιστήμια να απέχουν από το ιδεώδες.

Τρίτον, το γεγονός ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στη βόρεια Κύπρο είναι βιομηχανία κέρδους έχει προσελκύσει επενδυτές από την Τουρκία. Είναι δύσκολο να βρει κανείς στοιχεία, αλλά Τουρκοκύπριοι που γνωρίζουν το θέμα περιγράφουν μια κατάσταση όπου Τούρκοι επενδυτές που ίσως είναι ήδη ιδιοκτήτες καζίνο ιδρύουν και ένα πανεπιστήμιο για εκμετάλλευση. Οι δύο επιχειρήσεις τους προσφέρουν οικονομική ισχύ και πολιτική επιρροή – μια διαπλοκή που, πάλι, αγνοεί τις ιδιαιτερότητες και τις ανάγκες μιας μικρής τοπικής κοινωνίας. Ασφαλώς, αγνοεί και τις ανάγκες των φοιτητών.

Αυτό που αξίζει να σημειώσουμε, όμως, είναι η επιτυχία της προσέλκυσης φοιτητών. Τα περισσότερα προβλήματα που προκαλούνται στη βόρεια Κύπρο δεν θα προέκυπταν σε μια μεγαλύτερη τοπική κοινωνία, όπου οι νέοι εισαχθέντες θα βρίσκονταν ανάμεσα σε πολλούς άλλους –παλιότερους και ντόπιους– φοιτητές, και δεν θα δοκίμαζαν τις αντοχές υποδομών και πολιτών. Αυστηρά νομικά πλαίσια και απαιτητικά εκπαιδευτικά προγράμματα θα εξασφάλιζαν καλή ποιότητα σπουδών και πολλαπλά κέρδη για τη χώρα που θα τους φιλοξενούσε. Οταν τόσοι φοιτητές από πάρα πολλές χώρες σπεύδουν σε πανεπιστήμια σε μια οντότητα που δεν αναγνωρίζεται από καμία χώρα εκτός από την Τουρκία, τι θα γινόταν εάν μπορούσαν να αναζητήσουν εκπαίδευση σε μια χώρα όπως τη δική μας;

Για χρόνια συζητείται το κέρδος που η Ελλάδα θα αποκόμιζε εάν αποφάσιζε να γίνει κόμβος διεθνούς εκπαίδευσης. Τα παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα ήδη ελκύουν πολλούς φοιτητές, παρ’ όλα τα προβλήματα που προκύπτουν από μια πολιτεία που δεν θέλει να επενδύσει σε έναν τόσο σημαντικό τομέα. (Στη Βρετανία, οι ξένοι φοιτητές είναι ο έκτος σε μέγεθος «εξαγωγικός τομέας» της οικονομίας.) Οπου και να κοιτάξει κανείς, βλέπει ότι με μια σοβαρή προσπάθεια να επενδύσουμε στην εκπαίδευση, με αγγλόφωνα προγράμματα σε δημόσια πανεπιστήμια, με υψηλού επιπέδου νέα ιδρύματα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, τα κέρδη για τη χώρα μας θα ήταν ανυπολόγιστα. Επειδή δεν είναι μόνον το χρήμα που έχουμε ανάγκη, αλλά το γεγονός ότι άνθρωποι που θα σπουδάσουν εδώ θα είναι γνώστες της Ελλάδας και φίλοι των Ελλήνων για πάντα. Οπου και αν βρεθούν μετά.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή