Αν και στον κόσμο του ποδοσφαίρου είναι αποδεδειγμένο διαχρονικά ότι η χημεία παίζει πολύ πιο σημαντικό ρόλο από τα μαθηματικά, οι αριθμοί έχουν τη δική τους δυναμική και αιχμαλωτίζουν πιο εύκολα τα μυαλό και το μάτι. Είναι αμέτρητες οι αποτυχημένες προσπάθειες ομάδων που προσπάθησαν να κερδίσουν μπόι πατώντας πάνω σε τσουβάλια με λεφτά αλλά κατέρρευσαν, ενώ είναι πολλά τα παραδείγματα ομάδων με πολύ μικρή τσέπη που τρύπησαν το ταβάνι τους, τα έβαλαν με τα «θηρία» και θριάμβευσαν!
Σε κάθε περίπτωση, έτσι όπως είναι δομημένο το ποδόσφαιρο στη σύγχρονη εποχή, τα χρήματα είναι πιο απαραίτητα από ποτέ για να κτιστούν ομάδες ικανές να ανέβουν στα πιο ψηλά πατώματα. Κι αν κάποια στιγμή καταφέρει να ξεφυτρώσει ανάμεσά τους κάποια άλλη χωρίς αντίστοιχο εκτόπισμα στο ταμείο της, το σίγουρο είναι ότι θα σκάσει σαν φωτοβολίδα και γρήγορα θα σβήσει η λάμψη της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η «ταπεινή» Ελλάδα που κατέκτησε το Euro το 2004 χωρίς παίκτες με υψηλή χρηματιστηριακή αξία, αλλά πολύ γρήγορα μάζεψε τα πόδια της μέχρι εκεί που έφτανε το πάπλωμά της.
Το δέσιμο και η καλή συνεργασία που δίνει η «χημεία» σε μια ομάδα, είναι ο μόνος τρόπος για να καλυφθεί η απόσταση με άλλες που διαθέτουν πολύ περισσότερο χρήμα. Το ιδανικό, βέβαια, είναι να «παντρευτούν» η χημεία με τα μαθηματικά. Αν οι πλούσιες ομάδες, με τους σπουδαίους παίκτες και τους μεγάλους προπονητές, βρουν τρόπο να τους ταιριάξουν ποδοσφαιρικά όλους αυτούς μέσα στο γήπεδο, τότε αλλάζουν πολύ πιο εύκολα… πίστα και μπορούν να σταθούν ανταγωνιστικές στο πιο υψηλό επίπεδο, σε πιο μόνιμη βάση και όχι περιστασιακά.
Τα αποτελέσματα είναι μια σειρά αριθμών που κρίνουν αγωνιστικά μια προσπάθεια και ξεχωρίζουν στο τέλος της ημέρας τους (κάθε επιπέδου) νικητές από τους ηττημένους. Με την ψυχρή λογική των αριθμών, μπορείς πιο εύκολα να κάνεις τον διαχωρισμό και να μοιράσεις τα αγωνιστικά βραβεία, τα οποία φέρνουν άμεσα και νέες χρηματιστηριακές αποτιμήσεις. Ομάδες που πετυχαίνουν αυξάνουν τα έσοδα και την αξία τους, ενώ σε επίπεδο ποδοσφαιριστών επηρεάζεται ανάλογα και η δική τους αποτίμηση στο ποδοσφαιρικό χρηματιστήριο. Επειδή όμως υπάρχει και το ατομικό στοιχείο, οι προσωπικές επιτυχίες και στατιστικές είναι αυτές που καθορίζουν περισσότερο την αξία των παικτών και διαμορφώνουν την τιμή τους στα επόμενα συμβόλαια.
Συνήθως λέμε ότι η αγορά «μιλάει» και καθορίζει τα οικονομικά μεγέθη ομάδων και ποδοσφαιριστών, πολύ συχνά με έναν τρόπο που δεν γίνεται εύκολα κατανοητός. Πάντα υπάρχουν «φούσκες», δηλαδή ομάδες και παίκτες υπερεκτιμημένοι οικονομικά, όπως αντίστοιχα, υπάρχουν πολύ άλλοι υποτιμημένοι, με χρηματιστηριακή αξία πολύ μεγαλύτερη από αυτή που απεικονίζεται στα χαρτιά. Σε πολλές περιπτώσεις η αγωνιστική αξία συμβαδίζει με τη χρηματιστηριακή, πολύ συχνά όμως υπάρχουν ανισορροπίες που κάποιες φορές τις «διορθώνει» η αγορά, κάποιες άλλες όχι.
Ο «μπούσουλας» του transfermarkt
Η εξειδικευμένη στον χώρο του ποδοσφαίρου ιστοσελίδα transfermarkt κάνει τέτοιου είδους χρηματιστηριακές αποτιμήσεις και αποτελεί για τον μέσο φίλαθλο «μπούσουλα», αν και συχνά ο τρόπος που ανεβάζει ή κατεβάζει τις τιμές παικτών και ομάδων είναι αυθαίρετος και αμφιλεγόμενος. Οι διαψεύσεις, προς τα πάνω ή προς τα κάτω, έρχονται συχνά από την ίδια την αγορά, όταν οι μετακινήσεις κάποιων παικτών γίνονται σε τιμές πολύ διαφορετικές από αυτές που αναφέρει η ιστοσελίδα. Συνήθως, όμως, πιάνει τον σφυγμό της αγοράς και σε γενικές γραμμές δίνει μια πρώτη ιδέα για τη θεωρητικά αξία των ποδοσφαιριστών. Και όχι μόνο των γνωστών, αλλά ακόμα και αυτών που δεν είναι αναγνωρίσιμοι στο ευρύ κοινό.
Κάνοντας μια αποτίμηση του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, η ιστοσελίδα transfermarkt κατατάσσει φέτος τη Σούπερ Λιγκ 1 στην 11η θέση των πλουσιότερων ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων. Ξαφνιάζει αυτό όχι μόνο επειδή η Ελλάδα είναι πολύ πιο χαμηλά αγωνιστικά στο ranking της UEFA (19η), αλλά κυρίως επειδή υπάρχει η αίσθηση ότι έχει ένα υποβαθμισμένο ποιοτικά πρωτάθλημα, με ελάχιστους (και υποτιμημένους) Ελληνες παίκτες και β’ διαλογής ξένους ποδοσφαιριστές.
Στην πραγματικότητα, αυτή η μακιγιαρισμένη εικόνα του ελληνικού ποδοσφαίρου που ειδικά τα τελευταία χρόνια δεν έχει κάποιες αγωνιστικές επιτυχίες να επιδείξει, οφείλεται στο ελληνικό μοντέλο διαχείρισης που απαιτεί να μη λειτουργούν οι ομάδες μας με τη λογική «έσοδα – έξοδα» όπως γίνεται στις περισσότερες χώρες της προηγμένης ποδοσφαιρικά Ευρώπης.
Για τον μέσο Ελληνα φίλαθλο, ο «καλός πατερούλης» πρόεδρος-ιδιοκτήτης μιας ομάδας είναι υποχρεωμένος να βάζει βαθιά το χέρι στην τσέπη και να ξοδεύει πολύ περισσότερα χρήματα απ’ όσα βγάζει η ίδια από τις επιτυχίες της, τους χορηγούς της, τις πωλήσεις της, τα εισιτήρια της κ.λπ. κ.λπ.
Ανεξάρτητα από το πόσο επιτυχημένες αποδεικνύονται στην πράξη οι κάθε λογής επενδύσεις των ελληνικών ομάδων στο μεταγραφικό παζάρι, ξοδεύεται κάθε χρόνο αρκετό χρήμα σε σχέση με την τσέπη τους.
Η 11η θέση στη σχετική λίστα δεν ξαφνιάζει, ακριβώς επειδή οι ιδιοκτήτες κυρίως των 4-5 «μεγάλων» ομάδων της χώρας ξοδεύουν κάθε χρονιά πολύ περισσότερα απ’ όσα είναι τα έσοδά τους. Το πόσο σοφά τα ξοδεύουν, βέβαια, είναι άλλη (και πολύ μεγάλη) κουβέντα που δεν είναι της παρούσης…
5 ομάδες στα 323,68 εκατ. ευρώ και όλες οι άλλες μαζί 97,5 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με το transfermarkt, η αξία της Σούπερ Λιγκ 1 αποτιμάται σε 421,63 εκατ. ευρώ, κατά μέσο όρο δηλαδή κάτι παραπάνω από 30 εκατ. ευρώ για καθεμία από τις 14 ομάδες της.
Από μόνο του αυτό το νούμερο μοιάζει πολύ υπερβολικό και δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, ακόμα κι αν κάνουμε τον διαχωρισμό των «μεγάλων» ομάδων από τις μικρότερες. Ο Ολυμπιακός εμφανίζεται με χρηματιστηριακή αξία 115,2 εκατ. ευρώ, η ΑΕΚ με 61,45, ο ΠΑΟΚ με 60,8, ο Παναθηναϊκός με 57,15 και ο Αρης με 29,08 εκατ. ευρώ.
Συνολικά αυτές οι 5 ομάδες αποτιμώνται στα 323,68 εκατ. ευρώ και όλες οι άλλες μαζί στα 97,5 εκατ. ευρώ. Υπάρχει μια υποχώρηση σε σχέση με την περσινή περίοδο όταν η αποτίμησή τους ήταν στα 452,83 εκατ., αυξημένη αρκετά πάντως σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια που ήταν 398,94 εκατ. την περίοδο 2021/22 και 388,2 εκατ. το 2020/21.
Η ιστοσελίδα θεωρεί πιο ακριβό παίκτη τον Ποντένσε με 20 εκατ. ευρώ αλλά την διαψεύδει η ίδια η αγορά: ο Πορτογάλος ήλθε δανεικός στον Ολυμπιακό με ενοίκιο μικρότερο των 2 εκατ. τον χρόνο και οψιόν αγοράς για το επόμενο καλοκαίρι κάτω από τα 5 εκατ. ευρώ.
Ολα αυτά είναι σχετικά, βέβαια, καθώς κάθε χρονιά υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με την αγωνιστική παρουσία κάθε παίκτη και το ενδιαφέρον που υπάρχει για την περίπτωσή του, αρκεί να μην είναι… φιλολογικό αλλά να μετουσιώνεται σε καθαρές προτάσεις.
Με βάση την ίδια ιστοσελίδα, το πιο ακριβό πρωτάθλημα του κόσμου είναι το αγγλικό με αποτίμηση 10,42 δισεκατομμύρια ευρώ και ακολουθούν το ισπανικό (4,66 δισ.), το ιταλικό (4,58 δισ.), το γερμανικό (3,97 δισ.), το γαλλικό (3,48 δισ.), το πορτογαλικό (1,26 δισ.) και το τουρκικό (1,17 δισ.)! Μεγάλα ποσά που έχουν ξεφύγει και μπορεί κάποια στιγμή να δημιουργήσουν απότομη «διόρθωση» με όρους χρηματιστηρίου σύμφωνα με το καλό σενάριο ή ένα καταστροφικό «κραχ» σύμφωνα με το χειρότερο…