Μαλντίνι στην Ιταλία σημαίνει… ποδόσφαιρο

Μαλντίνι στην Ιταλία σημαίνει… ποδόσφαιρο

5' 18" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μόλις πριν από λίγες ημέρες, στις 3 Απριλίου, το ιταλικό και κατ’ επέκταση το παγκόσμιο ποδόσφαιρο αποχαιρέτισαν μία σπουδαία προσωπικότητα του αθλήματος. Ο Τσέζαρε Μαλντίνι σε ηλικία 84 ετών άφησε την τελευταία του πνοή στο Μιλάνο, εκεί όπου διέπρεψε ως παίκτης, βοήθησε ως προπονητής, δούλεψε ως εργάτης του ποδοσφαίρου και ένιωσε όλη την ευλογία που μπορεί να νιώσει ένας πατέρας όταν βλέπει τον γιο του να τον ξεπερνά. Ο… νεαρός Πάολο το κατάφερε, ταυτίζοντας ακόμη περισσότερο το όνομα Μαλντίνι με την ιστορία ενός τεράστιου συλλόγου, όπως η Μίλαν.

Ο Τσέζαρε Μαλντίνι γεννήθηκε στην Τεργέστη στις 5 Φεβρουαρίου 1932 και μεγάλωσε κυρίως δίπλα στη μητέρα του, Μαρία, καθώς ο πατέρας του, Αλμπίνο, ήταν ναυτικός και έλειπε συχνά από το σπίτι. Το ποδόσφαιρο ήταν η χαρά του Τσέζαρε και «σαλπάροντας» από την Τεργέστη, το 1952, ξεκίνησε ένα μακρύ ταξίδι. Επειτα από μόλις δύο χρόνια στην τοπική Τριεστίνα, όπου έκανε το ντεμπούτο του, πήρε μεταγραφή για τη Μίλαν. Η αρχική του θέση ήταν δεξιός μπακ, αλλά σύντομα καθιερώθηκε σε αυτή του λίμπερο.

Στο Μιλάνο, ο Μαλντίνι εντάχθηκε σε έναν σύλλογο γεμάτο από σπουδαίες προσωπικότητες. Ηταν η Μίλαν που είχε γίνει ξακουστή λόγω της σουηδικής τριπλέτας Γκρε-Νο-Λι (Γκρεν, Νόρνταλ, Λίντχολμ), του Σκιαφίνο, του Ζαγκάτι. Σήκωσε αμέσως το βάρος της φανέλας των «ροσονέρι» και έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της ομάδας που στέφθηκε πρωταθλήτρια Ευρώπης το 1963, στο Γουέμπλεϊ, κόντρα στην Μπενφίκα (2-1), κερδίζοντας και τέσσερα πρωταθλήματα Ιταλίας. Στη Μίλαν αγωνίστηκε για 12 συναπτά έτη και έκλεισε την καριέρα του στην Τορίνο το 1967, σε ηλικία 35 ετών.

Στη δεκαπενταετή του πορεία κλήθηκε 14 φορές στην Εθνική Ιταλίας, παίρνοντας μέρος στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Χιλής το 1962. Εκεί, η «σκουάντρα ατζούρα» αποκλείστηκε πρόωρα και απρόσμενα από την πρώτη φάση της διοργάνωσης, «πληρώνοντας» την ήττα από την οικοδέσποινα Χιλή σε ένα από τα πιο σκληρά και βάρβαρα ματς στην ιστορία του ποδοσφαίρου: τη μάχη του Σαντιάγο (2 Ιουνίου 1962, Χιλή – Ιταλία 2-0). Σε εκείνη την αναμέτρηση ο Μαλντίνι είχε μείνει στον πάγκο.

Οταν αποσύρθηκε από την ενεργό δράση, συνέχισε από τους πάγκους να κάνει αυτό που έκανε τόσα χρόνια μέσα στα γήπεδα. Οσο έπαιζε ήταν ένας καθοδηγητής, όχι μόνο της άμυνας, αλλά ολόκληρης της ομάδας και επόμενο ήταν να λάβει εύκολα την απόφαση να ακολουθήσει την προπονητική καριέρα. Και σε αυτή την περίπτωση στάθηκε τυχερός, αφού «θήτευσε» από το 1970 έως το 1972, δίπλα σε μία άλλη μεγάλη προσωπικότητα του συλλόγου, τον Νερέο Ρόκο. Το 1972 βούτηξε στα βαθιά αναλαμβάνοντας τα ηνία του συλλόγου και, άμεσα, κατέκτησε το Κύπελλο Κυπελλούχων και το Κύπελλο Ιταλίας. Η δεύτερη απογοητευτική χρονιά του, τον οδήγησε στην πόρτα της εξόδου για να τον διαδεχθεί ο Τζιοβάνι Τραπατόνι.

Τα επόμενα προπονητικά του βήματα έγιναν σε πιο χαμηλό επίπεδο, στη Φότζια, την Τερνάνα και την Πάρμα την οποία οδήγησε από την Γ΄ κατηγορία της Ιταλίας στην Β΄. Ολα αυτά μέχρι το 1980, όταν άνοιξε ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο της ζωής του: η Εθνική Ιταλίας.

Τη «σκουάντρα ατζούρα» μπορεί να μην την υπηρέτησε με μεγάλη επιτυχία ως παίκτης, αλλά το έκανε ως προπονητής και μάλιστα για 18 χρόνια, πότε στα τμήματα υποδομής, πότε ως βοηθός και πότε ως πρώτος ομοσπονδιακός τεχνικός.

Μεγάλωσε μια σπουδαία γενιά

Η πρώτη επαφή με την Εθνική Ιταλίας έγινε το 1980, με τον Τσέζαρε Μαλντίνι να αναλαμβάνει πόστο δίπλα στον Εντζο Μπεαρζότ. Στο Μουντιάλ της Ισπανίας, το 1982, η «σκουάντρα ατζούρα» πέτυχε κάτι που έμοιαζε ακατόρθωτο, καθώς από τη θέση του μεγάλου αουτσάιντερ κατέκτησε το τρόπαιο, αφήνοντας εκτός τη Βραζιλία στη δεύτερη φάση του τουρνουά και επικρατώντας της Δυτικής Γερμανίας στον τελικό.

Εμεινε στο τεχνικό επιτελείο της Εθνικής ανδρών μέχρι το 1986, όταν και ανέλαβε την ομάδα κάτω των 21 ετών. Η δουλειά του με τα πιτσιρίκια της Ιταλίας είχε τόσο άμεσα, όσο και μακροπρόθεσμα οφέλη. Κατέκτησε τρεις συνεχόμενες φορές το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα (1992, 1994, 1996) και έπλασε μια γενιά ποδοσφαιριστών που όμοιά της δεν έχει ξαναδεί η Ιταλία. Αντζελο Περούτσι, Ντεμέτριο Αλμπερτίνι, Τζουζέπε Φαβάλι, Φραντσέσκο Τόλντο, Φάμπιο Καναβάρο, Κριστιάν Πανούτσι, Φίλιπο Ιντσάγκι, Κριστιάν Βιέρι, Τζίτζι Μπουφόν, Φραντσέσκο Τότι, Αλεσάντρο Νέστα, Αλέσιο Τακινάρντι, Μάρκο Ντελβέκιο, Νταμιάνο Τομάσι, Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο και φυσικά, ο υιός Μαλντίνι, ο Πάολο, είναι τα μεγαλύτερα αστέρια που «ανδρώθηκαν» υπό τις οδηγίες του Τσέζαρε.

Η προπονητική τακτική του Μαλντίνι ήταν συνυφασμένη με τις παραστάσεις του ως παίκτης. Η αγαπημένη του κίνηση ήταν να βάζει έναν παίκτη σαν τον… εαυτό του στη θέση του λίμπερο για να «μαζεύει» τις φάσεις που ξέφευγαν από τα δύο σέντερ μπακ. Μπορεί η μόδα στα τέλη του 20ού αιώνα να υποχρέωνε τις ομάδες στην πιο μοντέρνα άμυνα ζώνης, ωστόσο, ο Μαλντίνι επέμενε στην παλιά δοκιμασμένη τακτική των τριών κεντρικών αμυντικών. Συνήθως, σε ρόλο Τσέζαρε Μαλντίνι, τόσο στην Εθνική όσο και μετέπειτα στη Μίλαν, ήταν ο Πάολο Μαλντίνι ο οποίος -όπως και ο πατέρας του- ξεκίνησε στα πλάγια της άμυνας (αριστερά) αλλά καθιερώθηκε και αυτός στη θέση του λίμπερο.

Στις υπηρεσίες της Μίλαν και της Εθνικής

Η μεγάλη του πρόκληση ήρθε το 1998 όταν ανέλαβε την Ιταλία στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας. Η «σκουάντρα ατζούρα» έφθασε αήττητη στους προημιτελικούς αλλά εκεί συνάντησε την οικοδέσποινα χώρα και μετέπειτα παγκόσμια πρωταθλήτρια από την οποία ηττήθηκε στα πέναλτι με μοιραίο παίκτη τον Λουίτζι Ντι Μπιάτζιο. Ο Μαλντίνι δέχθηκε σκληρότατη κριτική από τα ιταλικά ΜΜΕ, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί.

Κατηγορήθηκε για το παλιομοδίτικο «3-5-2», για τον αποκλεισμό του Τζιανφράνκο Τζόλα από την αποστολή, αλλά και για τη μη ταυτόχρονη χρησιμοποίηση των Ρομπέρτο Μπάτζιο και Αλεσάντρο Ντελ Πιέρο στην επίθεση.

Η παραίτησή του από τη θέση του ομοσπονδιακού τεχνικού τον έφερε ως αρχισκάουτερ της Μίλαν το 1999, ενώ το 2001 κάθισε ξανά στον πάγκο της αγαπημένης του ομάδας έπειτα από 27 χρόνια, διαδεχόμενος τον Αλμπέρτο Τζακερόνι. Η χρονιά ήταν απογοητευτική για τους «ροσονέρι», οι οποίοι, όμως, σημείωσαν στις 11 Μαΐου μία από τις σπουδαιότερες νίκες της ιστορίας τους. Στο «Ντέρμπι ντέλα Μαντονίνα» η Μίλαν συνέτριψε την Ιντερ με 6-0, σημειώνοντας τη μεγαλύτερη σε έκταση νίκη της κόντρα στη συγκάτοικό της.

Επόμενος σταθμός του, σε ηλικία 70 ετών, ήταν η Παραγουάη την οποία καθοδήγησε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002 στην Ιαπωνία και τη Νότιο Κορέα.

Πέρασε ξανά από τη φάση των ομίλων αλλά έπεσε πάνω στη Γερμανία από την οποία αποκλείστηκε με γκολ του Ολιβερ Νόιβιλ στο 88΄.

Ο κύκλος του στους πάγκους είχε κλείσει και η μοίρα τον ήθελε ξανά στη Μίλαν όπου για μία ακόμη φορά ανέλαβε τον ρόλο του αρχισκάουτερ. Απολάμβανε πάντα τον σεβασμό φίλων και αντιπάλων, καθώς αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες μορφές του ιταλικού ποδοσφαίρου.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή