Αυτό είναι ένα αμιγώς χριστουγεννιάτικο κείμενο. Περιέχει ακριβώς τρεις προτάσεις για δώρα, το κόστος το υπολογίζω γύρω στα τριαντακάτι ευρώ (όλα μαζί).
Πρώτα η χριστουγεννιάτικη ταινία: Ο υπεύθυνος στρατοπέδων συγκέντρωσης τελειώνει άλλη μια ημέρα στη δουλειά. Θα χαϊδέψει το σκυλί του. Θα μιλήσει στη γυναίκα του. Θα φάει με τα παιδιά του. Μικρές πράξεις, καθημερινές, η μία απόφαση μετά την άλλη, όσα δεν παραλείπει, φτιάχνουν το τώρα μας και το πρόσφατο παρελθόν μας, αυτά που βλέπουμε στα μουσεία της Πολωνίας και της Γερμανίας.
Πώς θα ήταν το κακό, αν ήταν ήχος; Βουβό κύμα; Ας το σκεφτούμε λίγο. Θα ήταν η ηχητική υπόκρουση στην ταινία Ζώνη Ενδιαφέροντος; Θα είχε σιωπές και μετά μια βοή κι ενδιάμεσες κραυγές μακριά; Ηχοι σαν κάτι που κλωτσάει και θέλει να βγει, ήχοι που υπονοούν το σπάσιμο του χρόνου, το κακό μπουκώνει τον ναζί παράδεισο της ταινίας και σκάει όχι πάνω στα κεφάλια των υπευθύνων, αλλά πάνω στις επόμενες γενιές. Είναι τόσο πολύ που τρυπάει τον χωροχρόνο. Βλέπουμε ένα όμορφο ναζιστικό κουκλόσπιτο, όσοι ζουν μέσα σ’ αυτό δεν είναι ναζί, είναι η μαμά κι ο μπαμπάς, η ημέρα τους δεν είναι «ασύλληπτη θηριωδία», είναι μια ημέρα στη δουλειά.
Δεν μπορώ να περιγράψω καλά την ταινία, γιατί είναι τόσο καλή. Πρέπει να τη δει κανείς. Ισως για τα Χριστούγεννα, ναι, γιατί η ταινία κάπως υπονοεί πως το καλό και το κακό παρουσιάζονται με τη μορφή μιας διαρκούς καθημερινής στάσης στα πράγματα, κι έτσι η ταινία μού θύμισε το μικρά πράγματα σαν κι αυτά,της Κλερ Κίγκαν, ένα μικρό, κομψό βιβλιαράκι. Στο βιβλίο χιονίζει και το χιόνι απλώνει τις σιωπές του. Οι πολλές σιωπές μιας ολόκληρης πόλης γίνονται ηθικό πρόβλημα όταν ένας απλός άνθρωπος που παραδίδει παραγγελίες και τα φέρνει δύσκολα βόλτα φτάνει στο τοπικό μοναστήρι.
Ολα συνθέτουν ένα ήσυχο, εύτακτο σκηνικό –δουλειά της Κίγκαν είναι το κομψοτέχνημα, είναι μια πραγματικά λεπτεπίλεπτη συγγραφέας– όπου το καλό και το κακό δεν έχουν μεγάλους ηρωισμούς ή κουλ στολές και χιπ κουρέματα, όπως στους ναζί, όμως και πάλι σκάνε μ’ έναν ύπουλο πάταγο, σαν από σιγαστήρα, μέσα στις ημέρες των κατοίκων. Διαλέγουν ή παραλείπουν ή μερικές φορές δεν ξέρουν καν πως διακυβεύεται κάτι. Βρίσκονται όντως μπροστά σε κάποια επιλογή; Κι αν ναι –εδώ είναι ο τρόμος!– πώς επιλέγει όντως κανείς; Πώς διαλέγεις τη ζωή σου; Το ήσυχο ποτάμι του καλού παίρνει τη μορφή της ταπεινότητας ή της απερισκεψίας, κάτι που κάνεις απ’ την καρδιά σου, αθόρυβα.
Το κακό είναι βουερό. Η καθημερινότητα όπου οι άνθρωποι κοιτάζουν τη δουλειά τους και πώς να αποταμιεύσουν, κι αυτή μπορεί σταδιακά να γίνει μια βουή ξιπασιάς και απλής σκέτης κακότητας, όπως στο Herscht του Λασλό Κρασναχορκάι. Μέσα στον θόρυβο του μυαλού του χαζού του χωριού, του Φλόριαν, και κάτω από τις ξεκούρδιστες πρόβες της τοπικής μπάντας νεοναζί που πασχίζει να εκτελέσει τα Βραδεμβούργια του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ξεδιπλώνεται μια ροή λέξεων. Το βιβλίο δεν έχει παραγράφους ή τελείες – έχει μία τελεία όταν τελειώνει.
«Καημένοι ναζί» λέει ο χαζός του χωριού όταν βλέπει τις ασχημοσύνες των συντρόφων που ζουν ανάμεσα σε μπουκάλια μπίρας, όπλα και βάρη σε κάτι σαν κοινόβιο-φωλιά. Οι ναζί, έτσι που τους μεταχειρίζεται ο Κρασναχορκάι, έτσι που γράφει και ξαναγράφει γι’ αυτούς, αλλά όχι ακριβώς απ’ την πλευρά τους, έτσι που τους εντάσσει στην περιδίνηση του έργου, σταδιακά απογυμνώνονται από τα διακριτικά τους, τα περίτεχνα τατουάζ, τα μπράτσα, τη γλώσσα-μπουνιά, γίνονται μια απ’ τις πολλές εκδηλώσεις ενός κύματος σήψης.
Γιατί αυτή είναι η παγίδα. Να σκεφτεί κανείς πως συνέβη το χ και το ψ πράγμα που κάνουν ιδιαίτερη την περίσταση της τάδε κτηνωδίας. Είναι παγίδα η ιδέα πώς ό,τι δεν εμπίπτει συγκεκριμένα στην περιγραφή «μαζική εξολόθρευση Εβραίων» δεν θα έπρεπε να μάς τρομάζει πια. Και το αντίστροφό της. Πως οι πράξεις ηρωισμού έχουν κάτι από Χόλιγουντ στα χειρότερά του, όπου είναι σαφές και ξεκάθαρο, με μουσικές/προβολείς κι όλα τα βλέμματα στραμμένα πάνω σου, πως τώρα πρέπει να κάνεις το καλό, να σώσεις και να σωθείς, να δείξεις από τι είσαι φτιαγμένος. Κι όμως. Οι πράξεις αντίστασης μάλλον δεν μοιάζουν με τα μεγάλα «όχι» που μας διδάσκουν να τιμούμε. Είναι κι αυτά, αλλά είναι και τα ήσυχα πράγματα σαν κι αυτά που δεν μπαίνουν σε μουσεία. Φανταστείτε μουσεία παραλείψεων ή κάτι σαν τα υπαίθρια αγάλματα που στήνονται κατά καιρούς σε πόλεις με οδοκαθαριστές ή με χτίστες, για να τιμήσουν την αθόρυβη, καθημερινή δουλειά των απλών –με κάθε έννοια του όρου– ανθρώπων. Ησυχες μικρές καλοσύνες.
Το καλό είναι αθόρυβο. Δεν του αφιερώνουν συγγραφείς μια σάγκα 419 σελίδων χωρίς τελεία όπου όλα συνθλίβονται σ’ έναν λεκτικό οδοστρωτήρα, σαν σκοτεινό ρεύμα που φουσκώνει και καταπίνει την αθωότητα των χαζών και των ζώων. Οσοι δεν κάνανε κάτι κακό δεν είναι τόσο διάσημοι όσο ο Ρούντολφ Ες κι ο Γκαίμπελς. Δεν γεμίζουν αίθουσες με τα αντικείμενα των θυμάτων τους, σωρούς παπουτσιών, γυαλιά, βαλίτσες, ατέλειωτους τοίχους-λίστες με ονόματα νεκρών, δεν ψαχουλεύουμε τη ζωή τους να βρούμε ενδείξεις τερατογένεσης, δεν ταξιδεύουμε στην Πολωνία και τη Γερμανία να διδαχθούμε από τα αίσχη τους. Και δεν μας ρίχνουν με τη ζωή τους ένα παραπλανητικό «άλλοθι» πως, αν δεν είμαστε απολύτως εξαχρειωμένοι και τερατώδεις, τα πάμε καλά.
Οπως οι ταπεινές γυναίκες που σκουπίζουν χαλιά στη Ζώνη Ενδιαφέροντος (οι μόνες στιγμές καλοσύνης στην ταινία είναι το υπηρετικό προσωπικό), τόσοι άνθρωποι που δεν τους ξέρουμε πέρασαν τη ζωή τους κάπου χαμηλά κι απλώς δεν βάρυναν τον κόσμο. Ή τουλάχιστον τα πήγαν όσο καλύτερα μπορούσαν στην προσπάθεια αποφυγής της βλάβης, είμαι σίγουρη πως κάποιο στραβοπάτημα θα έκαναν στα προσωπικά τους, αλλά κάπως απέφυγαν τη συμμετοχή σε κάτι κακό που τους υπερβαίνει. Βρίσκονται στις σιωπές. Στα κενά των έργων, στα διαστήματα από το ένα αίσχος μέχρι το άλλο. Εκεί που η βουή διακόπτεται, η ροή λέξεων και εικόνων παύει και έχεις χρόνο –δευτερόλεπτα– να σκεφτείς εσύ τι θα έκανες στη θέση τους; Ομως, ποια ακριβώς είναι αυτή η θέση;