Η Ελλάδα που άνθησε στα ερείπια

Η Ελλάδα που άνθησε στα ερείπια

2' 58" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

WILLIAM H. McNEILL

Η μεταμόρφωση της Ελλάδας

μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο

μτφρ.: Ν. Ρούσσος

προλ. Στ. Καλύβας – επίμ. Θ. Βερέμης

εκδ. Παπαδόπουλος, σελ. 400

Υπάρχουν οι ιστοριογράφοι των βιβλιοθηκών και της εξαντλητικής βιβλιογραφίας. Απαραίτητοι ασφαλώς για την πρόοδο του πεδίου, κάποτε όμως με δυσκολία σύλληψης της μεγάλης εικόνας και των βαθύτερων ανθρωπολογικών δομών. Ιδίως, μάλιστα, εκείνοι που προέρχονται από τις επιστημονικές κοινότητες της «περιφέρειας», βιώνουν ίσως ένα αίσθημα κατωτερότητας για την εθνική τους ιστορία, θεωρώντας ότι υπολείπεται των μεγάλων «μητροπολιτικών» ιστοριών.

Υπάρχουν, αντιθέτως, και οι ιστοριογράφοι των οποίων η επιτόπια και συναισθηματική σχέση με το αντικείμενο της έρευνάς τους επιτρέπει βαθύτερες διασυνδέσεις, καθώς και μια διεπιστημονικότητα που προκύπτει αυθόρμητα από την ίδια την πολυπλοκότητα των πραγμάτων. Και που όταν επισκέπτονται τις «μικρές» εθνικές ιστορίες, δεν έχουν πρόβλημα να τις αντιμετωπίσουν ως σημαίνοντα παραδείγματα της μακράς διαμόρφωσης αυτού του ποικιλόμορφου ευρωπαϊκού και δυτικού μωσαϊκού.

Ο Αμερικανός ιστορικός Ουίλιαμ Μακνίλ ενεπλάκη, αρχικά, με βιωματικό τρόπο με το ελληνικό κράτος και τη μεταπολεμική ανασυγκρότησή του. Υπηρέτησε ως ακόλουθος των ελληνικών κυβερνήσεων στο Κάιρο και κατόπιν ως αποσπασμένος στρατιωτικός στην αμερικανική πρεσβεία της Αθήνας, στο δραματικό τετράμηνο του 1944-45. Και ζώντας μέσα στην κόλαση αυτή εξέδωσε ένα βιβλίο για την περίοδο της Κατοχής και της απελευθέρωσης της Ελλάδας, πριν καν τελειώσει τη διατριβή του. Θα ακολουθήσει, το 1948, μια επιτόπια καταγραφή των προβλημάτων στις περιοχές που ήταν υπό τον έλεγχο του Δημοκρατικού Στρατού, η οποία θα του επιτρέψει να τεκμηριώσει τις αλλαγές που υπέστη η ελληνική ύπαιθρος μεταπολεμικά.

Βεβαίως, ο φιλελεύθερος αυτός καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Σικάγου υπήρξε ένας μελετητής συνολικά του δυτικού κόσμου στις μεγάλες συνέχειές του. Ο Μακνίλ, όντας μεγάλος θαυμαστής της «Μεσογείου» του Μπροντέλ, ήξερε να αναδεικνύει τις μακραίωνες δομές που προέκυπταν από τον συνδυασμό των ακίνητων γεωγραφικών δεδομένων και των νοοτροπιών των τοπικών κοινωνιών. Οι μελέτες του έδιναν πάντα έμφαση στους «κρυμμένους» παράγοντες της πολιτισμικής αλλαγής: στη διατροφή, στις επιδημίες, στις οικογενειακές στρατηγικές. Ετσι, ο ιστορικός εμπειρισμός του μπορούσε να βρει στη θεωρία και σε αλλότριες πειθαρχίες όπως η κοινωνιολογία και η ανθρωπολογία, το αφηρημένο ερμηνευτικό του μοντέλο.

Ολα αυτά εφαρμόζονται αριστοτεχνικά στη «Μεταμόρφωση της Ελλάδας», ένα βιβλίο που γράφτηκε μεν το 1976-77, αλλά του οποίου η προβληματική δεν είχε απασχολήσει καθόλου επί 30 έτη την ελληνική ιστοριογραφία. Η τελευταία, σε ό,τι αφορά τη μεταπολεμική περίοδο, είχε επιλέξει να εστιάσει στις περιπέτειες της δημοκρατίας αλλά πολύ λιγότερο στον πραγματικό βίο των ανθρώπων, στα βήματα προόδου τους, στις μεταμορφώσεις των δεδομένων της ζωής τους προς το καλύτερο, στις προσδοκίες και τις επιθυμίες τους.

Κι όμως, την ίδια ώρα που συνέβαιναν όλες οι αναταραχές στο προσκήνιο, η Ιστορία συνέχιζε τη βουβή δουλειά της στο χαμηλό επίπεδο: η ύπαιθρος άλλαζε μέσω του εκσυγχρονισμού των καλλιεργειών ή μέσω της μετανάστευσης, το προσδόκιμο ζωής αυξανόταν, η ποιότητα ζωής βελτιωνόταν, ο αστικός χώρος μεγάλωνε και οι δραστηριότητές του άκμαζαν, όλο και περισσότεροι σπούδαζαν τροφοδοτώντας την ανοδική κοινωνική κινητικότητα.

Ιστορία επιτυχίας

Βεβαίως, η δεξίωση των αλλαγών από την ελληνική κοινωνία ενείχε αντιφάσεις και έκρυβε, προφανώς, στρεβλώσεις, μερικές φορές ανυπέρβλητες, όπως φάνηκε αργότερα.

Το πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι ότι ο Μακνίλ επιχειρεί να συνδέσει την ιστορία αυτή με τις εξελίξεις ενός όλο και πιο παγκοσμιοποιημένου κόσμου διεθνώς, σε μια διαδικασία που είχε τη διαίσθηση να παρατηρεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Και όπως θα επισημάνει σοφά, αποκαθιστώντας το ελληνικό παράδειγμα ως μια ιστορία επιτυχίας που ακολουθεί όμως ένα δικό του μονοπάτι: «Η παραδοχή ότι η νεωτερικότητα αποτελεί μια ουσιαστικά πανομοιότυπη διαδικασία παγκοσμίως φαίνεται προφανώς λανθασμένη».

* Ο κ. Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυ-ντάκτης της «Νέας Εστίας».

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή