Χωρίς καμιά εθνική ταυτότητα στο ποδόσφαιρο

Χωρίς καμιά εθνική ταυτότητα στο ποδόσφαιρο

5' 3" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν πριν από μερικά χρόνια ο «νόμος Μποσμάν» γκρέμιζε τα σύνορα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, ελάχιστοι μπορούσαν να συλλάβουν από τότε τη σαρωτική μετάλλαξη που θα έφερνε στο DNA ενός ποδοσφαιρικού συστήματος που για δεκαετίες ολόκληρες το είχαμε συνηθίσει να έχει εθνική ταυτότητα. Παλαιότερα, σε όλες τις χώρες του κόσμου, προηγμένες ποδοσφαιρικά ή μη, όταν μια ομάδα επένδυε σε παίκτες από άλλη χώρα, σε περιορισμένο αριθμό φυσικά, απλώς προσπαθούσε να βελτιώσει το ποιοτικό επίπεδό της, επιλέγοντας κυρίως ποδοσφαιριστές καλύτερους (θεωρητικά) από τους γηγενείς και μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά. Τώρα, δεν υπάρχει κανένας φραγμός. Το ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο έχει μετατραπεί σε μια πολυεθνική Βαβέλ, ένα πύργο όπου στριμώχνονται παίκτες απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, με μόνο μερικές «διεθνείς» λέξεις κοινό σημείο αναφοράς: γκολ, φάουλ, σουτ, κόρνερ, ματς…

Στην πρεμιέρα του ελληνικού πρωταθλήματος, μία ομάδα, ο νεοφώτιστος στην κατηγορία Ακράτητος, χρησιμοποίησε στην ενδεκάδα του μόνο έναν Ελληνα ποδοσφαιριστή, τον Γιώργο Πιπίνη. Οι άλλοι δέκα, ήταν ξένοι. Αυτός ο ένας Ελληνας κάνει και τη διαφορά! H Αρσεναλ, για παράδειγμα, πριν από λίγους μήνες στο παιχνίδι του αγγλικού πρωταθλήματος με την Κρίσταλ Πάλας, χρησιμοποίησε έντεκα ξένους ποδοσφαιριστές και κανέναν Αγγλο. Το… μη περίεργο; Και οι επτά αναπληρωματικοί ήταν ξένοι, όπως ξένος ήταν και ο προπονητής, ο Γάλλος Αρσέν Βενγκέρ! O μόνος με αγγλικό διαβατήριο σε εκείνη την ομάδα, ήταν ο… φροντιστής, αυτός που μάζευε τα ρούχα για να τα στείλει στο πλυντήριο! Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν πολλά. H Ιντερ έπαιξε στα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ με μόνο έναν Ιταλό στην ενδεκάδα της, η Μπαρτσελόνα έχει μετατραπεί σε μια πολυεθνική δύναμη, όλες οι «μεγάλες» ομάδες γενικά στηρίζονται αριθμητικά και ποιοτικά πολύ περισσότερο σε ξένους ποδοσφαιριστές παρά σε ντόπιους.

Αν το ξένο δεν είναι απαραίτητα πιο φτηνό, είναι σίγουρα πιο γλυκό και ίσως γι’ αυτό το προτιμούν όλοι. O προσανατολισμός του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου έχει αλλάξει θεαματικά, χωρίς αυτή η αλλαγή να έχει να κάνει απαραίτητα με την υποδομή, την ποδοσφαιρική παράδοση, την ανάπτυξη ή την οικονομική δύναμη που έχουν οι ομάδες και τα πρωταθλήματά τους. Τη λύση της «λεγεώνας των ξένων» δεν την επιλέγουν μόνο οι «αδύναμοι» οικονομικά και ποδοσφαιρικά, αλλά και οι παραδοσιακά δυνατοί, οι πρωταγωνιστές. Γιατί να μην έχουν η Ιντερ και η Μίλαν, για παράδειγμα, ως βάση τους Ιταλούς παίκτες; Ή γιατί η Αρσεναλ και η Τσέλσι να μην εμπιστεύονται Αγγλους; Μήπως η Ιταλία και η Αγγλία στέρεψαν πια από ταλέντο; Οχι, δεν μπορεί να είναι τόσο απλό το θέμα και τόσο απλοϊκή η απάντηση. Είναι πολλά μαζί τα υλικά που μπαίνουν στο μίξερ για να βγάλουν την απάντηση, τόσα πολλά, όσα και τα ξένα διαβατήρια που έχουν πια οι περισσότερες ομάδες.

Το φαινόμενο δεν είναι ελληνικό, είναι ευρωπαϊκό. Φτωχοί και πλούσιοι, διάσημοι και άσημοι, δυνατοί και αδύνατοι, έχουν επιλέξει τον… τρίτο δρόμο. H διαφορά είναι απλώς το χρήμα και φυσικά η ποιότητα. Αλλη αξία έχουν οι ξένοι της Αρσεναλ και άλλη αυτοί του Ακράτητου. Κατά τα άλλα, σημασία έχει και η αποδοχή από την πλευρά του κόσμου της νέας πραγματικότητας, όπως και τα κέρδη και οι ζημίες των ομάδων ειδικά αλλά και των χωρών τους, γενικότερα. Κερδίζουν ή χάνουν τα εθνικά πρωταθλήματα απ’ αυτό το πολυσυλλεκτικό αλισβερίσι; Να ένα καλό ερώτημα…

Αν μιλάμε για το ελληνικό πρωτάθλημα, η αλήθεια ίσως αποδειχθεί πικρή: σ’ αυτή τη φάση τουλάχιστον, τα μεσοπρόθεσμα κέρδη από το γκρέμισμα των συνόρων, είναι πολύ μεγάλα. Σε εθνικό επίπεδο, το μεγάλο «μπαμ» του ελληνικού ποδοσφαίρου έγινε μόλις οι Ελληνες ποδοσφαιριστές πέρασαν τα σύνορα και γέμισαν εμπειρίες, έστω κι αν δεν ήταν «πρώτα βιολιά» στις ομάδες τους. H εθνική που κατέκτησε το ευρωπαϊκό πρωτάθλημα, βασίστηκε κυρίως σε παίκτες που αγωνίζονται στο εξωτερικό ή και σε κάποιους που έμειναν πίσω αλλά έγιναν καλύτεροι παίζοντας κοντά σε καλούς ξένους. Το ίδιο ισχύει και με τις υπόλοιπες χώρες που πήγαν καλά στη διοργάνωση. Οι περισσότεροι παίκτες της φιναλίστ Πορτογαλίας αγωνίζονται εκτός Πορτογαλίας, όπως και οι Τσέχοι και οι Ολλανδοί που έφτασαν μέχρι τα ημιτελικά. Είναι ένα σημαντικό στοιχείο αυτό και κανείς δεν πρέπει να το παραβλέψει.

Γκρέμισμα συνόρων

Το γκρέμισμα των συνόρων, έφερε ανάλογη δυναμική και σε συλλογικό επίπεδο. Μέχρι να έλθουν στην Ελλάδα καλοί ξένοι, η χώρα μας ούτε να ονειρευτεί δεν μπορούσε την πρώτη οκτάδα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και να έχει σχεδόν μόνιμα δύο (και τρεις) ομάδες στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ. Τις προηγούμενες δεκαετίες, με συνήθη εξαίρεση κάποιες πορείες – φωτοβολίδες του Παναθηναϊκού μια φορά στα δέκα χρόνια, οι ελληνικές ομάδες περνούσαν στον επόμενο γύρο ευρωπαϊκής διοργάνωσης αραιά και πού. Συνήθως, έμεναν εκτός από τον πρώτο γύρο, ακόμα κι όταν αντιμετώπιζαν ομάδες από χώρες που τώρα τις βλέπουμε σαν… κουνούπια. Παλιά ήταν όνειρο να περάσεις π.χ. πολωνική ομάδα, τώρα θεωρείται ρουτίνα. Και η διαφορά, αυτό το «μπαμ» προς τα πάνω, μας αρέσει – δεν μας αρέσει, έγινε κυρίως επειδή οι ομάδες μας άρχισαν να χρησιμοποιούν πολύ περισσότερους ξένους από τους 2 – 3 που χρησιμοποιούσαν τα προηγούμενα χρόνια.

Αν και οι Αγγλοι διακρίνονται για την παράδοση, το φλέγμα και τον ποδοσφαιρικό εγωισμό τους, αποδέχθηκαν πολύ πιο εύκολα τα νέα δεδομένα. Κανείς οπαδός της Αρσεναλ, για παράδειγμα, δεν γκρινιάζει που δεν βλέπει ούτε ένα Αγγλο στην ενδεκάδα της. Γεμίζουν το γήπεδο και ακολουθούν φανατικά την ομάδα τους. Στην Ελλάδα, ο κόσμος δεν έχει αποδεχθεί τόσο εύκολα τα νέα δεδομένα. Υπάρχουν πολλοί που δεν μετρούν το ποδόσφαιρο μόνο με τα γκολ, τους βαθμούς και τις επιτυχίες. Δεν συμβιβάζονται στην ιδέα μιας πολυεθνικής Βαβέλ και προτιμούν το κλασικό «παπούτσι απ’ τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο». Γι’ αυτό και γίνεται τόσος λόγος για θέματα που οι άλλοι Ευρωπαίοι τα έθεσαν εξ αρχής στο ντουλάπι και δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα. Κι αν μέχρι στιγμής τα αποτελέσματα της πολυσυλλεκτικότητας κρίνονται (εκ των αποτελεσμάτων) θετικά, κανείς δεν μπορεί να το πει αυτό με σιγουριά για το μέλλον. Το κακό της ιστορίας είναι ότι οι ξένοι παίκτες δεν παίρνουν άδικα τις θέσεις των Ελλήνων στις ομάδες μας, ειδικά στις «μεγάλες». Ψάχνουν να βρουν έτοιμους Ελληνες παίκτες και δεν βρίσκουν οι ομάδες κορυφής, γι’ αυτό και στρέφονται εύκολα στην ξένη αγορά. Κι αυτό δεν είναι παρά η άλλη όψη του νομίσματος, αυτή που λέει ότι θα πληρώσεις αύριο την επιτυχία που καρπώνεσαι σήμερα, πάνω σε ξένες πλάτες…

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή