Αποψη: Αλλάζουν όνομα τα κράτη;

Αποψη: Αλλάζουν όνομα τα κράτη;

3' 38" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Tα κράτη δεν αλλάζουν συχνά ονομασία, αλλά κάποιες φορές συμβαίνει. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η αλλαγή είναι οικειοθελής και έχει σκοπό να συμβολίσει κάποιου είδους πολιτειακή μετάβαση, όπως στην περίπτωση του Ζαΐρ το 1997 (σε Λ.Δ. του Kονγκό) ή της Κεϊλάνης το 1972 (σε Σρι Λάνκα). Πιο σπάνια, όπως στην περίπτωση της ΠΓΔΜ, η αλλαγή ονομασίας μετατρέπεται σε αντικείμενο διεθνούς διαφωνίας και διαπραγμάτευσης.

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Αυστρίας. Το 1918, μετά την ήττα της Αυστροουγγαρίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η αυστριακή συνέλευση ανακήρυξε νέο κράτος με την ονομασία «Γερμανική Αυστρία» (Deutschösterreich). Η ονομασία αυτή αντιμετώπισε αμέσως την αντίδραση των Συμμάχων, οι οποίοι δήλωσαν ότι θα αναγνωρίσουν το νέο κράτος υπό την ονομασία «Δημοκρατία της Αυστρίας (République d’Autriche)». Βασικός λόγος της αντίδρασης ήταν οι ανησυχίες Τσεχοσλοβάκων και Γιουγκοσλάβων ότι η ονομασία Deutschösterreich υπονοούσε εδαφικές αξιώσεις επί των περιοχών τους που κατοικούνταν από γερμανόφωνους πρώην υπηκόους της Αυστροουγγαρίας. Επιπλέον, το όνομα Deutschösterreich ενίσχυε τις τάσεις για μια μελλοντική αυστρογερμανική ένωση, την οποία οι Σύμμαχοι έκριναν απειλητική. Το θέμα της ονομασίας της νέας χώρας λύθηκε με τη διεθνή Συνθήκη του Αγίου Γερμανού, η οποία επέβαλε τελικά την ονομασία «Δημοκρατία της Αυστρίας». Προς εκτέλεση της συμφωνίας αυτής, οι αυστριακοί συνταγματικοί νόμοι μεταβλήθηκαν, ορίζοντας το νέο όνομα για κάθε χρήση και στο εσωτερικό της χώρας (erga omnes) και αφαιρώντας από το σύνταγμα τις αναφορές σε μια μελλοντική ένωση με τη Γερμανία.

Πιο πρόσφατα, το ιρλανδικό σύνταγμα του 1937 όρισε ως διεθνή ονομασία του κράτους τη λέξη «Ιρλανδία». Εδώ, το πρόβλημα προέκυψε από η επιλογή μιας ονομασίας που καλύπτει τη γεωγραφική έκταση της νήσου της Ιρλανδίας στο σύνολό της, εκτείνεται δηλαδή και στη Βόρειο Ιρλανδία, περιοχή που διοικεί το Ηνωμένο Βασίλειο. Η ονοματολογική επιλογή της Ιρλανδίας συνδυάστηκε με συνταγματικές αναφορές που ήγειραν ρητές αξιώσεις επί του συνόλου της νήσου. Εκτιμώντας ότι η λέξη «Ιρλανδία» ενίσχυε περαιτέρω τις προς Βορράν εδαφικές αξιώσεις του Δουβλίνου, το Ηνωμένο Βασίλειο αντέδρασε άμεσα και υιοθέτησε στις διμερείς σχέσεις, αρχικά, τη λέξη Éire και, κατόπιν, τη φράση «Δημοκρατία της Ιρλανδίας», τονίζοντας τη διαφορά μεταξύ «Δημοκρατίας», που αφορούσε το νέο κράτος, και «Βασιλείου», που χαρακτήριζε το βόρειο τμήμα. Η ονοματολογική διαφορά, που κράτησε για περισσότερο από 60 χρόνια δημιουργώντας μια σειρά πρακτικών προβλημάτων στις σχέσεις των δύο χωρών, ρυθμίστηκε μόλις το 1998, με τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής. Η Ιρλανδία διατήρησε την ονομασία της, αναλαμβάνοντας όμως την υποχρέωση να αφαιρέσει από το σύνταγμά της αναφορές που κρίθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο αλυτρωτικές. Αλλωστε, σε αντίθεση με τη διαφορά Ελλάδας – ΠΓΔΜ, στην περίπτωση της Ιρλανδίας, η διαφορά δεν καταλάμβανε ζητήματα εθνικής ταυτότητας. Οι Βρετανοί δεν αντέδρασαν, ούτε είχαν λόγο να αντιδράσουν, στην de facto μονοπώληση του επιθέτου «ιρλανδικός», με τις ιστορικές και πολιτισμικές του συνυποδηλώσεις, από την Ιρλανδία. Για τη λύση της διαφωνίας επαρκούσε η άρση των εδαφικών αξιώσεων του ιρλανδικού συντάγματος στο πλαίσιο μιας συμφωνίας που είχε άλλωστε ως κεντρικό ζητούμενο την ειρήνευση της περιοχής.

Οπως δείχνουν οι περιπτώσεις της Αυστρίας και της Ιρλανδίας, η διαφορά της Ελλάδας με την ΠΓΔΜ, αν και σπάνια, έχει προηγούμενο στις διεθνείς σχέσεις. Τα κράτη δεν επιλέγουν τυχαία ονόματα. Οι λέξεις που χρησιμοποιούν κουβαλούν ήδη κάποιο συμβολικό νόημα πριν γίνουν κρατικές ονομασίες. Λέξεις όπως «Μακεδονία», «Ιρλανδία» ή «Deutsch» χρησιμοποιούνται με σκοπό να μεταφέρουν το προηγούμενο συμβολικό τους βάρος –γεωγραφικό, εθνικό ή ιστορικό– στο κράτος που τις επιλέγει. Οπως έχει εξηγήσει ο Γάλλος κοινωνιολόγος Πιερ Μπουρντιέ, η ονοματοδοσία δεν έχει απλώς χαρακτήρα περιγραφικό της πραγματικότητας, αλλά είναι μια πράξη διαμόρφωσής της. Οποιος καθορίζει ονόματα δεν περιγράφει απλώς τον κόσμο, αλλά τον δομεί και επιβάλλει στους χρήστες των ονομάτων τον τρόπο που τον προσλαμβάνουν. Επηρεάζει ιστορικές συνέχειες, ταυτότητες – ακόμα και εδαφικές αξιώσεις. Οταν οι «προ-κρατικοί συμβολισμοί» που οικειοποιείται ένα κράτος μέσω της ονομασίας αποκλίνουν σημαντικά από τα βασικά χαρακτηριστικά του, όπως η εδαφική του έκταση ή η ιστορική του ταυτότητα, η επιλογή ονομασίας, μια κατ’ αρχάς μονομερής εθνική επιλογή, μπορεί να μετατραπεί σε διεθνή διαφορά. Ταυτόχρονα, όπως δείχνουν τα παραδείγματα της Αυστρίας και της Ιρλανδίας, η επίλυση αυτών των διαφορών, αν και πολύπλοκη, είναι εφικτή μέσω του διεθνούς δικαίου. Αναλόγως των ειδικών συνθηκών, αυτό μπορεί να σημαίνει την αλλαγή ονομασίας ή την παροχή άλλου είδους εγγυήσεων. Σε κάθε περίπτωση, αυτό που απαιτείται είναι η αναγνώριση της σημασίας που φέρουν ορισμένοι συμβολισμοί για τα εμπλεκόμενα μέρη και ο ρόλος των ονομασιών στη δόμηση του κόσμου μας.

* Ο κ. Μιχάλης Ιωαννίδης είναι Senior Research Fellow στο Ινστιτούτο Max Planck, Συγκριτικού Δημοσίου και Διεθνούς Δικαίου στη Χαϊδελβέργη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή