Γερούν Ντάισελμπλουμ: Δεν μπορούμε να τζογάρουμε με το μέλλον μας για άλλη μία φορά

Γερούν Ντάισελμπλουμ: Δεν μπορούμε να τζογάρουμε με το μέλλον μας για άλλη μία φορά

5' 4" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν μου ζητήθηκε να γυρίσω πίσω τον χρόνο σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο για την Ελλάδα και την Ευρώπη, οι σκέψεις μου πήγαν στα λάθη που έγιναν, στις στιγμές της αλήθειας, στις λύσεις της τελευταίας στιγμής που έσωσαν από την κατάρρευση, αλλά κυρίως στους ανθρώπους που υπέφεραν εξαιτίας της κρίσης, ιδιαίτερα τους νέους. Δεν ήταν αυτοί που έφταιγαν, δεν είχαν καμία επιρροή, όμως το μέλλον τους βρισκόταν σε αναμονή.

Μια μακρά περίοδος δυσκολιών φτάνει τώρα στο τέλος της. Είναι προφανές ότι τα πράγματα φαίνονται καλύτερα. Αλλά αυτό αρκεί; Είναι βιώσιμη η κατάσταση; Ενα σημαντικό ερώτημα είναι αν έχουμε μάθει το μάθημά μας καλά. Οχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε όλη την Ευρώπη. Πολλά από τα προβλήματα που αποκαλύφθηκαν μετά το 2008 δεν ήταν μόνο ελληνικά, αλλά υπήρχαν σε πολλές χώρες, βόρειες και νότιες. Το τεράστιο και γρήγορο άλμα στον πλούτο στα χρόνια πριν από την κρίση βασιζόταν σε φθηνή πίστωση, που παρεχόταν εύκολα από τράπεζες που δεν είχαν αυστηρούς κανόνες δανειοδότησης. Η τεράστια έκρηξη στις τιμές των ακινήτων, η δημιουργικότητα στη φοροδιαφυγή, τα ατελείωτα προνόμια που προσφέρονταν σε ομάδες ειδικών συμφερόντων, η επέκταση των συνταξιοδοτικών μας αξιώσεων τη στιγμή που ο πληθυσμός μας γερνούσε γρήγορα, επέτρεψαν να συμβούν όλα αυτά, αγνοώντας τους κινδύνους και τις πρώτες προειδοποιήσεις.

Τίποτα από αυτά δεν συνέβαινε αποκλειστικά στην Ελλάδα, αντιθέτως· αλλά είναι επίσης δίκαιο να πούμε ότι η Ελλάδα έβλεπε όλα αυτά να συμβαίνουν ταυτόχρονα και σε μεγάλη κλίμακα, επιτρέποντας τη δημιουργία τεράστιων κινδύνων που κρύβονταν κάτω από την επιφάνεια. Τι ακριβώς συνέβη, πώς επιτρέψαμε να συμβεί αυτό;

Αυτό ισχύει και για την αντιμετώπιση της κρίσης για την οποία ήμουν υπεύθυνος ως πρόεδρος του Eurogroup από τις αρχές του 2013. Φυσικά το πρώτο πρόγραμμα, τα φτηνά δάνεια με όρους από την Ευρωζώνη, είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή από το 2010.

Η Ευρώπη ήταν σοκαρισμένη όταν τα πραγματικά νούμερα του ελληνικού ελλείμματος αποκαλύφθηκαν. H εμπιστοσύνη δέχθηκε ένα μεγάλο πλήγμα. Συγχρόνως, το ελληνικό χρέος βρισκόταν ήδη από την αρχή της κρίσης πάνω από το 100%. Αυτό, καθώς ακολουθούσε μια μακρά περίοδο οικονομικής ευημερίας, ήταν ένα αδιανόητο νούμερο. Ολα τα οικονομικά εγχειρίδια που υποστηρίζουν ότι οι κυβερνήσεις πρέπει να τονώσουν την οικονομία όταν βρίσκεται σε ύφεση δεν ήταν χρήσιμα, καθώς πολύ απλά τα χρήματα δεν υπήρχαν. Γιατί δεν το είχαμε δει νωρίτερα; 

Η αξία δυνατών και ανεξάρτητων ελεγκτικών μηχανισμών δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Ηδη από το 2004, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητούσε να αποκτήσει η Eurostat περισσότερη δύναμη ώστε να μπορεί να επιβεβαιώνει πλήρως τα νούμερα που οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δήλωναν. Τα κράτη-μέλη, όμως, και κυρίως η Γερμανία, απέρριψαν αυτή την πρόταση. Το 2003, η Γερμανία, τότε σε ύφεση, είχε μονομερώς αποφασίσει με τη στήριξη της Γαλλίας να αγνοήσει τους δημοσιονομικούς κανόνες, παρά την αντίσταση που προέβαλαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και μερικά άλλα κράτη-μέλη. Επειτα από αυτό, η δημοσιονομική προσαρμογή αγνοήθηκε. Και αυτό έγινε στα καλά χρόνια!

Στην αρχή του προγράμματος άλλη μία ευκαιρία χάθηκε. Το ελληνικό χρέος βρισκόταν στα χέρια ιδιωτών επενδυτών, πολλοί εκ των οποίων ήταν από τη Γαλλία και τη Γερμανία. Αυτοί πήραν τεράστια ρίσκα, μερικοί γνωρίζοντάς τα, και θα έπρεπε να είχαν υποχρεωθεί να ζημιωθούν από την αρχή. Αλλά το μεγάλο ταμπού μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers ήταν το «too big to fail», ώστε οι τράπεζες να είναι προστατευμένες όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά παντού στην Ευρώπη. 

Η Ιρλανδία έκανε τις τράπεζές της ασφαλείς, αυξάνοντας το χρέος της από 25% στο 125%. Επίσης, στη χώρα μου τρεις από τις μεγαλύτερες τράπεζες έπρεπε να σωθούν με μεγάλο κόστος για τον φορολογούμενο. Επρεπε να είχαμε έναν ξεκάθαρο μηχανισμό ώστε οι ιδιώτες επενδυτές να συμβάλουν στην αναδιάρθρωση των κρατικών και τραπεζικών χρεών. Αντί γι’ αυτό, χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια, μέχρι επιτέλους την άνοιξη του 2012 να γίνει κούρεμα χρέους των ιδιωτών. Μέχρι τότε, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους της Ελλάδας ήταν στα χέρια των Ευρωπαίων φορολογουμένων μέσω διμερών δανείων ή στα νέα ευρωπαϊκά ταμεία έκτακτης ανάγκης.

Και όπως ήταν λογικό, δεν ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν τον λογαριασμό.

Οι προϋποθέσεις που συνόδευαν τα προγράμματα, οι οποίες αντιμετώπιζαν τις πολλές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας και του δημόσιου τομέα, απαιτούσαν πολλά. Ισως πάρα πολλά, σίγουρα πάρα πολλά την ίδια στιγμή. Επρεπε να υπήρχαν πιο σαφείς προτεραιότητες, που να επέτρεπαν τη σωστή εφαρμογή όλων των μεταρρυθμίσεων. Αυτό ήταν κάτι που μάθαμε. Αλλά και πάλι, η αρχική κατάσταση στην οποία ξεκίνησε το πρόγραμμα προσαρμογής, μετά τόσα χρόνια κακοδιοίκησης, καθιστούσε δύσκολο να επιλέξει κανείς από πού να ξεκινήσει.

Το κρίσιμο στοιχείο, τώρα, είναι η δημιουργία σταθερότητας. Ο έντονος πολιτικός ανταγωνισμός μπορεί να δημιουργήσει το αντίθετο αποτέλεσμα και να προκαλέσει και πάλι μια σειρά από ψεύτικες υποσχέσεις στο εκλογικό σώμα. Οι πολιτικοί πρέπει πρώτα να θέσουν το συμφέρον της χώρας συνολικά.

Εδώ υπάρχουν, επίσης, μαθήματα που πρέπει να μάθουμε. Το 2014 η Ελλάδα είχε ήδη επιστρέψει στην ανάπτυξη. Υπήρχε ακόμη και μια βιασύνη αισιοδοξίας. Το δεύτερο πρόγραμμα έφτανε στο τέλος του, υπήρχε φως στο τέλος του τούνελ. Ομως, οι πολιτικοί και οι ψηφοφόροι τους έλαβαν τεράστια ρίσκα και μισό χρόνο αργότερα η οικονομία είχε καταρρεύσει πλήρως. Οταν στα τέλη Ιουνίου του 2015, με το δημοψήφισμα, ζητήθηκε από το εκλογικό σώμα να ψηφίσει το «Οχι», ήμασταν κοντά στο Grexit και όλη η σκληρή δουλειά που είχε γίνει φάνηκε σαν να είναι μάταιη. Κατά τη διάρκεια των μαραθώνιων συνεδριάσεων στις 11 και 12 Ιουλίου του Eurogroup και της Συνόδου Κορυφής, εργάστηκα ασταμάτητα ώστε να χρησιμοποιήσω ακόμα και την τελευταία ευκαιρία για να αποφύγω κάτι τέτοιο, τελικά, με επιτυχία.

Πάντα πίστευα ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην Ευρωζώνη και επανειλημμένως απέκρουα τους ανθρώπους που πίστευαν ότι η Ελλάδα θα ήταν καλύτερα εκτός. Αλλά είμαι ο πρώτος που συνειδητοποιεί τι χρειάζεται ακόμα για να παραμείνει η Ελλάδα σε αυτή τη σταθερή θέση στην Ευρωζώνη. Ευτυχώς τώρα διαθέτουμε πολύ καλύτερα θεσμικά όργανα και κεφάλαια για την εξασφάλιση και τη σταθεροποίηση της νομισματικής μας ένωσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Καλώ τους πολιτικούς να είναι ειλικρινείς στον λαό τους για το τι χρειάζεται, τι είναι ρεαλιστικά εφικτό και πώς θέλουν να το επιτύχουν. Δεν μπορούμε να τζογάρουμε με το μέλλον μας για άλλη μία φορά.

* Ο κ. Γερούν Ντάισελμπλουμ ήταν πρόεδρος του Eurogroup από το 2013 έως το 2018. To βιβλίο του για την κρίση της Ευρωζώνης θα είναι διαθέσιμο στα ελληνικά στα μέσα Οκτωβρίου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή