Κοντά στην Ομόνοια, εκεί στις στοές, είχε στις αρχές της κρίσης, διάφορους κομπογιαννίτες. Θεραπευτικά βότανα, κιτς καντηλάκια, αστρομαντεία, βίβλοι και σέχτες και είχε και μια «ομάδα» που μετρούσε το στρες των περαστικών. Ηταν λίγο σαν αυτούς στο Σύνταγμα –«μπορώ να σας κάνω μια ερώτηση;»– που λειτουργούν σαν δείκτες για το εάν όντως μένεις εδώ και άρα έχεις μάθει να αγνοείς ένα κύμα άκυρων ερεθισμάτων μέχρι να φτάσεις στον προορισμό σου. Εγώ είχα καθίσει και τους είχα μιλήσει τότε. Είχαν το γυαλιστερό βιβλίο τους, με τη σαφή κοσμοθεωρία τους σε γραμματοσειρά 14, και ένα μηχάνημα μετρήσεων που έμοιαζε με πείραμα Φυσικής τεμπέλη μαθητή.
Τους σκέφτηκα τις προάλλες, γιατί έγινε βάιραλ μια εικόνα που έδειχνε τις «πιο στρεσογόνες χώρες της Ευρώπης». Μου άναψαν τα λαμπάκια, γιατί όταν βλέπω έρευνες του στυλ «δείτε τις πιο», έχω μια ενστικτώδη αντίδραση. Δεν είμαι καμία στατιστικολόγος, ούτε καν επιστήμονας, αλλά από τα λίγα που ξέρω από τη λογοτεχνία φοβάμαι τις χοντρές γενικεύσεις. Ζούμε στην ίδια Αθήνα όσοι δεν οδηγούμε μ’ αυτούς που οδηγούν; Από τα λίγα που ακούω, μάλλον όχι, αυτοί που οδηγούν ζουν σε κάποιου είδους κόλαση, το στόμα τους δεν ησυχάζει όταν κάποιος δώσει το παρασύνθημα «Πάρκινγκ στο Παγκράτι», «Κηφισίας», «Βουλιαγμένης πρωί».
Την έρευνα, λέει, την έκανε μια CBDoile.nl – τρέχα γύρευε. CBD είναι τα φυτικά προϊόντα κάνναβης-λάδια, κάψουλες κ.λπ. – και παρόλο που είμαι υπέρ όχι μόνο των φαρμακευτικών αλλά και όλων των άλλων χρήσεων της κάνναβης, νιώθω μια καχυποψία όταν μια εταιρεία που πουλάει παραπροϊόντα χαλαρωτικής ουσίας κάνει έρευνα (;) για το στρες.
Μετά, είναι αυτό το φετίχ που έχουμε με το αυτομαστίγωμα. Δεν πρόλαβε να βγει αυτό το πράγμα και κάποιοι το φόρεσαν ως τίτλο τιμής πλάι σε άλλες ντροπιαστικές πρωτιές του έθνους. Σπανίως κάποιος μένει κάπου και κακολογεί τόσο πολύ το μέρος όπου ζει. Περπατάς στους δρόμους της πόλης και λούζεσαι φαντασίωση. Στη Γερμανία είναι παντού καθαρά και τα τρένα δεν αργούν ποτέ. Στην Ισπανία ο κόσμος κοιμάται το μεσημέρι. Εν μέρει όλα τα κλισέ έχουν μέσα αλήθεια και γι’ αυτό είναι διασκεδαστικά, αλλά συνήθως ταΐζουν τη γνωστή ανάγκη που μας κάνει να πειράζουμε πληγές και σπυράκια: είναι τέλειο λίγα λεπτά την ημέρα να μισείς βαθιά και πληροφορημένα το μέρος όπου βρίσκεσαι. Αν, όμως, θέλουμε να πιάσουμε στα σοβαρά ένα σοβαρό θέμα, μάλλον πρέπει να το πιάσουμε απ’ αλλού.
Σύμφωνα με έρευνα (όντως) της Ernst and Young Ελλάδας, οι εργαζόμενοι στη χώρα δεν πάνε καλά. Εχουν όντως άγχος, δουλεύουν πολλές ώρες, δηλώνουν κατάθλιψη. Από την πανδημία και μετά η μία έρευνα μετά την άλλη λένε πως οι εργαζόμενοι σπανίως νιώθουν χαρά.
Το νιώθεις στην πόλη. Υψηλά ντεσιμπέλ, κόσμος σε υστερία, νεύρα και αγένεια και τα βράδια καταναγκαστική διασκέδαση με τη μουσική τέρμα. Τις Δευτέρες φοβάσαι να κυκλοφορήσεις. Δεν ξέρεις από πού θα σε προσβάλουν, ποιος θα κάνει ένα τελείως άβολο ξέσπασμα σε στυλ σπιρτόκουτο, επειδή άργησε το λεωφορείο.
Κι ενώ τα σελφ χελπ βιβλία πωλούνται σαν υψηλή διανόηση σπασμένη σε πέντε απλά βήματα κι ενώ ακόμη κι οι πολιτικοί ηγέτες μας μιλούν με φωνή ASMR στα βιντεάκια τους, όπου μας απευθύνονται με χίπικα βραχιόλια και φυλαχτά κάτω απ’ το καλό πουκάμισο, κι ενώ διαρκώς ακούς ψυχική υγεία, και ψυχική υγεία δεν βλέπεις, στα σπίτια, στις προσωπικές σχέσεις που σκάνε σαν κακοποιητικά μπαλόνια, το συλλογικό γίνεται προσωπικό. Ψάχνει ο καθένας την άκρη του με κεριά, skincare, γιατρούς και χάπια, και βλέπεις γύρω σου ανθρώπους να περνούν φάσεις ακραίας, επιθετικής συγκέντρωσης στον εαυτό για λόγους ψυχικής υγείας, λες και πρέπει να πάρεις κάποιου είδους χαρτί, μια άδεια ειδικού, για να μην είσαι διαθέσιμος 24/7 ή για να κόψεις απ’ όσους απλώς δεν σου αρέσουν. Δώστε μου μια άδεια να ζήσω, γιατρέ.
Αν κάποια στιγμή αποφασίσω επιτέλους να βγάλω λεφτά, θα γράψω ένα σελφ χελπ με τίτλο: «Να σου πω ένα μυστικό; Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις». Πιστεύω θα πουλήσει κυρίως επειδή όντως θα απαντάει σε μία ανάγκη του ελληνόφωνου πληθυσμού που έχει διάφορες αλλόκοτες ηδονές, όπως να παίρνει καλούς βαθμούς ακόμη και στα πιο κακά πράγματα.
Χωρίς πλάκα, όμως, αν θέλουμε να μάθουμε πώς νιώθουν οι Ελληνες, πρέπει να κοιτάξουμε στη στήλη των οικονομικών, όχι στα θέματα lifestyle. Εκεί για πάνω από δέκα χρόνια πια διαβάζουμε τη σάγκα της κρίσης του κόστους ζωής. Λέτε να προκαλεί άγχος η αδήλωτη εργασία; Λέτε να έχει άγχος ο «συνεργάτης» που δεν ξέρει αν τον άλλο μήνα θα έχει δουλειά;
Στη λογοτεχνία μας έχει περάσει το άγχος στους δρόμους της πόλης με μία απολαυστική, νευρώδη ταχύτητα στο Εκεί Που Ζούμε του Κυθρεώτη. Είναι κρυμμένο και φανερό κάτω από τη διαρκή κίνηση των χαρακτήρων του Οικονόμου, ξεχύνεται σαν φεμινιστικό λογύδριο προς τον γκόμενο που δεν μπορεί να εκδώσει φορολογική ενημερότητα σε κάποιο διήγημα της Αλεξάνδρας Κ στο πιο πρόσφατο βιβλίο της. Μας αρέσει το θέατρο της Κιτσοπούλου, αν μας αρέσει, επειδή ακολουθεί μέχρι την ακραία συνέπειά του το στυλ και το περιεχόμενο της ομιλίας του ανθρώπου που αρχίζει να παραπονιέται που άργησε το 608.
Και το αντίβαρο σε όλα αυτά είναι μία σελφ χελπ στωικότητα απολύτως παθέτικ και πολιτική από πωλητές ηρεμίας και αυτοσυγκράτησης που στη γλυκερή φάση τους έχουν πιάσει το νόημα. Οι Ελληνες είναι τόσο κουρασμένοι, και μπερδεμένοι, και αναστατωμένοι από τις αντικειμενικές συνθήκες της ζωής τους και τη στάση τους στα πράγματα, που θ’ αγόραζαν οτιδήποτε ανακουφιστικό: χάπι, ναρκωτικά και λάδι cbd, «ψαγμένο» –άπειρα εισαγωγικά– podcast, ταξίδια σαν να μην υπάρχει αύριο, ατέρμονες συνεδρίες, θρησκεία που δεν απαιτεί και μόνο γαληνεύει.
Η φασματώδης έρευνα λέει πως τελικά η Ελλάδα έχει άγχος –ουφ, δεν είσαι μόνος–, ενώ στη Δανία είναι χαλαρά. Είναι ωραίο να φαντάζεται κανείς πως κάπου στη Σουηδία το πράγμα ρολάρει. Πως τα γερμανικά τρένα –ως σύμβολα πια, όχι ως όντως πράγματα– είναι πάντα στην ώρα τους. Πως, αν πήγαινες αλλού, το στατιστικό δεδομένο της απλωμένης μοναξιάς δεν θα σε αφορούσε όντως, ένας κύκλος ατόμων που δεν είναι άνθρωποι με ανάγκες και δικά τους ψυχολογικά, αλλά άνθρωποι όπως οι άνθρωποι στον κόσμο της Μπάρμπι, θ’ άνοιγε για να σε υποδεχτεί στη σκανδιναβική ευτυχία του. Το πιο ωραίο, όμως, είναι να ψάξει κανείς τα ωράρια, τι ώρα έχει σχόλασμα στην Κοπεγχάγη;
Ενας ταξιτζής μού είπε τις προάλλες «πολλά ψυχολογικά η νέα γενιά» κι εγώ εκείνη την ημέρα ήμουν τελείως ζεν κι ησυχασμένη, κι έτσι όπως το έλεγε σκεφτόμουν πως οι τόποι δεν είναι καθόλου ένα πράγμα και πως, όπως κι οι άνθρωποι, αφήνονται να παρεξηγηθούν.