Ποιος κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο;

Ποιος κέρδισε τον Ψυχρό Πόλεμο;

3' 45" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τ​​ελευταία πληθαίνουν οι αναλύσεις στα διεθνή μέσα ενημέρωσης για τον «νέο Ψυχρό Πόλεμο». Η πρόσφατη υπόθεση Σκριπάλ έδωσε αφορμή για τίτλους όπως «Οι πρώτοι νεκροί του νέου ψυχρού πολέμου». Οι τίτλοι αυτοί, αν και εντυπωσιακοί, προωθούν μια διαστρεβλωμένη εικόνα της κατάστασης, καθώς επιχειρούν να συνδέσουν δύο τελείως διαφορετικές φάσεις της διεθνούς σκηνής.

Οποιος ασχολήθηκε με τον Ψυχρό Πόλεμο γνωρίζει πως πρόκειται για την περίοδο όπου για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία δύο μεγάλα κράτη, οι ΗΠΑ και η ΕΣΣΔ, αναδείχθηκαν σε κύριους εκφραστές δύο ανταγωνιστικών ιδεολογιών και οικονομικοπολιτικών μοντέλων που είχαν παγκόσμια στόχευση, και ενεργοποίησαν εξωτερικές πολιτικές οι οποίες δεν ταυτίζονταν απαραιτήτως με τα στενά γεωπολιτικά τους συμφέροντα.

Οι ΗΠΑ, από την κατάσταση απομονωτισμού που τις χαρακτήριζε νωρίτερα, μεταβλήθηκαν τότε σε δραστήριο παγκόσμιο παίκτη. Η στρατηγική του ψυχροπολεμικού φιλελευθερισμού, όπως αυτός έμεινε γνωστός, συνδύαζε τις δημοκρατικές αξίες της ανοικτής κοινωνίας με τον αντικομμουνισμό και την ευθύνη ανάσχεσής του σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Διαμορφωμένες από τις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας και την ιδιαιτερότητα της εθνικής τους συγκρότησης και ανάπτυξης, οι αμερικανικές πολιτικές ηγεσίες έθεσαν ως αποστολή τους εκείνη την εποχή την επέκταση της δημοκρατίας και της καπιταλιστικής αγοράς στον μεταπολεμικό κόσμο – με άλλα λόγια, αυτό που ονομάστηκε φιλελεύθερη διεθνής τάξη πραγμάτων.

Από σοβιετικής πλευράς, η «κατοχή» της Ανατολικής Ευρώπης, στα μέσα της δεκαετίας του ’40, οδήγησε σε μια πρωτοφανή ταύτιση της έννοιας της σφαίρας επιρροής με την καθεστωτική αλλαγή. Παντού, στο σιδηρούν παραπέτασμα, κομμουνιστές και κομμουνιστικά κόμματα έγιναν το μονοπώλιο της εξουσίας. Η νίκη των κομμουνιστών στον κινεζικό εμφύλιο μετέτρεψε αμέσως τον Ψυχρό Πόλεμο σε παγκόσμιο φαινόμενο. «Στο διάολο να πάει η Γιάλτα», αναφώνησε ο Στάλιν στη συνάντησή του με τον Μάο το 1949, διαπιστώνοντας με ενθουσιασμό πως «η νίκη της κινεζικής επανάστασης θα ενισχύσει την πλευρά της διεθνούς επανάστασης». Η παγκόσμια φιλοδοξία του κομμουνισμού είχε ως αποτέλεσμα την παγκόσμια κατάρρευσή του το 1989-1991.

Με άλλα λόγια, ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν ένα παγκόσμιο φαινόμενο με βαθιά ιδεολογικά χαρακτηριστικά (παρά τον συχνό κυνισμό και οπορτουνισμό των πρωταγωνιστών) και όχι ένας ανταγωνισμός εθνικών-κρατών και εθνικισμών για μυωπικούς γεωπολιτικούς στόχους, όπως διαπιστώνουμε να συμβαίνει σήμερα. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, συγκρούστηκαν μετωπικά και σε κάθε γωνιά του πλανήτη δύο ιδεολογικοί κόσμοι, ενώ σήμερα κανείς δεν αμφισβητεί ευθέως τουλάχιστον την αξία της Δημοκρατίας και των ανοιχτών αγορών έστω κι αν κάποια κράτη λειτουργούν εμφανώς υπονομευτικά είτε εναντίον του ενός, είτε εναντίον του άλλου, είτε και των δύο. Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε έναν ασταθή πολυ-πολικό κόσμο και όχι σε μια αντιπαράθεση Δύσης – Ανατολής με ιδεολογικά χαρακτηριστικά.

Το πρόβλημα όμως βρίσκεται αλλού· στη σταθερά ανερχόμενη ψυχολογική κατάσταση των λαών της Δύσης, πως άλλοι ήταν οι νικητές του Ψυχρού Πολέμου και όχι αυτοί. Ολοένα και περισσότερο, πολίτες των δυτικών κρατών, αλλά κυρίως οι ηγεσίες τους, συμπεριφέρονται σαν να βγήκαν χαμένοι από αυτόν. Ηγέτες όπως ο Τραμπ (αλλά όχι μόνον αυτός) προκαλούν με τη συμπεριφορά και τη ρητορική τους ανησυχίες κατά πόσον δεσμεύονται στις αξίες της φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων – ανοιχτές αγορές, διεθνείς κανόνες, πολυμερής συνεργασία. Οι κραυγές για τα «δεινά της παγκοσμιοποίησης», οι επιθέσεις εναντίον του διεθνούς εμπορίου, τα κηρύγματα υπέρ του κλεισίματος των αγορών καθώς και η γενικότερη μετατόπιση προς εθνικολαϊκιστικές επιλογές δείχνουν πως πολλοί από αυτούς τους δυτικούς ηγέτες λειτουργούν ως ρεβιζιονιστικοί παράγοντες, που αναζητούν να αλλάξουν τους κανόνες που προέκυψαν από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κι έπειτα. Μερικά κράτη του δυτικού κόσμου (ιδιαίτερα οι ΗΠΑ του Τραμπ) προβάλλουν έναν ξεπερασμένο και κυρίως επικίνδυνο εθνικισμό («πρώτα η Αμερική») με απρόβλεπτες προεκτάσεις.

Στη βάση αυτή βρίσκεται ένας μικροπολιτικός, δηλαδή φθηνός και υποκριτικός, εκλογικός υπολογισμός: ο ανταγωνισμός για τους χαμένους της παγκοσμιοποίησης. Αν και είναι αλήθεια, όπως έχει εξηγήσει η καθηγήτρια Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια Ann Harrison στο βιβλίο της «Παγκοσμιοποίηση και φτώχεια», πως όλα αυτά τα χρόνια η αύξηση των εξαγωγών και οι εισερχόμενες άμεσες ξένες επενδύσεις μείωσαν τη φτώχεια παντού από το Μεξικό και την Ινδία ώς την Πολωνία, είναι εξίσου αλήθεια πως εντός των ανεπτυγμένων χωρών αυτό αντισταθμίζεται με αυξημένη ανισότητα, που πηγάζει από το γεγονός της απώλειας θέσεων εργασίας σε ανειδίκευτο ή και ειδικευμένο εργατικό προσωπικό στη βιομηχανία (κυρίως).

Κι εδώ τώρα βρίσκεται το ζήτημα: πατώντας και αναδεικνύοντας ένα πραγματικό πρόβλημα, που απαιτεί παρέμβαση, τη διεύρυνση των ανισοτήτων στον δυτικό κόσμο, οι λαϊκιστές συνειδητά ή ασυνείδητα επιχειρούν να εκτροχιάσουν όλη την πορεία της ανθρωπότητας τα τελευταία 25 χρόνια. Η επιστροφή στην εποχή των εθνικισμών και των κλειστών αγορών θα είναι απλώς μια καταστροφή, που δεν θα ωφελήσει κανέναν.

* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή