Οι «ισχυροί» του πρωταθλήματος επενδύουν στους ξένους παίκτες

Οι «ισχυροί» του πρωταθλήματος επενδύουν στους ξένους παίκτες

3' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οσο πιο ψηλά ατενίζει κανείς, τόσο πιο αχνό διαγράφεται το γαλανόλευκο χρώμα σε ένα πρωτάθλημα που έτσι όπως πάει, μάλλον κατ’ ευφημισμόν θα χαρακτηρίζεται σε λίγα χρόνια «ελληνικό». Σε επίπεδο κορυφής, οι Ελληνες παίκτες λιγοστεύουν ολοένα και περισσότερο, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Παναθηναϊκό και τον Ολυμπιακό, τις δύο πιο ισχυρές ομάδες στην Ελλάδα διαχρονικά. Ούτε πολλοί είναι οι γηγενείς παίκτες τους ούτε και πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν. Υπάρχουν περισσότερο για να συμπληρώνουν το ρόστερ και να καλύπτουν τους περιορισμούς που θέτει η ΟΥΕΦΑ στις λίστες των ευρωπαϊκών διοργανώσεων. Είναι ένα φαινόμενο των καιρών αυτό, όχι αποκλειστικά ελληνικό. Η παγκοσμιοποίηση του ποδοσφαίρου έχει γκρεμίσει τα σύνορα και τα τελευταία είκοσι χρόνια, ελέω του περίφημου «νόμου Μποσμάν», το φαινόμενο αυτό έχει αλλοιώσει τον εθνικό χαρακτήρα των ευρωπαϊκών πρωταθλημάτων, κυρίως των πιο πλούσιων, αυτών που οι ομάδες τους έχουν την οικονομική δυνατότητα να φτιάχνουν πιο ισχυρά ρόστερ με ξένα «υλικά».

Οι αριθμοί δείχνουν πως το φαινόμενο αγγίζει κυρίως τις ομάδες κορυφής και όχι τόσο αυτές που βρίσκονται σε πιο χαμηλό επίπεδο, αγωνιστικά και οικονομικά. Αν και τα ρόστερ των 16 ομάδων της Σούπερ Λίγκας δεν έχουν διαμορφωθεί ακόμα και καθημερινά θα υπάρχουν διαφοροποιήσεις μέχρι τα τέλη Αυγούστου, στα ψηλά πατώματα το ξένο στοιχείο είναι πολύ πιο έντονο: ο Παναθηναϊκός έχει 20 ξένους, ο Ολυμπιακός 16, ο ΠΑΟΚ 17, η ΑΕΚ 11, αλλά με αυξητικές τάσεις μιας και όλοι τους ψάχνονται στις ξένες αγορές για ενισχύσεις της τελευταίας στιγμής. Πιο κάτω τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα. Ο Ατρόμητος και η Ξάνθη έχουν από 9 ξένους, ο ΠΑΣ Γιάννενα 7, ο Αστέρας Τρίπολης 12, ο Παναιτωλικός 14, η Βέροια 15, ο Πλατανιάς 10, η Κέρκυρα 13, η Λάρισα 8, ο Ηρακλής 6 και Λεβαδειακός από 6, ο Πανιώνιος μόλις 4.

Ως γενική εικόνα, οι αριθμοί αυτοί δεν είναι απογοητευτικοί. Υπάρχουν άλλα πρωταθλήματα, στη Δυτική Ευρώπη κυρίως, όπου το ξένο στοιχείο είναι ακόμα πιο έντονο. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο καθρέφτης κάθε πρωταθλήματος είναι οι δυνατές του ομάδες, αυτές που αγωνίζονται συχνά στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Αυτές «διαφημίζουν» το ελληνικό ποδόσφαιρο, αυτές θεωρητικά θα έπρεπε να έχουν τον «ανθό» των Ελλήνων παικτών κι αυτές θα έπρεπε να είναι ο βασικός τροφοδότης της Εθνικής μας. Κι αυτές οι ομάδες έχουν σχεδόν πάντα πρώτη επιλογή τους ξένους ποδοσφαιριστές, ενώ τους Ελληνες για πιο δεύτερο ρόλο, για να γεμίζουν το ρόστερ τους και να χρησιμοποιούνται περισσότερο ως εναλλακτικές λύσεις.

Τα επιχειρήματα που αιτιολογούν αυτή την πολιτική είναι κατά βάση δύο: η ελληνική αγορά δεν προσφέρει αρκετούς παίκτες ικανούς να στελεχώσουν μια ομάδα ανταγωνιστική σε ευρωπαϊκό επίπεδο και είναι συνήθως πιο ακριβή από την ξένη, κυρίως για τις μικρομεσαίες ομάδες. Οντως, οι επιλογές από την ελληνική αγορά σε επίπεδο κορυφής είναι πιο περιορισμένες τα τελευταία χρόνια γιατί οι λίγοι ποιοτικοί παίκτες που αναδεικνύονται μέσω του πρωταθλήματος, προτιμούν να υπογράφουν συμβόλαια με μικρομεσαίες ομάδες καλύτερων ξένων πρωταθλημάτων παρά να δοκιμάσουν την τύχη τους στις ελληνικές ομάδες κορυφής, όπου ο ανταγωνισμός δίνει συνήθως περισσότερες ευκαιρίες στους ξένους. Και όσον αφορά στο οικονομικό σκέλος, αν βγάλουμε από την εξίσωση τους ξένους ποδοσφαιριστές από τα πιο ψηλά ράφια της αγοράς που είναι ποιοτικοί και δικαιολογημένα πιο ακριβοί, πιο φτηνά στοιχίζει στις ομάδες ένας καλός ελεύθερος ξένος ποδοσφαιριστής παρά η μεταγραφή ενός ανερχόμενου Ελληνα.

Η οικονομική κρίση ανάγκασε αρκετές ομάδες να ρίξουν μεγαλύτερο βάρος στα τμήματα υποδομής τους και να δώσουν περισσότερο χρόνο σε Ελληνες παίκτες. Η μετάβαση δεν έγινε με ομαλό τρόπο και παρότι σε βάθος χρόνου βοήθησε να συρρικνωθούν οι παχυλοί προϋπολογισμοί της περασμένης δεκαετίας, δεν αποδείχθηκε πετυχημένη αγωνιστικά. Ακόμα και οι ομάδες κορυφής, πόσο μάλλον οι μικρομεσαίες, έχουν χαμηλότερο ταβάνι σε σχέση με τις προηγούμενες φουρνιές τους, όπως φαίνεται, άλλωστε, από την κατρακύλα της χώρας μας στην ειδική βαθμολογία της ΟΥΕΦΑ. Η χαμηλότερη ποιότητα αντανακλάται και στην εθνική μας ομάδα, εν μέρει όμως γιατί ο κορμός της αποτελείται κυρίως από Ελληνες που αγωνίζονται στο εξωτερικό.

Για να υπάρξουν καλύτερες προοπτικές για το ελληνικό ποδόσφαιρο, η αλλαγή πολιτικής σε όλα τα επίπεδα μοιάζει επιβεβλημένη. Η ιστορία έχει δείξει ότι όσες ομάδες μας έχουν διακριθεί έξω από τα σύνορα σε συλλογικό επίπεδο, πάντα είχαν ελληνικό κορμό και λιγότερες, αλλά ποιοτικές, προσθήκες από την ξένη αγορά. Το μοντέλο αυτό έχει αποδειχθεί πολύ επιτυχημένο στο μπάσκετ, όπου ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός έχουν σταθερά μεγάλες επιτυχίες στην Ευρώπη έχοντας μια καλή ισορροπία στο ρόστερ τους, με βάση Ελληνες παίκτες και ενίσχυση από ποιοτικούς ξένους.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή