Υπάρχουν κάποιοι παίκτες, σε όλα τ’ αθλήματα, που δεν βαριέσαι να τους βλέπεις να παίζουν. Αλλους, λόγω των περίτεχνων ενεργειών τους. Αλλους, λόγω της προσωπικότητάς τους, την οποία μετέφεραν στον αγωνιστικό χώρο και ενέπνεαν τους συμπαίκτες τους. Υπάρχουν κάποιοι παίκτες, που δεν βαριούνται ν’ αγωνίζονται και συνεχίζουν, ακόμη και όταν θεωρούνται μεγάλοι. Ο Κώστας Λούδης ανήκει και στις δύο κατηγορίες. Και δεν βαριόσουν να τον βλέπεις, κυρίως λόγω της προσωπικότητάς του, και δεν βαριόταν να παίζει. Πριν από έναν μήνα, όμως, πήρε τη μεγάλη απόφαση. Να κρεμάσει το σκουφάκι, στα 38 του χρόνια, και αφού πέρασε 27 από αυτά μέσα στις πισίνες, και να κάνει άλμα, χωρίς ν’ αφήσει το πόλο. Ν’ αναλάβει την προπονητική ηγεσία του Πανιωνίου. Της ομάδας, στην οποία ολοκλήρωσε ευδοκίμως μια σπουδαία σταδιοδρομία. Τι συνέβη, λοιπόν; Βαρέθηκε να φοράει το σκουφάκι, να «μαρκάρει» τους αντίπαλους φουνταριστούς, να κατευθύνει τους συμπαίκτες του, να πασάρει και να σουτάρει;
«Δεν βαρέθηκα. Εχω όρεξη και βούληση να συνεχίσω και είμαι πολύ καλά. Ομως η προπονητική μού άρεσε εδώ και χρόνια και είχα πει ότι, αν μου δινόταν ευκαιρία, θα την έπαιρνα. Αν έμενε στον Πανιώνιο ο Γιάννης ο Γιαννουρής, θα συνέχισα να παίζω», απαντάει.
Ο Γιαννουρής, όμως, παραιτήθηκε και ιδού ο Λούδης προπονητής.
– Δεν σε τρομάζει το ότι από παίκτης βρέθηκες απ’ ευθείας προπονητής;
– Δεν με τρομάζει. Το έχω δουλέψει στο μυαλό μου. Προετοιμαζόμουν γι’ αυτό. Από τη στιγμή που είμαι στον ίδιο χώρο, στην ίδια ομάδα, με τους ίδιους ανθρώπους, θεωρώ ότι θα συμμετέχω από άλλη θέση.
– Πέφτεις, όμως, στα βαθιά αμέσως. Σε ισχυρή ανδρική ομάδα…
– Εχει ρίσκο. Θα μπορούσα να ξεκινήσω με ομάδα μικρών παιδιών, κάτι που έχει μεγάλο ενδιαφέρον. Δεν θα είχα αρνηθεί αν μου το είχαν προτείνει. Πιστεύω ότι σε αυτές τις ηλικίες πρέπει να εργάζονται οι καλύτεροι προπονητές. Στην άκρη του μυαλού μου υπάρχει η εθνική ομάδα. Εχω συζητήσει με τον προπονητή της, τον Σάντρο Καμπάνια, που έδειξε ενδιαφέρον ν’ ασχοληθώ. Στην Εθνική αγωνίστηκα στο μεγαλύτερο μέρος της έως τώρα ζωής μου. Φιλοδοξία και όνειρό μου είναι ν’ ασχοληθώ και προπονητικά με αυτήν. Επειδή, όμως, το πράγμα δεν προχώρησε και παραιτήθηκε ο Γιαννουρής, δέχθηκα τη θέση. Οι παίκτες του Πανιωνίου το θεωρούν φυσιολογική εξέλιξη. Και όπως λένε, το ήθελαν.
Πρωταθλητισμός και υποδομή μπορούν μαζί
Εχοντας αγωνισθεί σε διαφορετικού είδους και δυναμικότητας ομάδες και υπό προπονητές με διαφορετική άποψη για το άθλημα, έχει κατασταλάξει στις απόψεις του, για το πώς πρέπει να κτιστεί μια ομάδα.
«Πιστεύω ότι κάθε ομάδα μπορεί να κάνει και πρωταθλητισμό και να καλλιεργεί την υποδομή. Οι σχολές για σωματεία όπως ο Πανιώνιος είναι το άλφα και το ωμέγα. Δεν είναι όπως ο Ολυμπιακός, που με χαρά μου είδα ότι άρχισε την υποδομή, ο οποίος μπορεί να παίρνει παίκτες και να κάνει συνεχώς πρωταθλητισμό. Εμείς και τ’ άλλα σωματεία πρέπει να στηριζόμαστε στα παιδιά μας και από εκεί κι έπειτα, ανάλογα με τις οικονομικές δυνατότητες, να ενισχυόμαστε, ώστε να κάνουμε πρωταθλητισμό. Στην ανδρική ομάδα θα βάλουμε τρεις παίκτες του 1990. Υπάρχουν και οι νεαροί, που ήδη έπαιζαν και θα είναι οι πρωταγωνιστές. Αυτό είναι ρίσκο για νέο προπονητή. Θα μας βοηθήσουν οι έμπειροι (Ρέππας, Θωμάκος, Τίσιτς, Γκέργκελι)».
Φυσικά και θα συνεχίσει προπόνηση. «Ο αθλητισμός είναι τρόπος ζωής για μένα. Είμαι φίλαθλος, παρακολουθώ όλα τ’ αθλήματα και στις ελεύθερες ώρες μου με τον αθλητισμό ασχολούμαι. Δεν μπορώ να φανταστώ τον εαυτό μου έξω από την πισίνα. Πιστεύω ότι ένα δίωρο την ημέρα θα το βρίσκω για να γυμνάζομαι».
– Ποιοι έπαιξαν τον σημαντικότερο ρόλο στη σταδιοδρομία σου;
– Κατ’ αρχήν, όπως σε όλους τους μικρούς αθλητές, οι γονείς. Μετά, όλοι οι προπονητές μου, είτε ήταν μεγάλο όνομα (Μπορίς Ποπόφ) είτε νέος, όπως ο Αλέκος Βάσσος στον Πανιώνιο, που είναι νεότερός μου. Πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε η γυναίκα μου, η Σοφία Ρουσάκη. Οταν κάνεις τη ζωή που κάνουμε εμείς κι έχεις σύζυγο που υπήρξε πρωταθλήτρια και σε παροτρύνει να συνεχίσεις, σηκώνοντας εκείνη τα περισσότερα βάρη της οικογένειας, είναι πολύ σημαντικό.
– Δεν σου έλειπε η οικογένεια;
– Φυσικά. Ειδικά τα καλοκαίρια με τις υποχρεώσεις της εθνικής ομάδας. Οταν γεννήθηκε η Αναστασία ήμουν στην Αυστραλία και την πρωτοείδα 15 ημερών. Ηταν, όμως, τρόπος ζωής αυτός, όπως και για τη Σοφία, που, αν και σταμάτησε σχετικά μικρή, έζησε τον πρωταθλητισμό και μέσω της αδελφής της, της Ελλης.
– Νιώθεις να έχασες κάτι από τη ζωή σου, λόγω αθλητισμού;
– Δεν έχασα. Κέρδισα. Ναι μεν μου έλειπε κάποτε η οικογένεια, αλλά γενικά ασχολούμαι πολύ με αυτή. Διακοπές πολλές δεν έκανα, αλλά τις «έχανα» ευχαρίστως. Θεωρώ ότι δεν ήταν κάτι που μου έλειψε ουσιαστικά. Πιο πολύ μπορώ να πω ότι μου λείπουν τώρα αυτά που έκανα τα καλοκαίρια με την Εθνική. Τα κέρδη ήταν τεράστια. Πάνω από όλα η πορεία. Οσα βίωσα αυτά τα χρόνια. Θεωρώ ευλογία ότι συμμετείχα στους Ολυμπιακούς της Αθήνας και ήμουν αρχηγός της ομάδας. Εντονα συναισθήματα χαράς με γέμισε η νίκη επί των ΗΠΑ μέσα στην Ατλάντα στους Ολυμπιακούς του 1996, χάρη στην οποία μπήκαμε στην εξάδα. Μάλιστα, νικήσαμε στο τέλος με δύο δικά μου τέρματα. Ηταν μεγάλη εμπειρία η συμμετοχή σε τέσσερις Ολυμπιακούς. Ηταν όνειρό μου να πάω μία φορά. Μου έλειψε, όμως, πολύ το μετάλλιο σε μεγάλο πρωτάθλημα. Γι’ αυτό πήρα μεγάλη χαρά για τα παιδιά που κατέκτησαν το χάλκινο στο Παγκόσμιο του 2005. Με την καλή έννοια ζήλεψα, διότι το πήραν τη χρονιά που σταμάτησα από την Εθνική. Θεωρώ τιμή μου ότι έπαιξα με διαφορετικές γενιές παικτών: Από Αρώνη, Γιαννόπουλο, Σελετόπουλο, σε Μαυρωτά, Παπαναστασίου, Καϊάφα και σε Χατζηθεοδώρου, Γιώργο Αφρουδάκη μέχρι και τον Χρήστο Αφρουδάκη. Ασχημες στιγμές ήταν στους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ. Πήγαμε με φιλοδοξίες και πάθαμε πανωλεθρίες. Με τις ΗΠΑ χάναμε 0-9 προς το τέλος της τρίτης περιόδου και έπιασα τον εαυτό μου να προσεύχεται να βάλουμε γκολ. Τελικά χάσαμε 3-9. Αλλο αρνητικό είναι ό,τι έγινε με τον Ιωσηφίδη το καλοκαίρι του 2002. Αναγκάστηκα, βάσει των πιστεύω μου, να έλθω σε αντίθεση με συμπαίκτες μου. Ως αρχή μου, πάντα στήριζα τους προπονητές. Θεωρώ ότι έτσι έπρεπε να κάνω, αφού έτσι αποφάσιζε το σωματείο ή η ομοσπονδία. Από την αρχή ξεκαθάρισα ότι, αν έπρεπε να γίνει η συζήτηση, έπρεπε να γίνει μετά τη λήξη της περιόδου. Οχι μέσα στη διοργάνωση της παγκόσμιας λίγκας.
– Μήπως, όμως, τελικά δικαιώθηκαν οι παίκτες;
– Κανείς δεν ξέρει. Το ότι με τον Σάντρο πήραμε 4η θέση το 2003 και το 2004, δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να τις παίρναμε και με τον Κούλη. Ούτε, όμως, το ότι ο Κούλης πήρε το ασημένιο ολυμπιακό μετάλλιο με τις γυναίκες, σημαίνει πως θα το έπαιρνε και με τους άνδρες. Πάντως, ήταν άδικο αυτό που έγινε μαζί του, ειδικά από παίκτες που είχε στηρίξει. Τελικά, όμως, του έκαναν καλό.
– Ηταν δύσκολη η μετακίνηση από τον Ολυμπιακό στον Παναθηναϊκό;
– Οι άνθρωποι του Ολυμπιακού μου φέρθηκαν πολύ καλά. Στον πρώτο αγώνα, όμως, είχαν πάει οπαδοί που δεν με γνώριζαν. Ακόμη και τώρα οι φίλαθλοι του πόλο του Ολυμπιακού με αντιμετωπίζουν ως δικό τους άνθρωπο.
Παραμένει οπαδός του ΠΑΟΚ. «Πάντα το έλεγα. Δεν μου αρέσει να πουλάω οπαδιλίκι. Το θεωρώ τιμή μου. Γεννήθηκα στην Τούμπα, εκεί πήγα σχολείο. Το θεωρώ αδιανόητο να πω ότι έγινα Ολυμπιακός ή κάτι άλλο».
Αγωνιά πάντα για την Εθνική
Ο Κώστας Λούδης συνέδεσε τ’ όνομά του και τη σταδιοδρομία του με την εθνική ομάδα. Και αγωνιά γι’ αυτήν και το μέλλον της.
«Είναι κρίσιμη η χρονιά για την Εθνική. Φοβάμαι ότι θα είναι οι δυσκολότεροι προκριματικοί για τους Ολυμπιακούς. Υπάρχει και το Μαυροβούνιο, που είναι ικανό για μετάλλιο στο Πεκίνο. Μετά το Παγκόσμιο του 2005, όπου η ομάδα πήρε την 3η θέση, τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Νομίζω ότι ευθύνες έχουν και οι παίκτες και η Ομοσπονδία. Η Εθνική είναι πάνω από όλα. Θεωρώ λάθος την αντιμετώπισή της από τους παίκτες. Αν μπορούσα και μου πρότειναν, θα έπαιζα και δωρεάν. Η ΚΟΕ άλλα έλεγε, άλλα έπραξε. Πρέπει όλοι να βοηθήσουμε την ομάδα να πάει στους Ολυμπιακούς. Ελπίζω στους προολυμπιακούς να πάμε με ψυχραιμία (σε αυτούς το άγχος είναι μεγαλύτερο από ό,τι στους Ολυμπιακούς), γιατί βλέπω πως θα λείψουν παίκτες μ’ εμπειρία» λέει.
Θεωρεί ότι η φουρνιά του 1988 είναι πολύ καλή. «Θέλει, φυσικά, δουλειά. Σε συνδυασμό με νεαρούς παίκτες της Εθνικής, πιστεύω ότι μπορούμε να έχουμε μια καλή ομάδα στο μέλλον. Θα υπάρξει, πάντως, μια περίοδος προσαρμογής και θα περάσουμε κάποια χρόνια στα οποία δεν θα πρέπει να περιμένουμε ιδιαίτερες διακρίσεις» τονίζει.
Ποιος είναι, όμως, ο Λούδης; Γεννήθηκε στις 24 Μαρτίου 1969. Αθλητισμό άρχισε στον ΠΑΟΚ, με ποδόσφαιρο και μπάσκετ. Το 1980 πήγε σε πισίνα εκμάθησης κολύμβησης. Του είπαν ότι δεν κάνει για το άθλημα, λόγω ηλικίας. Ο Ανέστης Σουμελίδης, ένας οδηγός ταξί (αδελφός του διαιτητή, Γιάννη), είχε μαγιό στο ταξί του και όποιο παιδί του φαινόταν κατάλληλο για πόλο το πήγαινε στον ΠΑΟΚ. Διέκρινε το ταλέντο του 11χρονου Κώστα και τον οδήγησε στο άθλημα. Μάλιστα, του έμαθε τα πρώτα μυστικά. Αγωνιστικά άρχισε το 1981. Ο Ούγγρος Σάροσι ήταν υπεύθυνος στο κλιμάκιο της Βόρειας Ελλάδας. Διεξάγονταν τα τουρνουά «Σάροσι». Σε αυτά πρωτόπαιξε. Πρώτος προπονητής του ήταν ο νυν διαιτητής Νίκος Αργυρός. Το 1985 κλήθηκε στην εθνική εφήβων. Από το 1985 έως και το 2004 ήταν ανελλιπώς μέλος των εθνικών ομάδων. Το 1988 ο Κούλης Ιωσηφίδης τον κάλεσε στην ανδρών, στην οποία έφτασε τις 501 συμμετοχές. Αγωνίσθηκε σε τέσσερις Ολυμπιακούς Αγώνες (1992, 1996, 2000, 2004), ισάριθμα πρωταθλήματα Κόσμου και οκτώ ευρωπαϊκά και πέντε παγκόσμια κύπελλα. Αναδείχθηκε 4ος στους Ολυμπιακούς του 2004, 6ος σε αυτούς του 1996, 4ος και 6ος στα παγκόσμια πρωταθλήματα του 2003 και του 2001, 4ος στο Ευρωπαϊκό του 1999, πήρε ασημένιο μετάλλιο στο παγκόσμιο κύπελλο του 1997 και χάλκινο στην παγκόσμια λίγκα του 2003. Τρία χρόνια έπαιξε στην ανδρική ομάδα του ΠΑΟΚ, 10 στον Ολυμπιακό, τέσσερα στον Παναθηναϊκό και πέντε στον Πανιώνιο. Με τον Ολυμπιακό κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα και ισάριθμα κύπελλα, έπαιξε στον τελικό του κυπέλλου Κυπελλούχων το 1998 με αντίπαλο την ουγγρική Φέρεντσβαρος, ενώ με τον Πανιώνιο έφθασε στους ημιτελικούς του Τροπαίου ΛΕΝ το 2004-05.
Εχει δύο κόρες, την Εύα (γεννήθηκε το 1998) και την Αναστασία (2000), που κολυμπούν στον Πανιώνιο και, ήδη, έχουν συλλέξει κύπελλα και μετάλλια.