Γιάννης Κυράστας: Σαν πρωταπριλιάτικο ψέμα

Γιάννης Κυράστας: Σαν πρωταπριλιάτικο ψέμα

7' 31" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Όταν ο Γιάννης Κυράστας έφυγε από τη ζωή την Πρωταπριλιά του 2004 σε ηλικία μόλις 52 ετών, πολλοί «έδεσαν» την αναγγελία της θλιβερής είδησης με το παραδοσιακό ψέμα της πρώτης μέρας του Απρίλη για να δώσουν δύναμη στην τραγικότητα της στιγμής κι ας ήταν πασιφανές ότι δεν θα μπορούσε να είναι φάρσα ένα τέτοιο γεγονός. 

Ήταν το τέλος μιας μεγάλης μάχης που έδωσε για να κρατηθεί στη ζωή, με όρους που θα μπορούσαν να ήταν πολύ καλύτεροι για τον ίδιο εάν έδινε μεγαλύτερη σημασία στα πρώτα συμπτώματα που τον είχαν προειδοποιήσει με τη μορφή κίτρινης κάρτας. Το πήρε όμως αψήφιστα στην αρχή, έχασε πολύτιμο χρόνο κι όταν κτύπησε για τα καλά το καμπανάκι του κινδύνου, ήταν πια πολύ αργά για να κερδίσει τη μάχη. 

Ο Γιάννης Κυράστας έπασχε από τη σπάνια νόσο Φουρνιέ, μια ασθένεια που προκαλεί νεκρωτική γάγγραινα και την κατάρρευση πολλών βασικών λειτουργιών του ανθρώπινου οργανισμού, ειδικά όταν δεν ξεκινήσει άμεσα η θεραπεία, με τα πρώτα συμπτώματα. Μπήκε στο νοσοκομείο αρχές Μαρτίου, στις 11 του μήνα υποβλήθηκε σε μια δύσκολη επέμβαση, πέρασε δύσκολα στην εντατική το πρώτο διάστημα, αλλά ήταν δυνατό σκαρί, άντεξε, ανέκτησε την επαφή με το περιβάλλον, αποσυνδέθηκε από τα μηχανήματα και φάνηκε να κερδίζει τη μάχη. Μια ξαφνική επιδείνωση, όμως, τον έστειλε ξανά στην εντατική στις 29 Μαρτίου και στις 5:30 το απόγευμα της Πρωταπριλιάς, δεκάδες φίλοι του που περίμεναν με αγωνία στο νοσοκομείο, άκουσαν πρώτοι τα θλιβερά μαντάτα. 

Η είδηση προκάλεσε σοκ στην κοινωνία του ποδοσφαίρου. Ο Κυράστας ήταν μια εμβληματική μορφή ως ποδοσφαιριστής, το κορυφαίο όνομα Έλληνα προπονητή εκείνη την εποχή και πάνω απ’ όλα ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, μια χαρισματική προσωπικότητα που εάν ερχόσουν σε επαφή μαζί του, ήταν αδύνατον να τον προσπεράσεις – κάτι σε τραβούσε να του ρίξεις και μια δεύτερη ματιά, να τον ακούσεις να σου μιλάει για μία ακόμα φορά. «Έφυγε» πριν κλείσει τα 52 του χρόνια, με την πικρή αίσθηση ότι είχε πάρα πολλά πράγματα να δώσει ακόμα στον κόσμο του ποδοσφαίρου που τον είχε μαγέψει από μικρό παιδί. 

Τα πρώτα του βήματα στο ποδόσφαιρο, ο Κυράστας τα έκανε με τη φανέλα του Ολυμπιακού, αν και φίλοι της παιδικής του ηλικίας λένε ότι από μικρός συμπαθούσε τον Παναθηναϊκό, ίσως επειδή ο πατέρας του ήταν φανατικός υποστηρικτής των «ερυθρολεύκων» κι αυτός όντας αντιδραστικός ως παιδί, ήθελε πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα, μεγαλώνοντας στον Πειραιά, σε μια περιοχή που ήταν η καρδιά της μεγάλης ομάδας του λιμανιού.  

Ο ίδιος έπαιζε ποδόσφαιρο για διασκέδαση και δεν είχε φανταστεί ότι θα δέσει τη ζωή του μ’ αυτό το άθλημα όταν ένας φίλος του τον πήγε να δοκιμαστεί στα «τσικό» του Ολυμπιακού. Άρεσε και τον κράτησαν, χωρίς να κάνει ιδιαίτερο θόρυβο με την παρουσία του μέχρι να έλθει από το πουθενά μια ευκαιρία που δεν την άφησε να πάει χαμένη. Σε ένα δίτερμα προπονητικού χαρακτήρα, η πρώτη ομάδα του Ολυμπιακού έπαιζε με τους «μικρούς». Ο Κυράστας δεν ήταν βασικός στη μικρή ομάδα, αλλά εκείνη τη μέρα υπήρχε μια κενή θέση στην άμυνα και μπήκε για να συμπληρώσει την ενδεκάδα. 

Ο προπονητής του Ολυμπιακού, Άλαν Άσμαν, εντυπωσιάστηκε και του ζήτησε από την επόμενη ημέρα κιόλας να κάνει προπονήσεις με τη μεγάλη ομάδα κι ας υπήρχαν στους «μικρούς» πολλοί άλλοι μπροστά του στη σειρά προτεραιότητας. Αυτό ήταν! Το νερό μπήκε στ’ αυλάκι και δεν ξαναγύρισε ποτέ πίσω. Ο Κυράστας που μέχρι τότε εργαζόταν ως ελαιοχρωματιστής γι’ αυτό και είχε το παρατσούκλι «μπογιατζής», άφησε σε δεύτερη μοίρα τη δουλειά του πατέρα του, αφιέρωσε περισσότερο χρόνο στο ποδόσφαιρο, δούλεψε πιο σκληρά για να βελτιώσει τις αδυναμίες του και περίμενε τις ευκαιρίες του. 

Η πρώτη του δόθηκε σε ένα φιλικό με την Μάντσεστερ Σίτι τον Απρίλιο του 1972, πριν κλείσει τα 20 του χρόνια. Έπαιξε ως δεξιός μπακ μπροστά σε 35 χιλ. φιλάθλους στο Καραϊσκάκη και είχε μια ικανοποιητική παρουσία. Το επίσημο ντεμπούτο του το έκανε σχεδόν 8 μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Αγωνίστηκε σε ένα παιχνίδι με την Καβάλα για το πρωτάθλημα και ουσιαστικά από τότε πήρε τη φανέλα… σπίτι του, κερδίζοντας τη θέση του βασικού δεξιού μπακ της ομάδας. 

Με τον Ολυμπιακό ο Κυράστας καθιερώθηκε και έζησε ημέρες δόξας. Φόρεσε τη φανέλα του σχεδόν για 9 χρόνια, υπήρξε αρχηγός του και παίκτης με μεγάλη επιρροή στ’ αποδυτήρια, όπου λόγω της ισχυρής προσωπικότητάς του είχε από μικρός επιβλητική παρουσία κι ας είχε γύρω του συμπαίκτες με πολύ μεγαλύτερη λάμψη και «όνομα». Έπαιξε με τον Ολυμπιακό 223 παιχνίδια, κατακτώντας 5 πρωταθλήματα και 3 Κύπελλα, σε μια δεκαετία «ερυθρόλευκης» κυριαρχίας έναντι του «αιωνίου αντιπάλου». 

Η απόφαση να διαβεί τον Ρουβίκωνα δεν ήταν εύκολη υπόθεση για τον Γιάννη Κυράστα όταν κλείνοντας οκταετία ως επαγγελματίας στον Ολυμπιακό απέκτησε το δικαίωμα να αλλάξει ομάδα, δέχθηκε μια πολύ δελεαστική πρόταση από τον Παναθηναϊκό. Είχε μεν μια συμπάθεια προς τους «πράσινους» από τη μικρή του ηλικία, αλλά είχε δεθεί με τον Ολυμπιακό, με τη φανέλα του οποίου κατέκτησε τίτλους ως αρχηγός του και έφτασε μέχρι την εθνική ομάδα. 

Ήταν τότε τα πρώτα χρόνια του επαγγελματικού ποδοσφαίρου στην Ελλάδα και οι ζυμώσεις της εποχής επέτρεψαν μετακινήσεις που παλαιότερα θεωρούνταν αδιανόητες: ο Δομάζος πήγε στην ΑΕΚ, οι Αντωνιάδης και Γραμμός στον Ολυμπιακό, ο Δεληκάρης στον Παναθηναϊκό. Υπήρχε μια νέα νοοτροπία, τα χρήματα που του προσέφερε ο Γιώργος Βαρδινογιάννης πολύ περισσότερα από την πρόταση ανανέωσης του Ολυμπιακού και έτσι αποφάσισε να περάσει το ποτάμι, χεράκι – χεράκι με μια άλλη εμβληματική φυσιογνωμία του Ολυμπιακού εκείνη την εποχή, τον Μάικ Γαλάκο. 

Στον Παναθηναϊκό ο Κυράστας ξαναγεννήθηκε. Ξεκίνησε ως δεξιός μπακ, αλλά η έμπνευση του Γιάτσεκ Γκμοχ να τον καθιερώσει στη θέση του λίμπερο, έδωσε νέα πνοή στην καριέρα του. Με τους «πράσινους» έπαιξε για μια πενταετία μέχρι τον Δεκέμβριο του 1986, όταν αποφάσισε να κρεμάσει τα παπούτσια του σε ηλικία 34 ετών μετά από μια νίκη 2-0 επί του Άρη, για να αφιερώσει περισσότερο χρόνο στις τρεις γυναίκες της ζωής του: τη σύζυγό του Ρούλα («θυσίασε» για την οικογένεια μια υποσχόμενη καριέρα ηθοποιού – ξεκίνησε από παιδάκι με το ρόλο της κόρης του Λάκη Κομνηνού και της Έλενας Ναθαναήλ στην ταινία «Ένα καλοκαίρι») και τις κόρες του, Εβελίνα (σύζυγο του Μιχάλη Κωνσταντίνου) και Βέρα.  

Με τον Παναθηναϊκό, ο Γιάννης Κυράστας κατέκτησε δύο πρωταθλήματα και 3 Κύπελλα, αλλά έζησε τη μεγαλύτερη περιπέτεια της καριέρας του, όταν έφτασε μαζί του ως τον ημιτελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1985, με αντίπαλο τη Λίβερπουλ. Έζησε έντονα τις στιγμές μαζί του, γι’ αυτό και το 1987 και ενώ είχε σταματήσει το ποδόσφαιρο, δήλωσε για πρώτη φορά δημόσια ότι συναισθηματικά ανήκει πλέον στην οικογένεια του Παναθηναϊκού. 

Το μικρόβιο του ποδοσφαίρου δεν μπορούσε να τον αφήσει ήσυχο και σύντομα μπήκε στη διαδικασία να γίνει προπονητής. Προς τιμήν του, ουδέποτε επιχείρησε να εξαργυρώσει το μεγάλο του όνομα ως παίκτης για να ανέβει σε πιο ψηλούς ορόφους χωρίς να πάρει τη σκάλα. Ενώ θα μπορούσε να ξεκινήσει από πολύ ψηλότερα και να αναλάβει ακόμα και επαγγελματική ομάδα, προτίμησε τα πρώτα του βήματα να τα κάνει στον ταπεινό Εθνικό Ελληνορώσων την περίοδο 1987-88. Μετά έκανε το… αγροτικό του στο Μεσολόγγι, την Προοδευτική, τον Πανιώνιο, τον Εθνικό, τον Παναργειακό και τον Πανηλειακό, μέχρι να δεχτεί το καλοκαίρι του 1999 την πρόταση του Γιώργου Βαρδινογιάννη να αναλάβει τον Παναθηναϊκό.  

Ήταν η εποχή που οι «πράσινοι» είχαν χάσει τα πρωτεία από τον Ολυμπιακό και η κίνηση του «καπετάνιου» να επιλέξει τον άπειρο σε αυτό το επίπεδο Γιάννη Κυράστα αντί για έναν εγνωσμένης αξίας ξένο προπονητή, θεωρήθηκε μεγάλο λάθος από το σύνολο του Τύπου, με χαρακτηριστικό το πρωτοσέλιδο της πολύ επιδραστικής εφημερίδας «Φίλαθλος» που έκανε λόγο για «ΛΕΥΚΗ ΠΕΤΣΕΤΑ». Η συνέχεια, βέβαια, διέψευσε πανηγυρικά τις Κασσάνδρες. Ο Παναθηναϊκός του Κυράστα έπαιξε καταπληκτικό ποδόσφαιρο και παρότι δεν πήρε τίτλο για λόγους που ακόμα και μικρά παιδιά μπορούσαν να καταλάβουν, ψηφίστηκε καλύτερη ομάδα του πρωταθλήματος και ο ίδιος κορυφαίος προπονητής του. 

Παρ’ όλα αυτά, οι νέες εσωτερικές ισορροπίες στον Παναθηναϊκό τον έφεραν να περνάει την πόρτα της εξόδου της Παιανίας μαζί με τον Γιώργο Βαρδινογιάννη, για να συνεχίσει για έναν χρόνο στον Ηρακλή όπου πήρε «λευκή επιταγή» από τον Βαγγέλη Μυτιληναίο για να βοηθήσει τον «γηραιό» να ανέβει επίπεδο και να ανταγωνιστεί τους «μεγάλους». Ήταν ένα εγχείρημα που ήθελε πολύ χρόνο σε μια χώρα που δεν έχει υπομονή, γι’ αυτό και ένα χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 2001, ο Κυράστας επέλεξε να επιστρέψει στον αγαπημένο του Παναθηναϊκό που προσπαθούσε να βρει ένα σημείο αναφοράς για να ξαναπάρει τα πρωτεία. 

Η δεύτερη θητεία του στους «πράσινους» ήταν πολύ σύντομη. Με πολύ αιχμηρές και συνεχόμενες αναφορές στο σύστημα της «παράγκας» που εξακολουθούσε να ελέγχει τα πάντα, ο Κυράστας παραιτήθηκε από τον Παναθηναϊκό τον Δεκέμβριο του 2001 μετά από μια ήττα από τον ΠΑΟΚ στη Λεωφόρο, λέγοντας ότι ήλθε ο καιρός να απολαύσει την οικογένειά του και το ψάρεμα που τόσο πολύ αγαπούσε.  

Κι αυτή τη φορά το είπε και το έκανε. Έμεινε εκτός ποδοσφαίρου για δύο περιόδους και εκεί που άρχιζε να ετοιμάζει το έδαφος για τη μεγάλη επιστροφή, η ζωή αποφάσισε αλλιώς. Δεν είχε γι’ αυτόν καλύτερα σχέδια παρά μόνο το αποχαιρετιστήριο σύνθημα των οπαδών του Παναθηναϊκού όταν μερικές εβδομάδες μετά το «ταξίδι» του, η ομάδα κατακτούσε έπειτα από επτά χρόνια ανομβρίας το πρωτάθλημα: «Αυτή η κούπα να φτάσει στ’ άστρα, για τον Γιάννη τον Κυράστα»!

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή