Τα δύο πλοία της Ελλάδος

2' 29" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Ας υποθέσουμε ότι δύο πλοία ξεκινούν από το ίδιο λιμάνι ταυτοχρόνως, αλλά προς διαφορετικές κατευθύνσεις για ένα ταξίδι που θα κρατήσει χρόνια. Στο καθένα από αυτά επιβαίνουν μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, με τους δασκάλους τους. Ας υποθέσουμε, επίσης, ότι στο ένα πλοίο τα παιδιά διδάσκονται μόνο τη δημοτική γλώσσα και τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Στο δε άλλο πλοίο τα παιδιά διδάσκονται αποκλειστικά την καθαρεύουσα και τη φιλελεύθερη ιδεολογία.

Καθώς τα πλοία ταξιδεύουν σε διαφορετικές πορείες, οι μαθητές σε καθένα εξ αυτών μαθαίνουν και εξοικειώνονται με την αντίστοιχη γλώσσα και ιδεολογία. Θεωρούν, δε, ότι αυτή είναι η «φυσική» εκδοχή της ελληνικής γλώσσας και της πολιτικής θεωρίας και πρακτικής. Οι δάσκαλοί τους εκατέρωθεν διαθέτουν τα λεξικά των διαφορών, αλλά τα έχουν κρυμμένα στα συρτάρια των κυβερνητών των πλοίων. Τα παιδιά μεγαλώνουν ανυποψίαστα, αλλά και πεπεισμένα για την ορθότητα και μοναδικότητα της δικής τους γλώσσας και ιδεολογίας.

Κάποια στιγμή, αφού τα παιδιά έχουν εν τω μεταξύ φτάσει στην τρίτη δεκαετία της ζωής τους, τα δύο πλοία φτάνουν ταυτοχρόνως σ’ ένα νησί στον ωκεανό, όπου τα πληρώματά τους αποφασίζουν να εγκατασταθούν οριστικά. Στην αρχή οι δύο ομάδες των νέων ανθρώπων δεν (ανα-)γνωρίζουν την ύπαρξη η μια της άλλης και προτιμούν να ζουν με τα μέλη της δικής τους γλωσσικής και πολικοϊδεολογικής ομάδας. Σιγά σιγά, όμως, έρχονται σε κάποια επαφή με μέλη της άλλης ομάδας.

Πόσο δύσκολο θα είναι να συνεννοηθούν μεταξύ τους, και πόσο το αρχικό γλωσσικό ή ιδεολογικό τους ιδίωμα θα τους εμποδίσει στις οικονομικές ή κοινωνικές στους σχέσεις; Θα προτιμήσουν να μη συνεργαστούν καθόλου με την άλλη πλευρά ακόμα και για ζητήματα κοινής συμβίωσής τους στο νησί ή μήπως κάποιοι σκεφθούν να ρίξουν γέφυρες επικοινωνίας με τους «άλλους», ακόμα και να συνάψουν φιλικές ή ερωτικές σχέσεις με αυτούς;

Κι αν το αρχικό γλωσσικό ή ιδεολογικό τους φορτίο και απόθεμα θέτει κάποια προσκόμματα στην επικοινωνία, αποκλείεται να δημιουργηθεί μια κοινή γλώσσα συνεννόησης κι ένα πεδίο συναντίληψης των πραγμάτων, ώστε, παρά τις διαφορές στις εκφράσεις και τις απόψεις, να μη δυσχεραίνεται η συνύπαρξη στο νησί; Πόσο απίθανο είναι να συνειδητοποιήσουν ότι το ιδίωμα που χειρίζεται η κάθε ομάδα δεν είναι μια εντελώς διαφορετική γλώσσα, αλλά μάλλον μια διαφορετική εκδοχή της ίδιας; Ή ότι οι διαφορετικές πολιτικές τους ιδεολογίες δεν είναι διαμετρικά αντίθετες μεταξύ τους, αλλά μάλλον συμπληρώνουν και «διορθώνουν» η μία την άλλη;

Κι αν έχουν φύγει εν τω μεταξύ από τον μάταιο τούτο κόσμο οι παλαιοί τους δάσκαλοι κι ανακαλύψουν τα κρυμμένα λεξικά των γλωσσικών όρων και των πολιτικών αντιλήψεων, μήπως επιχειρήσουν να καταρτίσουν ένα νέο γλωσσικό ιδίωμα γενικής χρήσης, καθώς και ορισμένες πολιτικές δομές κοινής αποδοχής; Τι θα διδάξουν οι ίδιοι στα δικά τους παιδιά που θα έρχονται στον κόσμο; Τη λογική της περιχαράκωσης ή αυτή της επικοινωνίας; Την ανοιχτή ή την κλειστή κοινωνία;

Και ποιο είναι το βαθύτερο νόημα των στίχων του Μανόλη Αναγνωστάκη – «Εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα/ Εκεί θα χτίσουμε τα σπίτια μας/ Γύρω γύρω απ’ τη μεγάλη πλατεία/ Και στη μέση μια εκκλησιά…»;

* Ο κ. Αντώνης Μακρυδημήτρης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή