Στη σύντομη ζωή του έτρεχε πάντα να ξεφύγει από κάτι

Στη σύντομη ζωή του έτρεχε πάντα να ξεφύγει από κάτι

4' 55" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ηταν ένας άνθρωπος που διαρκώς έτρεχε να ξεφύγει από κάτι. Από την ελληνική επαρχία, από τις ΗΠΑ, τον φόβο, το ξύλο, το κράξιμο. Ετρεχε προς τα όριά του – ένας μεταιχμιακός χαρακτήρας. Ενας άνθρωπος, όπως έλεγε ο Σαρτρ στις «Λέξεις» του, φτιαγμένος απ’ όλους τους ανθρώπους, που άξιζε όσο ο καθένας. «Είμαι και άντρας και γυναίκα· ή τίποτα ή και τα δύο μαζί», είχε πει ο ίδιος.

Γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1985 στην Ανατολική Ακτή των ΗΠΑ, γιος μεταναστών του «καλύτερου αύριο». Είχε δύο μικρότερους αδελφούς. Περίπου το 1993, επιστρέφουν οικογενειακώς στην Ελλάδα. Εγκαθίστανται στην Ιτέα – είναι το πρώτο τρεχαλητό του, που δεν είχε αποφασίσει ο ίδιος. Οταν καταφθάνει η εφηβεία, ετοιμάζει το πρώτο, ολόδικό του φευγιό. Προσπαθώντας να γλιτώσει από τον εκφοβισμό των συμμαθητών του –«μ’ έπνιγε η επαρχία, έπρεπε ν’ αντιδράσω»–, αναπτύσσει τάσεις φυγής αλλά και, όπως θα παραδεχθεί αργότερα ο ίδιος, κλεπτομανίας. Ζήτησε να φύγει. Κι έφυγε: εκεί γύρω στα 16 του, το 2001, οι γονείς του, στους οποίους είχε ήδη αποκαλύψει τη σεξουαλική του ταυτότητα κι εκείνοι τον αγκάλιασαν, τον στέλνουν πίσω στις ΗΠΑ, όπου ένας θείος του, επιτυχημένος επιχειρηματίας, ήταν διατεθειμένος να του προσφέρει καταφύγιο, την πολυπόθητη ελευθερία. Τζίφος.

Στην Αμερική ετοιμάζεται ακουσίως το επόμενο τρεχαλητό του. Ανθρωπος παθιασμένος, με έναν εσωτερικό φόβο που μετατρεπόταν σε εξωτερική δύναμη, διψασμένος για τα φώτα της γης της ελευθερίας, ερωτεύεται ένα αγόρι και, όταν δεν το συναντά, γράφει γι’ αυτό σε ένα ημερολόγιο, που έπεσε στα χέρια του θείου του. Ως άλλο Κωσταλέξι, τον κλειδώνει στο σπίτι, του στερεί οποιαδήποτε επικοινωνία και, στο εβδομαδιαίο τηλεφώνημα στους γονείς του, ο θείος είναι παρών για να ελέγχει τα λεγόμενα. Οργανώνει την απόδρασή του, με τη βοήθεια φίλης του θείου του. Ταυτόχρονα, ο φίλος του, του κλείνει εισιτήριο για την Ελλάδα και ένα βράδυ τον φυγαδεύει –αφού εκείνος είχε πηδήξει από το παράθυρο και τραυματίστηκε στο χέρι– στο αεροδρόμιο. Τρέχει ξανά. Ελεύθερος.

Ολοκληρώνει το σχολείο στην Ιτέα –«το οποίο με έκανε να σιχαθώ το διάβασμα»– και φεύγει για την Αθήνα – «είμαι μαζόχας, αλλά μου αρέσει». Τελειώνει δραματική σχολή και ΙΕΚ μάρκετινγκ. Οι γονείς του, πάντα εκεί. Ακόμη κι όταν, κατά τη διάρκεια της θητείας του, το 2009, επιζητώντας διήμερη τιμητική άδεια, γίνεται εθελοντής αιμοδότης και στις αναλύσεις οι στρατιωτικοί γιατροί βλέπουν «κάτι». Ξανά αιμοδοσία. Του κάνουν εισαγωγή «για επαναληπτικές εξετάσεις». Και ενώ κανείς δεν τον ενημερώνει, μπουκάρει στο γραφείο ενός γιατρού και απαιτεί να μάθει – «δεν θ’ αυτοκτονήσω, μην ανησυχείς». «Εχεις HIV», του λέει. Προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του για κάτι που δεν ήξερε.

Είναι η εποχή οπότε ξεκινούν ο ακτιβισμός και ο εθελοντισμός, εκείνο το πάθος για ενημέρωση, στήριξη, υλική και ηθική, των περιθωριακών της άγνοιας και της απανθρωπιάς. Το 2011, δημιουργεί το μπλογκ οrothetika.blogspot.com, όπου αντιμάχεται τον φόβο απέναντι σε οροθετικούς και σε επαγγελματίες sex workers. Τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς, ένα βράδυ στο Γκάζι, δέχεται, με τρεις φίλους του, την πρώτη σωματική επίθεση – τις λεκτικές ας πούμε ότι τις είχε συνηθίσει. Τη γλιτώνει, διότι «όταν φοβάμαι, τρέχω γρήγορα και τσιρίζω δυνατά». Ο ένας της παρέας καταλήγει στο νοσοκομείο. Δεν σταματάει όμως· παλεύει με τα μέσα κι έξω τέρατα. «Δεν το ’χω με τη βία, ρε παιδί μου». Ξενυχτάει στο πλάι φίλων και αγνώστων. Ξημερώνεται με όσους βρίσκει να τρέχουν να ξεφύγουν και εκείνους που κλαίνε στα πεζοδρόμια. Κι εκείνος κλαίει στους δρόμους. Κλαίει πολύ. Πονάει όταν τον απορρίπτουν. Αρθρογραφεί και φωνάζει. Ακούει Madonna, δεν διαβάζει πολύ, αλλά ενημερώνεται διαρκώς. Κλείνεται στον εαυτό του. Γελάει. Και κάνει τους άλλους να γελούν. Κάνει καθημερινούς απολογισμούς, σπάει σε χίλια κομμάτια τη μέρα και την ανασυνθέτει – ένας άνθρωπος της ενσυναίσθησης και της αγάπης. Βοηθάει οροθετικούς και στηρίζει τις οικογένειές τους, προσπαθώντας να τους πείσει ότι τα παιδιά τους δεν θα πεθάνουν.

ΠΝΟΙΚΑ, Zackie Oh, ΚΤΕΛ

Στις αυτοδιοικητικές εκλογές του Μαΐου 2014, είναι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος Αθήνας με την ΠΝΟΙΚΑ (Πρωτοβουλία για μια Νέα Οικολογική Αθήνα) της Ιωάννας Κοντούλη, η οποία λαμβάνει 3.024 ψήφους, ποσοστό 1,36%. Το 2015 δημιουργεί τη Zackie Oh – την dressed as girl (drag) περσόνα, που «είναι ο χαρακτήρας που με ολοκληρώνει, με κάνει τα αντιλαμβάνομαι το φύλο μου, μου δίνει αυτοπεποίθηση». Εμφανίζεται στις θρυλικές «Κούκλες» και σε κλαμπ. Διαρκώς με ένα ποτό κι ένα τσιγάρο στο χέρι (τα τσιγάρα τα μοίραζε δεξιά κι αριστερά, αλλά ήταν Κέρβερος με τον αναπτήρα του), κυκλοφορεί στα μερόνυχτα της πόλης και τα αναστατώνει. Εξακολουθεί να τρέχει. Οπως όταν, προ μηνών, περπατούσε φοβισμένος στο Μεταξουργείο διότι κάποιος τον ακολουθούσε στον δρόμο για την πρεμιέρα του «ΚΤΕΛ για Κρέστενα» του Γιώργου Καλογερόπουλου – «επιτέλους, θα κάνω κάτι που θέλω», έλεγε, ενώ οι κρίσεις πανικού και η «ιερή σιωπή» του θεάτρου τρόμαζαν μια drag queen συνηθισμένη στις άμεσες αντιδράσεις. Συνήθως κυκλοφορούσε με ταξί ή αυτοκίνητα φίλων. Πού να πας ντυμένος και βαμμένος, με τα πόδια και με τα τακούνια; Σε ποιον κόσμο;

Ηταν φιλόζωος – ποιος θα ξεχάσει τη σχέση του με τον Σνούπι και τις ημέρες που τον έχασε και πήγε στην Εύβοια για να τον φέρει πίσω, αφού είχε ξεσηκωθεί το Ιντερνετ. Αλλά ήταν και αυτό που άλλοι ονομάζουν «αδερφή», «άρρωστη», «τζάνκι», «αλκοολικιά», που, όμως, είχε μπει σε πρόγραμμα απεξάρτησης. Στις 21 Σεπτεμβρίου επιτόνισε την κοινοτοπία του κακού και την μπαναλιτέ της ελληνικής γλώσσας – «πρεζόνι», «τραβέλι», ακόμη και το «νοικοκυραίος» ξανακούστηκε. «Για να συντελεστούν όλα, για να νιώσω λιγότερο μόνος, ένα μου μένει να ευχηθώ, να ’ρθουν πολλοί θεατές τη μέρα της εκτέλεσής μου και να με υποδεχθούν με κραυγές μίσους», έλεγε ένας άλλος ξένος, του Καμύ. Εκείνη την Παρασκευή, ο δικός μας ξένος προσπάθησε πάλι να ξεφύγει – μόνο που αυτήν τη φορά δεν τα κατάφερε.

ΥΓ. Οι πληροφορίες συγκεντρώθηκαν από συνομιλίες με οικείους του, από το μπλογκ και τα social media του, από συνεντεύξεις του, από την αρθρογραφία του, από προσωπικά βιώματα, από video της Μαρίας Λούκα και του Θοδωρή Προδρομίδη για το Vice (2017), από video του George Koutsiamoneys (2017). Τον έλεγαν Ζακ Κωστόπουλο, ζούσε στην πλατεία Αμερικής, πέθανε στην Ομόνοια και θάφτηκε στην Ιτέα, με χώμα και χρυσόσκονη.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή