Αποψη: Τεκμήριο αθωότητας και «χρυσή» επικαιρότητα

Αποψη: Τεκμήριο αθωότητας και «χρυσή» επικαιρότητα

2' 25" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Τα έτη 2007-2008, με αφορμή μια υπόθεση οικονομικών ατασθαλιών στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, δύο υπουργοί της τότε κυβέρνησης, μεταξύ των οποίων και ο ίδιος ο υπουργός Δικαιοσύνης, τοποθετήθηκαν από το βήμα της Βουλής σχετικά με την καταδίκη ορισμένου κατηγορουμένου, εκφράζοντας ικανοποίηση γι’ αυτήν και βεβαιότητα για την ενοχή του. Οι δηλώσεις έγιναν ενώ η υπόθεση εκκρεμούσε ακόμη στο Εφετείο. Λίγα χρόνια μετά, το 2011, η χώρα μας καταδικάστηκε πανηγυρικά από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το οποίο, ακολουθώντας πάγια νομολογία του, έκρινε ότι οι ανωτέρω δηλώσεις παραβίασαν το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου (υπόθεση «Κώνστας κατά Ελλάδος»).

Πράγματι, το τεκμήριο αθωότητας, το οποίο είναι κατοχυρωμένο με αυξημένη τυπική ισχύ στο εθνικό μας δίκαιο, υποχρεώνει στη θεώρηση κάθε υπόπτου τέλεσης αξιόποινης πράξης ως αθώου «μέχρι της νομίμου αποδείξεως της ενοχής του», δηλαδή μέχρι να ξεπεραστεί ως προς αυτήν και η τελευταία έλλογη αμφιβολία. Η υποχρέωση αυτή δεν αφορά μόνο το στενό πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας και τη διασφάλιση της δικονομικής θέσης του κατηγορουμένου έναντι των παραγόντων της (αστυνομικών οργάνων, δικαστών, εισαγγελέων κ.λπ.). Αφορά και την προστασία της τιμής και της αξιοπρέπειας του κατηγορουμένου, αλλά και των δικαιωμάτων της υπεράσπισης, από σχόλια οποιουδήποτε εκπροσώπου του κράτους, εφόσον υποδηλώνεται με αυτά πεποίθηση περί ενοχής πριν κριθεί αρμοδίως και αμετακλήτως η ποινική του ευθύνη. Αυτό δεν σημαίνει, ασφαλώς, ότι οι αρμόδιες αρχές εμποδίζονται να αναφέρονται σε μια ποινική υπόθεση ή να ενημερώνουν τους πολίτες για την εξέλιξή της. Οι σχετικές αναφορές πρέπει όμως να γίνονται με περίσκεψη και αυτοσυγκράτηση, χωρίς να παροτρύνεται η κοινή γνώμη να πιστέψει στην ενοχή του κατηγορουμένου ή να προδικάζεται η δικαστική κρίση.

Τι διδάχθηκε το πολιτικό μας σύστημα από την παραπάνω, εξευτελιστική καταδίκη; Δυστυχώς, τίποτε. Φορείς της κρατικής εξουσίας, ακόμα και ανώτεροι πολιτειακοί παράγοντες με βαρύνοντα θεσμικό ρόλο και αυξημένη επιρροή, συνεχίζουν να εκφέρουν άποψη για ποινικές υποθέσεις παντός είδους, να εκφράζουν την εδραία πεποίθησή τους για την ενοχή υπόπτων ή κατηγορουμένων και να ενθαρρύνουν τη Δικαιοσύνη να τους τιμωρήσει. Η ποινική επικαιρότητα ενδιαφέρει τους πολίτες και αποτελεί έτσι ένα πρόσφορο πεδίο για πολιτική εκμετάλλευση. Γι’ αυτό και το τεκμήριο αθωότητας δεν είναι αγαπητό σε όλους τους Ελληνες πολιτικούς.

Οι συνέπειες, όμως, είναι βαριές. Ακόμα κι αν –όπως θα γίνεται κατά κανόνα– δεν προκύπτει πραγματικό ζήτημα επηρεασμού της ποινικής διαδικασίας, το πλήγμα για την τιμή και την υπόληψη των εμπλεκόμενων προσώπων δύσκολα ξεπερνιέται. Αλλά και η εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στο σύστημα απονομής της ποινικής Δικαιοσύνης πλήττεται, όταν υποθέσεις που έδωσαν αφορμή για τέτοιες δηλώσεις δεν έχουν την κατάληξη για την οποία τους προϊδέαζαν.

Είναι, λοιπόν, αναγκαία η λήψη άμεσων μέτρων για την ενίσχυση του τεκμηρίου αθωότητας στη χώρα μας. Μια καλή ευκαιρία γι’ αυτό φαίνεται να είναι το υφιστάμενο σχέδιο νόμου για την ενσωμάτωση της σχετικής Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης (2016/343/ΕΕ), το οποίο προβλέπει μέχρι και δυνατότητα μείωσης της ποινής σε περίπτωση παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας από δημόσιες αρχές.

* Ο κ. Γιάννης Ανδρουλάκης είναι επίκουρος καθηγητής Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας στο ΕΚΠΑ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή