Αποψη: Ενα εκκλησιαστικό déjà vu;

Αποψη: Ενα εκκλησιαστικό déjà vu;

3' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος είχε να διαχειριστεί μία σοβαρή κρίση όχι μόνο στις σχέσεις της με την Πολιτεία, αλλά, κυρίως, με τις ισορροπίες στο εσωτερικό της, που προκλήθηκε από το αιφνίδιο κοινό ανακοινωθέν Αρχιεπισκόπου και πρωθυπουργού και τα άδηλα συμφραζόμενά του. Για την εκτόνωση της σωρευμένης έντασης επιλέχθηκε, μεταξύ άλλων, η ασφαλής και παλαιά δοκιμασμένη λύση της παραπομπής του επίμαχου ζητήματος σε σχετική επιτροπή για περαιτέρω μελέτη και επεξεργασία. Η επιλογή αυτή βεβαίως δεν καινοτομεί, καθώς έχει προηγούμενο… Πριν από 31 χρόνια, το 1987, ο Τρίτσης επιχειρεί να διευθετήσει, ερήμην της Εκκλησίας, το ζήτημα της μοναστηριακής περιουσίας. Η εξέλιξη αυτή προκαλεί την οργισμένη αντίδρασή της, η οποία κορυφώνεται με την αποχή της από τις εορταστικές εκδηλώσεις για την 25η Μαρτίου και τη διοργάνωση την 1η Απριλίου ενός ογκώδους συλλαλητηρίου στην πλατεία Συντάγματος. Ο Ν. 1700 παραμένει τελικώς ανεφάρμοστος. Την εποχή αυτής της μεγάλης κρίσης και προς εκτόνωσή της συστάθηκε, τον Νοέμβριο του 1987, μία οκταμελής επιτροπή μελέτης των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας, τα πορίσματα της οποίας βρίσκονται μάλλον ξεχασμένα σε κάποιο αραχνιασμένο υπουργικό ερμάριο…

Η ιστορία μοιάζει σήμερα να επαναλαμβάνεται, έστω και παραλλαγμένη. Κοινός, κατ’ αρχάς, ο λόγος της αντιμαχίας: η διευθέτηση οικονομικών εκκρεμοτήτων. Διαφορετική, ωστόσο, η αφετηρία της: το 1987 η ευθύνη ανήκε αποκλειστικώς στην κυβέρνηση, η οποία επιχείρησε, με μονομερή ενέργειά της, να δημεύσει τη μοναστηριακή περιουσία, που συνδυάστηκε ατυχώς με την υπόγεια εισαγωγή του αιρετού λαϊκού στοιχείου στην εκκλησιαστική διοίκηση. Σήμερα, συνευθύνη καταλογίζεται και στην Εκκλησία, η οποία είχε «αποδεχθεί», έστω ad referendum, το κυβερνητικό «Προσχέδιο Συμφωνίας»… Από τις τελευταίες εξελίξεις, την ομόφωνη δηλαδή απόφαση της Ιεραρχίας για μη αλλαγή του καθεστώτος της εφημεριακής μισθοδοσίας και την άμεση κυβερνητική εναντίωση, προκύπτουν, νομίζω, οι ακόλουθες παραδοχές:

1. Η μερική απόρριψη του ανακοινωθέντος της 6ης Νοεμβρίου επιβεβαιώνει την αρχική εκτίμηση ότι θα έπρεπε η διαδικασία να είχε ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία. Η συνοδική οργάνωση της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν γνωρίζει την «ενός ανδρός αρχή». Εάν είχε προηγηθεί η έκφραση της συνοδικής διαγνώμης του εσπευσμένου κοινού ανακοινωθέντος, είναι σίγουρο ότι δεν θα είχε συντελεστεί, σε τόσο σύντομο μάλιστα χρονικό διάστημα, η απονομιμοποίηση του τελευταίου.

2. Η αντίδραση του μείζονος κυβερνητικού εταίρου στη συνοδική απόφαση αποκαλύπτει περισσότερα από όσα ίσως αφήνει να εννοηθούν.

Πρώτον, επαληθεύεται η εντύπωση ότι η αναδιάταξη των σχέσεων της Πολιτείας με την Εκκλησία τόσο σε θεσμικό (Σύνταγμα) όσο και σε πρακτικό (Συμφωνία) επίπεδο αποτελεί, όπως έχει εξελιχθεί, μέρος μικροκομματικού σχεδιασμού, στον οποίον ενεπλάκη, έστω ανεπίγνωστα, και η Εκκλησία…

Δεύτερον, το περιεχόμενο του κυβερνητικού ανακοινωθέντος της 16ης Νοεμβρίου φανερώνει μία περιφρόνηση προς την Ιεραρχία, στην οποία δεν επιφυλάσσεται ρόλος ισότιμου συνομιλητή. Και τούτο, παρά τις υποκριτικές, όπως αποδεικνύεται, δηλώσεις των προηγούμενων ημερών ότι η εφαρμογή του «Προσχεδίου Συμφωνίας» τελεί υπό την αίρεση της έγκρισής της.

Τρίτον, η απειλή για μονομερή νομοθέτηση των αλλαγών στη μισθοδοσία του κλήρου μπορεί να αποτελεί μία αναφαίρετη νομοθετική επιλογή, δεν εξασφαλίζει, όμως, την ηθική νομιμοποίηση της τελευταίας. Και τούτο, διότι στην περίπτωση αυτή, δεν θα πρόκειται για νομοθετική κατοχύρωση των συμφωνηθέντων, αλλά για νομοθετική επιβολή των ήδη αποφασισθέντων, γεγονός που θα ενισχύσει την καχυποψία ανάμεσα σε δύο δύσπιστους, ούτως ή άλλως, εταίρους… Τέταρτον, εάν η Πολιτεία νομοθετήσει μονομερώς τις αλλαγές στη μισθοδοσία, θα δημιουργήσει κληρικούς πολλαπλών ταχυτήτων –η συμφωνία δεν αφορά (;) Κρήτη και Δωδεκάνησα– , αν και η απαρέγκλιτη εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας δεν δικαιολογεί μία τέτοια εξέλιξη…

Ενα είναι βέβαιο: ο θεσμικός ή/και πρακτικός εξορθολογισμός των σχέσεων Πολιτείας και Εκκλησίας απαιτεί συναινετικές διαδικασίες, που δεν θα δυναμιτίζουν την κοινωνική συνοχή. Οι μονομερείς ενέργειες και δηλώσεις, από όπου και εάν προέρχονται, σίγουρα δεν συμβάλλουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Η κρίση του 1987 το απέδειξε περίτρανα. Μήπως τελικώς παίζουμε «εν ου παικτοίς»;

*Δικηγόρος, επίκουρος καθηγητής του Εκκλησιαστικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή